Τα ραδιοφωνικά αρχεία διασώζουν τον «τρόπο» με τον οποίο παλιότερες γενιές ηθοποιών προσέγγιζαν, κατανοούσαν και απέδιδαν το κλασικό και νεότερο ρεπερτόριο. Είναι μια κατάθεση σκηνικού ύφους και ήθους. Αυτή η σπουδαία αρχειακή παρακαταθήκη, ειδικά στις μέρες μας όπου το θέατρο βρίσκεται σε πρωτοφανή κρίση, θα μπορούσε να στηρίξει επαγγελματικά τη συνάντηση του παλιού με το νέο θέατρο.
Σήμερα που πολλοί ενέδωσαν στην τάση της εποχής και στρώθηκαν μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή για να (ξανα)δουν παραστάσεις, εγώ στράφηκα σε μια παλιά αδυναμία: στο θέατρο του παλιού, καλού ραδιοφώνου. Η αλήθεια είναι πως κι εγώ την αδυναμία αυτή την ικανοποιώ πλέον μέσα από τις δυνατότητες κινητού και των γνωστών εφαρμογών – μα κι έτσι ακόμα δεν αμφιβάλλω ότι παραμένει μια μάλλον ρετρό, ασύγχρονη, κάπως ιδιότροπη διαφυγή από το αληθινό θέατρο. Ελπίζω να μην είναι μόνο απλά δείγμα ηλικίας, που θέλει τα πράγματα να μοιάζουν όμορφα όταν γίνονται με τον παλιό τρόπο... Οχι, το ραδιόφωνο είναι κάτι περισσότερο από συσκευή αναπαραγωγής του ηχητικού περιβάλλοντος της παράστασης. Κρύβει μια δική του, δάνεια και ιθαγενή, γοητεία. Και γι’ αυτή τη γοητεία θα μιλήσω τώρα.
Πώς το ραδιόφωνο σταθερά συνδέεται στη συλλογική συνείδηση μιας ολόκληρης μεταπολεμικής γενιάς με μια «γλυκιά» εποχή (που αποδίδεται ως «μέρες») και μια «αίσθηση θαλπωρής» (που περιγράφεται σαν «μαγεία») είναι βέβαια γνωστό. Τη θέση του στην καρδιά και τη μνήμη αυτής της γενιάς δεν κατέλαβε ποτέ, ας πούμε, η τηλεόραση -αν και στην πρώτη δεκαετία στη χώρα μας κι εκείνη επιτελούσε λίγο πολύ ένα ανάλογο έργο με του ραδιοφώνου, μια εστία οικογενειακής και ευρύτερα κοινωνικής συσπείρωσης. Κι όμως με όλη την επίδραση και την εξάπλωσή της, η τηλεόραση αγαπητή δεν έγινε ίσως ποτέ,- ακόμα και αν υπήρξαν επιμέρους τηλεοπτικά προγράμματα που κέρδισαν τη γενική προσήλωση. Η τηλεόραση με το που επιβλήθηκε στο κέντρο του καθιστικού και της οικιακής ζωής προκάλεσε ευθύς αντιδράσεις και σχόλια, έφερε δυσθυμία και πολεμική.
Το ραδιόφωνο όμως όχι. Αυτό ποτέ δεν κατακρίθηκε και δεν κακοχαρακτηρίστηκε, δεν απαξιώθηκε ποτέ ως μέσον και περιεχόμενο, όταν ξεκίνησε σαν δημόσιο αγαθό κι όταν ακόμη πέρασε αργότερα στα χέρια όχι και τόσο αγαθών ιδιωτών. Από την αρχή κιόλας της λειτουργίας του, μέρες του ’36, εμφανίστηκε σαν φορέας ειδήσεων σοβαρότητας και καλλιέργειας, με τα τρία αυτά να συνιστούν ένα φιλόδοξο σχέδιο εθνικής παιδείας. Το θέατρο μάλιστα βρέθηκε εξαρχής στο κέντρο του σχεδίου μαζικής εκπαίδευσης, ερχόμενο δεύτερο μόνο μετά τη μουσική στο βάρος που του αναλογούσε για την αισθητική παιδεία του ραδιοφωνικού ακροατηρίου του.
Με κεντρική μορφή λοιπόν μετά τον Πόλεμο τον Αχιλλέα Μαμάκη, ένα πλήθος εκπομπών αφιερώθηκαν στο θέατρο, δημιουργώντας έκτοτε εκπομπές που συνέδεσαν μυθικά μεταπολεμικές ρουτίνες με τη ρέουσα σκηνή –τις Δευτέρες, τις Τετάρτες, τις Κυριακές...– φτιάχνοντας ζώνες στην ημέρα αφιερωμένες στο θέατρο, μεταφέροντας φωνές αγαπημένων ηθοποιών στο μεγάλο κοινό, ανοίγοντας έργα και συγγραφείς όλου του κόσμου στα μεγάλα αστικά και επαρχιακά κοινωνικά στρώματα.
Και μάλιστα το ραδιόφωνο έμοιαζε στην αρχή πιο διστακτικό απέναντι στο θέατρο από ό,τι στη συνέχεια... Αρχικά τα έργα παρουσιάζονταν διασκευασμένα και συμπτυγμένα εντός του ορίου της μιας ώρας, διάστημα που πίστευαν ότι θα μπορούσε να κρατήσει το ενδιαφέρον του ακροατή. Γρήγορα όμως το όριο επεκτάθηκε, για να καταλάβει κάποτε όλο τον παραστασιακό χρόνο του πρωτοτύπου. Και όσο για τη διανομή του έργου, εδώ πια το ραδιόφωνο παρείχε μια προνομιακή σκηνοθεσία, έχοντας στη διάθεσή του μια γκάμα ηθοποιών απαλλαγμένων από τα συνήθη θιασαρχικά συμβόλαια, επιλεγμένων σύμφωνα με την αύρα του καθενός και την ιδιοσυγκρασιακή επαφή του με τον ρόλο, με τη διάθεσή του να εκτεθεί στα ραδιοκύματα.
Με αυτά και με αυτά η παλιά σύμπραξη μιας ακριβοθώρητης όσο και αρκετά ελιτίστικης τέχνης και ενός κοινού και λαϊκού μέσου έδωσε τελικά σπουδαίους καρπούς, αποτέλεσε πιθανόν το μεγαλύτερό πρόγραμμα θεατρικής παιδείας που αναπτύχθηκε ποτέ στη χώρα μας. Εντυπωσιάζει ακόμα και σήμερα το εύρος των ραδιοφωνικών έργων που διασώθηκαν, το πλήθος, η ποιότητα μα και ο βαθμός δυσκολίας τους. Από μια άποψη, το αληθινά εθνικό θέατρό μας δεν παρουσιάστηκε στη σκηνή, αλλά μεταδόθηκε στα μακρά και βραχέα.
Προσωπικά γυρνάω συχνά σε αυτό, ειδικά σε τέτοιους καιρούς. Νιώθω ακούγοντάς το τη γλυκιά αίσθηση που δίνει η μυρωδιά από παλιά σερβάντα. Η αγχολυτική δράση του είναι άνευ προηγούμενου – μα ας μη μείνω σε τέτοια σχόλια.... Εκείνο που θέλω να τονίσω είναι πως πέρα από το συναίσθημα που χαρίζει το αρχείο του ραδιοφώνου, υπάρχουν μερικά αντικειμενικότατα στοιχεία που αξίζει να αναφέρουμε.
Και πρώτα-πρώτα την αίσθηση ενός θεάτρου που ζητάει τη δημιουργική συμμετοχή του ακροατή του. Πρόκειται για εκατέρωθεν συνάντηση ακροάματος και ακροατή, η οποία στρέφει τον τελευταίο «προς τα μέσα», ώστε να αναδημιουργήσει εντός του όσα από δέκτη ακούγονται. Η σκηνή δημιουργείται έτσι σαν μια «ολική ατμόσφαιρα» για την οποία κεντρικό υποκείμενο συνείδησης είναι ο ίδιος ο ακροατής. Περιέργως με αυτό το μέσον το ραδιόφωνο έφτασε αμέσως και με τεχνικό τρόπο στο σημείο ενός ολικού θεάτρου στο οποίο επεδίωξαν όπου θέλησαν να φτάσουν πλήθος άλλοι θεωρητικών ζωντανά και επί σκηνής.
Αυτό που θέλω με δυο λόγια να πω είναι ότι δεν πρόκειται απλά για «θέατρο στο ραδιόφωνο», αλλά για μια ιδιαίτερη τέχνη που διαπερνά ευκολότερα το κέλυφος της ακρόασης και κατακλύζει τον ακροατή. Οι δυνατότητές του είναι απεριόριστες γιατί είναι μαζί θέατρο του ενός και των πολλών, μέσα και έξω μας, ιδιωτικό όσο και δημόσιο.
Υπάρχουν όμως και άλλοι λόγοι γι’ αυτήν την αδυναμία. Ας πούμε η σπουδαία αρχειακή παρακαταθήκη του. Οσο και αν ακούγεται περίεργο υπάρχουν έργα που μπορεί κανείς να εντοπίσει μόνο στο ραδιόφωνο. Υπάρχουν ηθοποιοί που το μόνο τους απείκασμα βρίσκεται στη φωνή τους που έχει επενδύσει κάποιον ακουστικό ρόλο. Ακόμα και σκηνοθετικές γραμμές διασώζονται μόνο στο ραδιόφωνο. Αν δεν κάνω λάθος, η παλιότερη σωζόμενη ολοκληρωμένη σκηνοθεσία του Κουν έχει διασωθεί στην ηχογράφηση του «Ματωμένου Γάμου» από το Θέατρο Τέχνης για το ραδιόφωνο.
Ομως υπάρχει και κάτι άλλο τελευταίο στο οποίο επιμένω πολύ και για το οποίο συχνά παροτρύνω μαθητές μου να προσεγγίσουν παλιά ραδιοφωνικά θεατρικά έργα. Είναι οι ίδιοι οι ηθοποιοί ή καλύτερα το υποκριτικό ήθος τους που βρίσκεται εγκιβωτισμένο σε αυτές τις ηχογραφήσεις. Ο τόνος και η τοποθέτηση της φωνής τους, ο κώδικας τους, η ρητορική γλώσσα της τέχνης και της εποχής τους... Κι αντίστροφα. Τα ίδια αρχεία διασώζουν τον «τρόπο» με τον οποίο παλιότερες γενιές ηθοποιών προσέγγιζαν, κατανοούσαν και απέδιδαν το κλασικό και νεότερο ρεπερτόριο. Είναι μια κατάθεση σκηνικού ύφους και ήθους. Και παραβλέπω εδώ το πώς σε αυτά τα έργα έχουν αποτεθεί ώρες διδασκαλίας του τρόπου με τον οποίο «μιλιέται» ο δεκαπεντασύλλαβος στίχος και ο αλεξανδρινός, η καθαρεύουσα και η νωπή, κάποτε, δημοτική.
Για όλα αυτά συνιστώ θερμά σε όλους να σκύψουν στους παλιούς αυτούς θεατρικούς μπουφέδες, να τους ανοίξουν για να ευφρανθούν παλιά και λησμονημένα αρώματα. Ισως είναι καιρός να εκτιμήσουμε το ραδιοφωνικό θέατρο κι από αυτή την οδό. Σήμερα μάλιστα που το θέατρο διανύει στιγμές πρωτοφανούς κρίσης, το ραδιόφωνο θα μπορούσε να στηρίξει επαγγελματικά τη συνάντηση του παλιού με το νέο. Να διασώσει το σημερινό θέατρο και να αφήσει στους επόμενους κάτι από το δικό του «άρωμα».