Το κίνημα του Ουμανισμού ρίχνει για πρώτη φορά στις αρχές του 16ου αιώνα την ιδέα της παροχής ενός ελάχιστου εισοδήματος για τη διαβίωση των φτωχών με τη μορφή βοήθειας από την κοινότητα.
Η ιδέα του οικουμενικού άνευ όρων βασικού εισοδήματος δεν είναι νέα: οι ρίζες της βρίσκονται σε τρεις διαφορετικές στιγμές της Ιστορίας, αρχής γενομένης πριν από μισή χιλιετία.
Με την έλευση της Αναγέννησης η μέριμνα για τους φτωχούς παύει να αποτελεί αποκλειστική ενασχόληση της Εκκλησίας και των φιλάνθρωπων. Το κίνημα του Ουμανισμού ρίχνει για πρώτη φορά στις αρχές του 16ου αιώνα την ιδέα της παροχής ενός ελάχιστου εισοδήματος για τη διαβίωση των φτωχών με τη μορφή βοήθειας από την κοινότητα. Η πρώτη αναφορά απαντάται στο έργο «Ουτοπία» του Τόμας Μορ (Thomas More), που εκδίδεται το 1516 στη Λουβέν του Βελγίου - ένα από τα κέντρα του Ουμανισμού.
Η παροχή ελάχιστου εισοδήματος προβάλλεται στο έργο αυτό ως ευφυέστερος τρόπος για την καταπολέμηση της κλοπής από την τιμωρία του κλέφτη με θάνατο: «Καμία ποινή στη Γη δεν θα σταματήσει τους ανθρώπους από το να κλέβουν, αν αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος για να βρουν φαγητό... Αντί επιβολής αυτής της φρικτής τιμωρίας (θανάτου), θα ήταν πολύ πιο ουσιαστικό να παρέχουμε σε όλους κάποια μέσα διαβίωσης, έτσι ώστε κανείς να μη βρεθεί στην τρομερή ανάγκη να γίνει αρχικά κλέφτης και στη συνέχεια... πτώμα» γράφει ο Μορ.
Πραγματικός εμπνευστής του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος είναι ωστόσο ο στενός φίλος του Μορ, επίσης ουμανιστής και καθηγητής στον Πανεπιστήμιο της Λουβέν, ο Johannes Ludovicus Vives. Είναι ο πρώτος που επεξεργάζεται ένα λεπτομερές σχήμα και το θεμελιώνει σε θεολογικές και πραγματιστικές θεωρήσεις, επηρεάζοντας τα κοινοτικά σχήματα παροχών και τη νομοθεσία υπέρ των φτωχών που υιοθετείται μεταγενέστερα στην Ευρώπη.
Προς το τέλος του 18ου αιώνα όμως μια νέα ιδέα αναδύεται, η οποία θα παίξει ακόμα σημαντικότερο ρόλο. Εκφραστής της, ο μαθηματικός και πολιτικός ακτιβιστής μαρκήσιος ντε Κοντορσέ (Antoine Caritat Marquis de Condorcet). Εχοντας διαδραματίσει εξέχοντα ρόλο στη Γαλλική Επανάσταση, τόσο ως δημοσιογράφος όσο και ως μέλος της Εθνοσυνέλευσης, ο Κοντορσέ φυλακίζεται και καταδικάζεται σε θάνατο.
Στη φυλακή γράφει το «Esquisse d’ un tableau historique des progrès de l’ esprit humain» (που δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατό του το 1795 από τη χήρα γυναίκα του). Στο τελευταίο κεφάλαιο αυτού του έργου σκιαγραφείται για πρώτη φορά το όραμα της κοινωνικής ασφάλισης και πώς αυτή θα μπορούσε να μειώσει την ανισότητα, την ανασφάλεια και τη φτώχεια.
Δυο χρόνια μετά τον θάνατο του Κοντορσέ, ο στενός του φίλος, Αμερικανοβρετανός φιλόσοφος, ακτιβιστής, πρωταγωνιστής της αμερικανικής επανάστασης και μέλος της Συντακτικής Συνέλευσης των ΗΠΑ αλλά και της γαλλικής Εθνοσυνέλευσης, Τόμας Πέιν (Thomas Paine), επεκτείνει αυτές τις σκέψεις σε σημείωμα προς το Διευθυντήριο, το πενταμελές σχήμα που κυβερνά τη Γαλλία στο μεγαλύτερο μέρος της περιόδου μεταξύ αποκεφαλισμού του Ροβεσπιέρου και ανόδου του Ναπολέοντα.
Κοινή ιδιοκτησία
«Είναι αδιαμφισβήτητο», γράφει ο Πέιν, «ότι η γη στη φυσική της ακαλλιέργητη κατάσταση ήταν και θα συνεχίσει να είναι κοινή ιδιοκτησία όλων των ανθρώπων. Καθώς η γη καλλιεργείται, ατομική ιδιοκτησία αποτελεί μόνο η αξία της βελτίωσής της και όχι η ίδια η γη. Επομένως κάθε ιδιοκτήτης καλλιεργούμενων γαιών οφείλει στην κοινότητα ένα ενοίκιο για τη γη που εκμεταλλεύεται».
Ο Πέιν προτείνει τη δημιουργία Ταμείου από αυτό το ενοίκιο το οποίο θα καταβάλλει εφάπαξ σε κάθε άνθρωπο 15 λίρες όταν αυτός φτάσει στην ηλικία 21 ετών για την απώλεια της φυσικής του κληρονομιάς από την εισαγωγή του συστήματος ιδιοκτησίας της γης. Και ακόμα 10 λίρες ετησίως για όσο ζει μετά την ηλικία των 50 ετών. Επιμένει ότι οι πληρωμές θα πρέπει να καταβάλλονται προς όλους τους ανθρώπους, ακόμα και τους πλούσιους.
Εναν αιώνα αργότερα οι ιδέες των Κοντορσέ, Πέιν εμπνέουν τη γέννηση των πρώτων συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης στην Ευρώπη, με τα συστήματα συνταξιοδότησης και ασφάλισης γήρατος του Μπίσμαρκ (Otto von Bismarck) μετά το 1883 για το εργατικό δυναμικό της ενωμένης Γερμανίας.
Ορισμένοι μεταρρυθμιστές του 19ου αιώνα επιχειρούν να ερμηνεύσουν το κατά Paine κληρονομικό δικαίωμα που έχει ο άνθρωπος από την εκμετάλλευση της φύσης, στη διαμόρφωση συστημάτων παροχής εγγυημένου εισοδήματος σε μια πιο σταθερή βάση.
Πιο γνωστός ο Γάλλος φιλόσοφος Τσάρλς Φουριέ (Charles Fourier), πρώιμος σοσιαλιστής και ένας από τους ιδρυτές του ουτοπικού σοσιαλισμού. Στο «La Fausse Industrie» (1836) ο Φουριέ υποστηρίζει ότι η παραβίαση του θεμελιώδους φυσικού δικαιώματος κάθε ατόμου να κυνηγά, να ψαρεύει, να μαζεύει φρούτα και να αφήνει τα ζώα του να βόσκουν στα κοινά εδάφη συνεπάγεται ότι ο «πολιτισμός» οφείλει την επιβίωση σε όλους όσοι δεν μπορούν να καλύψουν τις ανάγκες τους -με τη μορφή ενός δωματίου ξενοδοχείου έκτης κατηγορίας και τριών μέτριων γευμάτων την ημέρα.
Η σύλληψη ωστόσο της ιδέας του πραγματικά οικουμενικού βασικού εισοδήματος ανήκει σε δυο θαυμαστές των απόψεων του Φουριέ. Ο πρώτος, ο Βέλγος συγγραφέας, λογιστής και μηχανικός Ζοζέφ Σαρλιέ, προτείνει να δίνεται σε κάθε πολίτη ένα ποσό κάθε μήνα που θα καθορίζεται από ένα αντιπροσωπευτικό εθνικό συμβούλιο στη βάση της αξίας ενοικίασης όλων των ακινήτων. Ο δεύτερος, ο Βρετανός φιλόσοφος, οικονομολόγος και πολιτικός θεμελιωτής του ωφελιμισμού και του κλασικού φιλελευθερισμού Τζ. Στ. Μιλ (John Stuart Mill), μιλά στο έργο του για ένα ελάχιστο πρώτο κομμάτι της συνολικής παραγωγής που οφείλει να διανέμεται σε κάθε μέλος της κοινότητας για τη διαβίωσή του, είτε αυτό είναι ικανό για εργασία είτε όχι.
Στη διάρκεια του 20ού αιώνα η συζήτηση για το βασικό εισόδημα εντείνεται:
- Στον Μεσοπόλεμο όταν μια σειρά κυρίως Αγγλων στοχαστών (Bertrand Russell, Dennis Milner, C. Douglas, George D.H. Cole, James Meade κ.α.) προτείνουν ένα γνήσιο, άνευ όρων και καθολικό βασικό εισόδημα εισάγοντας επωνυμίες αυτού όπως «κοινωνικό μέρισμα», «κρατικό επίδομα», «εθνικό μέρισμα».
- Το 1944 και το 1945 όταν η επιτροπή με επικεφαλής τον Βρετανό οικονομολόγο William Beveridge, ανέπτυξε ένα νέο ολοκληρωμένο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης με παροχές και άνευ όρων επιδόματα για τα παιδιά.
- Στις δεκαετίες του 1960 και του 1970 το επίκεντρο μεταφέρεται σε ΗΠΑ και Καναδά, όπου πραγματοποιούνται πιλοτικά προγράμματα μορφών βασικού εισοδήματος. Κυρίαρχη ιδέα ο περιβόητος «φόρος αρνητικού εισοδήματος» που εισηγήθηκε ο γνωστός μονεταριστής οικονομολόγος, θεμελιωτής τη Σχολής του Σικάγου και του οικονομικού νεοφιλελευθερισμού Μ. Φρίντμαν (Milton Friedman). Προέβλεπε τη χορήγηση ενός συμπληρωματικού ποσού από την κυβέρνηση σε όσους πολίτες κέρδιζαν λιγότερα από ένα επίπεδο καταργώντας το σύνολο των προγραμμάτων κοινωνικής πρόνοιας.
Από την άλλη πλευρά την ιδέα ενός εγγυημένου ελάχιστου εισοδήματος πιο ευρύτερου και γενναιόδωρου, ανεξάρτητου από τα ήδη υπάρχοντα προγράμματα πρόνοιας του αμερικανικού κράτους, υπερασπίστηκαν εκείνη την περίοδο γνωστοί προοδευτικοί οικονομολόγοι όπως ο Τόμπιν (James Tobin) και ο Γκάλμπρέιθ (John Kenneth Galbraith). Το Κογκρέσο υιοθέτησε τελικά τη χορήγηση ενός ελάχιστου βασικού εισοδήματος μόνο για τους ηλικιωμένους και τα άτομα με ειδικές ανάγκες και όχι για όλους τους πολίτες. - Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και τις αρχές της δεκαετίας του 1980 η συζήτηση επανέρχεται σε χώρες της βορειοδυτικής Ευρώπης. Στη Δανία τρεις οικονομολόγοι προτείνουν ένα οικουμενικό βασικό εισόδημα με την επωνυμία «μισθός πολιτών», στην Ολλανδία ο καθηγητής Κοινωνικής Ιατρικής, Κάιπερ (J. P. Kuiper), εισηγείται την αποσύνδεση απασχόλησης, εισοδήματος και αυτόνομης και ανεξάρτητης ανάπτυξης των ανθρώπων μέσω ενός εγγυημένου εισοδήματος, ενώ το 1986 ιδρύεται το δίκτυο προώθησης της ιδέας ΒΙΕΝ.
Μερίσματα
Στον 20ό αιώνα κάνει και το ντεμπούτο του το πρώτο σύστημα καθολικού εισοδήματος στην Αλάσκα με τη δημιουργία Ταμείου που αντλεί έσοδα από την εκμετάλλευση του πετρελαίου και παρέχει μερίσματα προς όλους τους κατοίκους της αμερικανικής Πολιτείας.
Στην τρέχουσα χιλιετία η συζήτηση για ένα οικουμενικό άνευ όρων βασικό εισόδημα επανήλθε μετά το κραχ του 2008 και τη Μεγάλη Υφεση που ακολούθησε. Συνεχίζεται με αμείωτο ρυθμό στην τελευταία πενταετία ως απάντηση στην έκρηξη της οικονομικής ανισότητας και τις δραματικές αλλαγές που επιφέρει στην παγκόσμια αγορά εργασίας και την κατανομή του πλούτου η έλευση της τεχνητής νοημοσύνης και η ρομποτοποίηση της παραγωγής. Η επιδημία του κορονοϊού και οι επιπτώσεις από τις καραντίνες εντείνει ακόμα περισσότερο την ανάγκη όχι μόνο για συζήτηση, αλλά πλεον για την ανάληψη δράσης προς αυτήν την κατεύθυνση.