Παρά τη σημασία της και παρά το ανανεωμένο ενδιαφέρον των τελευταίων χρόνων για τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, η μεθαυριανή επέτειος θα περάσει λογικά για ακόμα μια φορά λίγο-πολύ απαρατήρητη. Αναφερόμαστε φυσικά στις 22 Ιουνίου, επέτειο της χιτλερικής εισβολής στη Σοβιετική Ενωση το 1941 - κίνηση που άλλαξε ριζικά τον χαρακτήρα του πολέμου και άνοιξε τον δρόμο για την ολοκληρωτική συντριβή του ναζισμού και του φασισμού.
Η παραγνώριση αυτή δεν είναι καθόλου τυχαία. Πηγάζει, απεναντίας, από τη στρεβλή εικόνα που έχει επικρατήσει στη δημόσια σφαίρα για τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, σαν μια σύρραξη που δόθηκε και κερδήθηκε από τους Αγγλοαμερικανούς πρωτίστως συμμάχους. Στην πραγματικότητα, ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος υπήρξε κατά κύριο λόγο μια σύγκρουση ανάμεσα στο Γ' Ράιχ και την ΕΣΣΔ, με δευτερεύουσα μόνο (και, κατά το μεγαλύτερο μέρος του, μάλλον περιθωριακή) εμπλοκή των Δυτικών.
Το Ανατολικό Μέτωπο ήταν αυτό που απασχόλησε (και κατέστρεψε) το 90% των χιτλερικών στρατευμάτων· ακόμη και μετά την απόβαση της 6/6/1944 στη Νορμανδία, τα τρία τέταρτα των ευρωπαϊκών δυνάμεων του Αξονα (3.370.000 στρατιώτες σε σύνολο 4.400.000) εξακολούθησαν να μάχονται κατά της ΕΣΣΔ.
«Η Γερμανία δεν επιθυμεί να καταπατήσει τον ζωτικό χώρο του ρωσικού λαού ή τις εθνικές και πολιτικές ελευθερίες του», Στρατηγός Αντρέι Βλασόφ (διακήρυξη του Σμολένσκ, 27/12/1942)
Αποκαλυπτική είναι επίσης η σύγκριση ανάμεσα στις δύο μεγάλες μάχες που σηματοδότησαν την αλλαγή της τροπής του πολέμου, στα τέλη του 1942. Στο Στάλινγκραντ πάνω από 1.000.000 Γερμανοί αναμετρήθηκαν με ισάριθμους Σοβιετικούς, με τις εκατέρωθεν απώλειες να υπολογίζονται σε 1.200.000. Την ίδια εποχή, 110.000 Γερμανοϊταλοί αντιμετώπισαν στο Ελ Αλαμέιν 195.000 συμμάχους, ο συνολικός δε αριθμός νεκρών, τραυματιών και αγνοουμένων των δύο πλευρών δεν ξεπέρασε τις 60.000. Οι λόγοι που επέβαλαν αυτήν την υποτίμηση είναι αρκετά ευδιάκριτοι και ανάγονται στις πολιτικές προτεραιότητες του Ψυχρού Πολέμου, όπως ανακαινίστηκαν μετά την κατάρρευση του σοβιετικού μπλοκ το 1989.
Η εικόνα του Β' Παγκοσμίου σαν ενός πολέμου των δυτικών δημοκρατιών κατά του «ολοκληρωτισμού» και των «άκρων» (γενικώς), αποκρυσταλλωμένη συμβολικά στην αναγόρευση της υπογραφής του βραχύβιου γερμανοσοβιετικού συμφώνου του 1939 σε ενιαία «Ημέρα μνήμης των θυμάτων των κομμουνιστικών και ναζιστικών καθεστώτων», δεν υποβαθμίζει μόνο τον αντιφασιστικό χαρακτήρα εκείνης της πελώριας σύγκρουσης· προϋποθέτει, επίσης, μιαν εντελώς στρεβλή ανάγνωση των πραγματικών συσχετισμών και διακυβευμάτων της.
Από τον Αδόλφο στον Τρούμαν
Το ντοκουμέντο που παρουσιάζουμε σήμερα φωτίζει τη γερμανοσοβιετική σύρραξη μέσα από το πρίσμα μιας διαφορετικής σύγκλισης, αποκαλυπτικής για όσα η κυρίαρχη ανάγνωση προσπαθεί να αποκρύψει. Πρόκειται για μια 24σέλιδη έκθεση της CIA που συντάχθηκε στις 2/2/1949 με θέμα τις «Ρωσικές αντικομμουνιστικές δυνάμεις κατά τον γερμανικό πόλεμο» κι αποτυπώνει με τον σαφέστερο δυνατό τρόπο την πρόσληψη της χιτλερικής εισβολής σαν μιας αποτυχημένης προσπάθειας της Δύσης να εξαλείψει την κομμουνιστική απειλή. Οι συντάκτες της αναζητούν τους δυνητικούς συμμάχους και τα «λάθη» του Γ' Ράιχ κατά την κατοχή της δυτικής ΕΣΣΔ, με ομολογημένο σκοπό την άντληση διδαγμάτων για μια μελλοντική επανάληψη του εγχειρήματος, υπό αμερικανική τούτη τη φορά ηγεσία. Οι διατυπώσεις της προδίδουν μια οφθαλμοφανή πικρία για τη «χαμένη ευκαιρία» του 1941-1944, η απώλεια της οποίας καταλογίζεται στις ιδεοληψίες που εμπόδισαν τη χιτλερική ηγεσία να αξιοποιήσει, ως όφειλε, το ντόπιο αντικομμουνιστικό δυναμικό.
Αποδέκτης της έκθεσης ήταν ο Τζον Χίκερσον, διευθυντής του Γραφείου Ευρωπαϊκών Υποθέσεων του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, και αποστολέας της ο Φρανκ Βίσνερ, επικεφαλής της νεοσύστατης υπηρεσίας ειδικών αποστολών της CIA με την παραπλανητική επωνυμία «Γραφείο Συντονισμού Πολιτικής» (OPC). Γόνος μιας πάμπλουτης οικογένειας της Βιρτζίνια, ο Βίσνερ ενσάρκωνε με τον πιο εύγλωττο τρόπο την ψυχροπολεμική επαγγελία (και προετοιμασία) μιας μετωπικής σύρραξης ανάμεσα στον καπιταλιστικό «ελεύθερο κόσμο» και τον «διεθνή κομμουνισμό»· η αποτυχία αυτού του σχεδίου, μετά την ουγγρική επανάσταση του 1956, θα τον οδηγήσει στην παράνοια, την απομάκρυνση από την υπηρεσία (1962) και τελικά την αυτοκτονία (1965).
Το 1949 βρισκόταν όμως ακόμη στις αρχές μιας πολλά υποσχόμενης σταδιοδρομίας, ως αρχιτέκτονας των βρόμικων επιχειρήσεων του Λάνγκλεϊ σε Ανατολή και Δύση. Στο διαβιβαστικό σημείωμά του (17/2/1949) τονίζει δε ότι, παρ' όλο που η επίμαχη έκθεση «δεν θεωρείται ως οριστική μελέτη αυτού του σημαντικού αντικειμένου, ακόμη και στην παρούσα μορφή της αξίζει να διαβαστεί».
Αν και ανυπόγραφη, η ίδια η έκθεση δεν αφήνει την παραμικρή αμφιβολία για την ταυτότητα του πραγματικού συντάκτη της. Είναι προφανές ότι βρισκόμαστε μπροστά σ’ έναν άτυπο απολογισμό του έργου της χιτλερικής στρατιωτικής κατασκοπίας στο Ανατολικό Μέτωπο (Fremde Heere Ost ή FHO), που διασώθηκε από την «αποναζιστικοποίηση» και το 1948 ανασυγκροτήθηκε εν κρυπτώ ως αυτοτελές δίκτυο της CIA με αρμοδιότητα τις μυστικές επιχειρήσεις στην Ανατολική Ευρώπη - για να μετασχηματιστεί το 1956 στην BND, τη σημερινή γερμανική ΕΥΠ.
Ο επικεφαλής της FHO, του ανασυγκροτημένου δικτύου κι εν συνεχεία της BND, στρατηγός Ράινχαρντ Γκέλεν, είχε διαπραγματευτεί το 1945 τη μεταπήδησή του στην υπηρεσία των ΗΠΑ με μια σειρά εκπροσώπους του υπερατλαντικού βαθέος κράτους, μεταξύ των οποίων και ο Βίσνερ. Ενα δε από τα βασικά στελέχη της «Οργάνωσης Γκέλεν», όπως το όλο δίκτυο έγινε γνωστό, ήταν ο οργανωτής των ρωσικών «εθνικιστικών» επικουρικών μονάδων της Βέρμαχτ που αποτελούν το κύριο αντικείμενο της έκθεσης, συνταγματάρχης Χάιντς Ντάνκο Χέρε - υψηλόβαθμο στέλεχος της BND μέχρι το 1970.
Απόρροια αυτής της σύζευξης είναι και η παραπλανητικά εξιδανικευτική εικόνα που η έκθεση φιλοτεχνεί για τον ρωσικό δωσιλογισμό, η ηγεσία του οποίου παρουσιάζεται σαν αυτεξούσιο υποκείμενο με δημοκρατικές κατά βάθος βλέψεις, παρά την ένοπλη συστράτευσή της στο πλευρό του Αξονα (και την ενεργό συμμετοχή της στο Ολοκαύτωμα, που η έκθεση αποσιωπά πλήρως). Ξέπλυμα, η βασική επιχειρηματολογία του οποίου επιστρατεύθηκε άλλωστε σε όλη τη (Δυτική) Ευρώπη για την επανένταξη των δωσιλόγων στη μεταπολεμική κοινωνία και πολιτική σκηνή, ως ακόμα μίας συνιστώσας της εγχώριας εθνικοφροσύνης.
Μια «χαμένη ευκαιρία»;
Η έκθεση ξεκινά με την υπενθύμιση των αναγκών της Βέρμαχτ για προσφυγή στο εγχώριο αντικομμουνιστικό δυναμικό:
«Από τη στιγμή που ο γερμανικός στρατός δεν μπόρεσε να κερδίσει μια πλήρη στρατιωτική νίκη στην Ανατολή μέσα στις πρώτες εβδομάδες του πολέμου, κατέστη σαφές πως η Γερμανία έπρεπε να διεξαγάγει έναν παρατεταμένο, σκληρό αγώνα για να συντρίψει τη ρωσική αντίσταση. Εξίσου σαφές ήταν, επιπλέον, πως η Γερμανία στερούνταν τη στρατιωτική ισχύ και το ανθρώπινο δυναμικό για την επιβολή μιας τέτοιας απόφασης με στρατιωτικά μόνο μέσα. Ακόμη και με την ολοκληρωτική επιστράτευση του γερμανικού ανθρώπινου δυναμικού και τη χρήση όλων των διαθέσιμων ανθρώπινων πόρων της ευρωπαϊκής ηπείρου, η Γερμανία δεν μπορούσε να συγκεντρώσει επαρκή στρατεύματα για να διεξάγει στρατιωτικές επιχειρήσεις και ταυτόχρονα να προστατεύει τις γραμμές επικοινωνιών της και να τηρεί την τάξη στα κατεχόμενα εδάφη. Ηταν εμφανές πως η στρατιωτική δράση έπρεπε να συνοδεύεται από την παράλληλη διεξαγωγή πολιτικού και ψυχολογικού πολέμου» (σ. 1).
Ακολουθούν διαβεβαιώσεις για την αφθονία διαθέσιμων συνεργατών:
«Το υπέδαφος για τη διεξαγωγή ψυχολογικού πολέμου υπήρχε ήδη στο μίσος που ένα μεγάλο μέρος του ρωσικού πληθυσμού και ιδίως οι χωρικοί αισθάνονταν για το σοβιετικό καθεστώς. Ηταν προετοιμασμένοι να ταχθούν στο πλευρό των Γερμανών, εφόσον η γερμανική ηγεσία υιοθετούσε μια καθαρή πολιτική που θα έπαιρνε υπόψη τις επιθυμίες του πληθυσμού και τις ιδιομορφίες της ρωσικής κατάστασης. Δεκάδες χιλιάδες Ρώσοι αιχμάλωτοι πολέμου δήλωσαν εθελοντές για υπηρεσία ενάντια στον Κόκκινο Στρατό, ενώ κατά τις πρώτες μάχες ο ρυθμός λιποταξιών από τον Κόκκινο Στρατό υπήρξε εξαιρετικά υψηλός, ο δε αγροτικός πληθυσμός των χωριών καλωσόρισε τους Γερμανούς σαν απελευθερωτές» (σ. 1).
Τα επιχειρήματα αυτά σχετικοποιούνται βέβαια αισθητά από σύγχρονες -και κάθε άλλο παρά φιλοσοβιετικές- μελέτες του φαινομένου (π.χ. Beyda & Petrov 2018). Η στράτευση Σοβιετικών αιχμαλώτων στις γραμμές της Βέρμαχτ υπήρξε λ.χ. σε μεγάλο βαθμό απόρροια των τραγικών συνθηκών αιχμαλωσίας που επέβαλαν οι ναζί (λιμοκτονία και μαζικές εκτελέσεις, με αποτέλεσμα θνησιμότητα 60% μέσα στο πρώτο εξάμηνο): η προσδοκία στοιχειώδους συσσιτίου συνιστούσε επαρκές κίνητρο για να δηλώσει κάποιος «εθελοντής» και συχνά τη μόνη εναλλακτική λύση στον θάνατο από πείνα.
Σ’ ένα διαφορετικό επίπεδο, οι τοπικοί παράγοντες που έσπευσαν μετά την εισβολή να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στις κατοχικές αρχές δεν ήταν «λαός», γενικώς και αορίστως, αλλά μικρομεσαία τοπικά στελέχη του προηγούμενου σταλινικού καθεστώτος που άλλαξαν αφεντικό· αυθεντικά προϊόντα, μ’ άλλα λόγια, του γραφειοκρατικού καριερισμού επί πτωμάτων που είχαν αναδείξει οι πρόσφατες αιματηρές εκκαθαρίσεις της παλιάς επαναστατικής φρουράς των μπολσεβίκων από τον Στάλιν (1936-1938). Ακόμη κι έτσι, ο τελικός απολογισμός αυτής της διαθεσιμότητας από τους συντάκτες της έκθεσης καταλήγει, ωστόσο, σε απογοητευτικές διαπιστώσεις:
«Η Γερμανία είχε μια εξαιρετική ευκαιρία να εξασφαλίσει τη συνεργασία μεγάλου αριθμού Σοβιετικών υπηκόων»· όμως, «όχι μόνο απέτυχε να κερδίσει μόνιμα τέτοιους συμμάχους, αλλά μετέτρεψε απεναντίας αυτά τα άτομα που ήταν προετοιμασμένα να γίνουν φίλοι της σε εχθρούς μέχρις εσχάτων, φαινόμενο που βρήκε την αντανάκλασή του και στη σταθερή αύξηση του κινήματος των Σοβιετικών παρτιζάνων. Οι Γερμανοί ήταν όχι μόνο απρόθυμοι αλλά και απροετοίμαστοι να αξιοποιήσουν τους τεράστιους αριθμούς ατόμων στην ΕΣΣΔ τα οποία ήταν έτοιμα να βοηθήσουν τους Γερμανούς στη μάχη για την ανατροπή των κομμουνιστών. Η τύχη του κινήματος του στρατηγού Βλασόφ, ενός υψηλόβαθμου Σοβιετικού στρατιωτικού ηγέτη που τάχθηκε αργότερα στο πλευρό των Γερμανών, αποτελεί ιδιαίτερα διδακτικό παράδειγμα αυτού του φαινομένου, η σημασία του μπορεί όμως να γίνει αντιληπτή μόνο όταν μελετηθεί σε σχέση με την εφαρμοσθείσα γερμανική πολιτική» (σ. 2).
Δεν λείπει ούτε η γνώριμη γκρίνια όλων των γραφειοκρατικών μηχανισμών, ανεξαρτήτως τόπου και καθεστώτος, για την απουσία ενιαίας κρατικής πολιτικής: «Καθ’ όλη την περίοδο του πολέμου στην Ανατολή, ουδέποτε υπήρξε πραγματικά ενιαία γερμανική πολιτική με σαφή στόχο. Διάφοροι ηγέτες των ναζί, υπουργεία και στρατιωτικές αρχές είχαν αποκλίνουσες στοχοθεσίες και καθένας επιδίωκε να εφαρμόσει αντίστοιχη πολιτική». Γίνεται, πάντως, παραδεκτό ότι, «σε τελική ανάλυση, κάθε πολιτική απόφαση ήταν αρμοδιότητα του Χίτλερ» (σ. 3).
Οι «Ινδοί» του Ράιχ: αποικιακά διλήμματα
Η ουσία του προβλήματος ήταν βέβαια καθαρά υλικής φύσης - και προέκυπτε από την ίδια τη στοχοθεσία των εισβολέων:
«Η αποικιακή πολιτική του Χίτλερ, βασισμένη στην εκμετάλλευση των ρωσικών περιοχών σαν μιας γερμανικής “Ινδίας”, γρήγορα έστρεψε τον ρωσικό πληθυσμό κατά των Γερμανών. Η πολιτική του Χίτλερ χρειαζόταν επίσης τη συνέχιση του συστήματος των κολχόζ προκειμένου να διευκολυνθεί αυτή η εκμετάλλευση. Η αποτυχία των Γερμανών να διαλύσουν τα κολχόζ έστρεψε περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο τους χωρικούς εναντίον των εισβολέων και τους οδήγησε να υποστηρίξουν το παρτιζάνικο κίνημα. Αυτή η αποστροφή από πλευράς των λαών της Σοβιετικής Ενωσης επιταχύνθηκε περαιτέρω από την κτηνώδη και δεσποτική συμπεριφορά των ναζιστικών αρχών κατοχής που τους συμπεριφέρονταν σαν κατώτερα όντα» (σ. 1).
Ενδιαφέρον παρουσιάζει εδώ η διάκριση μεταξύ «παλιών» ναζί (και -προφανώς- «νέων», όπως οι μετέπειτα συνεργάτες της CIA):
«Για τον Χίτλερ και πολλούς από τους παλιούς ναζί, ιδίως για ανθρώπους όπως ο Κοχ και ο Λόχσε που κυβερνούσαν τις κατακτημένες περιοχές ως “Επίτροποι του Ράιχ”, ο γερμανικός στόχος ήταν σαφής και απλός. Ο αγώνας ενάντια στη Ρωσία ήταν γι’ αυτούς ένας σκέτος κατακτητικός πόλεμος. Μολονότι τυπικά τον εμφάνιζαν και σαν σταυροφορία κατά του μπολσεβικισμού, θα εξαπέλυαν παρόμοιο πόλεμο εναντίον οποιασδήποτε κυβέρνησης κατείχε την εξουσία στη Ρωσία» (σ. 3). «Η πρακτική εφαρμογή αυτού του προγράμματος στα κατεχόμενα εδάφη απαιτούσε μια αποικιακή πολιτική του χειρίστου είδους και μια τέτοια πολιτική εφαρμόστηκε όντως και από τους δύο Επιτρόπους του Ράιχ στην Ανατολή. Ο Κοχ στην Ουκρανία υπήρξε ιδιαίτερα βάναυσος. Αυτή η πολιτική απέτρεψε κάθε προσπάθεια να κερδηθεί η εθελοντική συνεργασία του πληθυσμού και κάθε τοπική αυτοδιοίκηση» (σ. 4).
Η υπόρρητη συλλογιστική των αναλυτών της CIA προσπαθεί, βέβαια, να διαχωρίσει οντολογικά την κότα από το αυγό: ποιος ο λόγος της γερμανικής εισβολής στην ΕΣΣΔ, αν δεν υπήρχαν αυτά τα σχέδια βάναυσης λεηλασίας κι εκμετάλλευσης του κατακτώμενου «ζωτικού χώρου»; Από κει και πέρα, οφθαλμοφανής είναι η συμπάθεια των συντακτών της έκθεσης για την πτέρυγα των ναζί που οραματιζόταν μια αυταρχική και φυλετικά ιεραρχημένη εκδοχή «Ενωμένης Ευρώπης»:
«Πολλοί Γερμανοί ηγέτες, ακόμη και παλιοί ναζί όπως ο Ρόζενμπεργκ, δεν ενέκριναν την αποικιακή πολιτική. Ο Ρόζενμπεργκ πίστευε ότι πολιτική του Ράιχ έπρεπε να είναι η επίτευξη του κατακερματισμού της Ανατολής και των λαών της. Γι’ αυτόν, ο πόλεμος κατά της Ρωσίας ήταν ένας πόλεμος για την καταστροφή της Μεγαλορωσικής Αυτοκρατορίας και τη διάλυσή της στα εθνικά συστατικά της.
Αντί να ευνοεί τον χωρισμό της Ρωσίας σε αποικίες, ο Ρόζενμπεργκ ήθελε ωστόσο μια συλλογή από μικρά εθνικά κράτη, η ανεξαρτησία των οποίων θα περιοριζόταν αλλά δεν θα ακυρωνόταν εντελώς, μέσω της ενσωμάτωσής τους στην Ευρωπαϊκή Σφαίρα (οι Γερμανοί χρησιμοποιούν τον όρο Grossraum, αυτολεξεί “Μείζων χώρος”). [...] Ο Ρόζενμπεργκ ήταν έτοιμος να επιτρέψει τον σχηματισμό τοπικών κυβερνήσεων (στις χώρες της Βαλτικής), εθνικών επιτροπών και εθνικών στρατών σε άλλα τμήματα της ΕΣΣΔ, και συνιστούσε ένα τέτοιο βήμα σε υπόμνημα που έδωσε στον Χίτλερ. Ηταν, ωστόσο, αντίθετος σε οποιαδήποτε παν-ρωσική οργάνωση, σε κάθε παν-ρωσικό στρατό, και κατά της τοποθέτησης Μεγαλορώσων σε ηγετικές θέσεις οποιασδήποτε οργάνωσης. [...] Δεν κατόρθωσε όμως να κάνει τον Χίτλερ ν’ αλλάξει γνώμη. Οταν υπέδειξε αλλαγή πολιτικής τον Μάιο 1943, ο Χίτλερ απάντησε πως “όλη η Ιστορία αποδεικνύει πως οι κατακτημένοι λαοί δεν γίνονται σύμμαχοι”» (σ. 4).
Ακόμη καθοριστικότερες απ’ αυτούς τους αφηρημένους προβληματισμούς αποδείχτηκαν, πάντως, οι πρακτικές μέριμνες των οικονομικών υπουργείων του Ράιχ:
«Πολλές κυβερνητικές οικονομικές υπηρεσίες, όπως το Επιτελείο Στρατιωτικής Οικονομίας, η Ομάδα Τετραετούς Σχεδιασμού μ’ επικεφαλής τον στρατάρχη Γκέρινγκ και το υπουργείο Τροφίμων του Ράιχ έβλεπαν τα κατεχόμενα εδάφη από τη σκοπιά της άμεσης εκμετάλλευσης, κυρίως ως πηγές τροφίμων για τον στρατό και τον γερμανικό λαό. Η ανάγκη διατήρησης της ρωσικής παραγωγής τροφίμων είχε αποφασιστική σημασία, καθώς απέτρεψε τη διάλυση των κολχόζ (συνεταιριστικών αγροκτημάτων) και την επιστροφή της γης στην ιδιοκτησία εξατομικευμένων χωρικών» (σ. 5).
Ηδη από τις πρώτες μέρες του πολέμου, το γερμανικό Υπ.Εξ. υποστήριξε μια τέτοια διανομή, σαν απαραίτητο προπαγανδιστικό μέτρο. «Συμβιβαστικά, αποφασίστηκε τελικά η υπόσχεση προς τους χωρικούς ότι τα κολχόζ θα κατακερματίζονταν αντί να επιστραφεί η γη στην ατομική πρωτοβουλία. Η απλή αυτή υπόσχεση, ωστόσο, αντί να καθησυχάσει τον αγροτικό πληθυσμό, σύντομα γέννησε ένα σφοδρό μίσος τους εναντίον των Γερμανών απελευθερωτών τους» (σ. 5). Υπέρ της διανομής της γης είχε ταχθεί, από τις 24/8/1941, και η Ανώτατη Διοίκηση της Βέρμαχτ, προειδοποιώντας ότι, σε αντίθετη περίπτωση, «υπάρχει κίνδυνος οι χωρικοί, ενόψει ιδίως του δριμέος χειμώνα και των επικείμενων ελλείψεων του πολέμου, να πέσουν θύματα της κομμουνιστικής προπαγάνδας και να υποστηρίζουν το κίνημα των παρτιζάνων» (σ. 6).
Αιτία των «επικείμενων ελλείψεων» δεν αποτελούσαν πάντως τόσο οι πολεμικές επιχειρήσεις, όσο η ίδια η αποικιακή πολιτική των κατακτητών - παρ' όλες τις μεταξύ τους διαφορές και ζυμώσεις, «αν ήταν δυνατό να επιτευχθούν καλύτερα αποτελέσματα μέσω της ήπιας ή της βάναυσης μεταχείρισης του πληθυσμού» (σ. 6). Ο γκαουλάιτερ της Ουκρανίας θεωρούσε λ.χ. πως «η διατροφή του άμαχου ουκρανικού πληθυσμού είναι εντελώς αδιάφορο ζήτημα, σε σύγκριση με το καθήκον [της] να παραδώσει ό,τι χρειάζεται η Γερμανία», καθώς οι κατακτημένοι ήταν «λαός από κάθε άποψη κατώτερος» (σ. 6-7).
Τον Ιούλιο του 1943, όταν η φορά του πολέμου είχε γείρει πια αποφασιστικά κατά της Γερμανίας, ο Ρόζενμπεργκ εισηγήθηκε στον Χίτλερ μια πιο ευέλικτη πολιτική, για να εισπράξει μια αποστομωτική απάντηση: «Είμαστε εκ των πραγμάτων αναγκασμένοι σε ενέργειες τόσο αυστηρές, που δεν θα μπορέσουμε ποτέ να εξασφαλίσουμε την πολιτική υποστήριξη των Ουκρανών... Ο αμείλικτος κανόνας του πολέμου μάς επιβάλλει να αποσπάμε εφόδια κι εργασία από τους Ουκρανούς. Μόνο κάποιοι αδύναμοι στρατηγοί μπορεί να πιστεύουν ότι μπορούμε να εξασφαλίσουμε εργάτες με χαριτωμένους λόγους» (σ. 7).
Εθελοντές διά πάσαν χρήσιν;
Η αναφορά του φίρερ σε «αδύναμους στρατηγούς» αφορούσε τα υψηλόβαθμα στελέχη της Βέρμαχτ που εξέφραζαν παρόμοιους προβληματισμούς, από τη στιγμή ιδίως που η αρνητική τροπή του πολέμου άρχισε να γίνεται εμφανώς αμετάκλητη. Το κυριότερο ζήτημα δεν αφορούσε ωστόσο εδώ την ένταση της εκμετάλλευσης των κατακτημένων αλλά τη δυνατότητα επέκτασης της «αξιοποίησής» τους (και) στο στρατιωτικό πεδίο, προκειμένου να αντισταθμιστεί η αριθμητική ανεπάρκεια των ένοπλων Αρίων να ελέγξουν αποτελεσματικά τον κατακτημένο «ζωτικό χώρο». Από ένα σημείο και μετά, στα επιτελεία της Βέρμαχτ διάχυτη ήταν πλέον η πεποίθηση πως «η Ρωσία μπορεί να κατακτηθεί μόνο από Ρώσους» (σ. 8).
Στην πράξη, η Βέρμαχτ στρατολογούσε «βοηθητικούς εθελοντές» (Hilfswillige) ήδη από τους πρώτους μήνες του πολέμου, με πρωτοβουλία των μάχιμων μονάδων. Η πρακτική αυτή νομιμοποιήθηκε εκ των υστέρων με διαταγές του Αρχηγείου και του ίδιου του Χίτλερ (σ. 8-9), στη βάση όμως μιας «φυλετικής» ιεράρχησης με γεωπολιτικό σκεπτικό:
«Οι διάφορες εθνότητες έπρεπε ν’ απασχολούνται με διαφορετικούς τρόπους. Τα μέλη των τουρκικών φυλών και οι Κοζάκοι, που πολεμούσαν στο πλευρό των Γερμανών ως σύμμαχοι κατά του μπολσεβικικού εχθρού, αποτελούσαν ειδική ομάδα με τα ίδια προνόμια που είχαν οι Γερμανοί στρατιώτες. Αλλες εθνικότητες -μ’ εξαίρεση τους Μεγαλορώσους- μπορούσαν να τοποθετηθούν σε παραστρατιωτικούς σχηματισμούς για την καταπολέμηση των παρτιζάνων. Υπήρξε ακόμη συζήτηση για τη χρησιμοποίηση ατόμων όλων των εθνοτικών ομάδων για αστυνομικές και άλλες βοηθητικές υπηρεσίες» (σ. 10).
Από το φθινόπωρο του 1943, καθώς η Βέρμαχτ ξεκινά τη μακρόσυρτη αναδίπλωσή της προς τα πάτρια εδάφη, οι αξιωματικοί της αρχίζουν να χάνουν την εμπιστοσύνη τους στους ντόπιους «εθελοντές». Οι αναλυτές της CIA δεν δυσκολεύονται, με τη σειρά τους, να επισημάνουν τα αίτια αυτής της μεταστροφής, σε πλήρη αντίφαση με τις προηγούμενες διαβεβαιώσεις τους: «Ηταν απόλυτα φυσικό, πολλοί εθελοντές να έχουν πειστεί να υπηρετήσουν τους Γερμανούς για υλικούς αποκλειστικά λόγους - για να ξεφύγουν από τη φρίκη των στρατοπέδων αιχμαλώτων πολέμου, σε πολλές περιπτώσεις ακόμη και για να έχουν την ευκαιρία λεηλασίας» (σ. 11).
Ενας παρεξηγημένος δημοκράτης
Κεντρικό πρόσωπο της έκθεσης του 1949 αποτελεί ωστόσο ο κατεξοχήν δωσίλογος μεταξύ των Ρώσων αιχμαλώτων της Βέρμαχτ: ο Σοβιετικός στρατηγός Αντρέι Βλασόφ, επιφανής «ήρωας» της μάχης της Μόσχας, που μετά την αιχμαλωσία του τον Αύγουστο του 1942 εξελίχθηκε στον επιφανέστερο συνεργάτη της χιτλερικής Νέας Τάξης στην κατεχόμενη Σοβιετική Ενωση. Οι αναλυτές της CIA του αφιερώνουν κάτι παραπάνω από τις μισές σελίδες της μελέτης, τονίζοντας πως η περίπτωσή του «πρέπει να εξεταστεί προσεκτικά γιατί παρουσιάζει πολύ περισσότερο από ιστορικό ενδιαφέρον, καθώς δείχνει τις βασικές αδυναμίες της ΕΣΣΔ» (σ. 12). Αξιοποιητέες, προφανώς, στην περίπτωση μιας νέας, αμερικανικής κατοχής.
Η παρουσίαση του Βλασόφ ξεκινά με την παράθεση ενθουσιωδών αποσπασμάτων από υπηρεσιακές εκθέσεις Γερμανών ανακριτών και συνεργατών του το 1942-1943. Σε μία απ’ αυτές, ο αιχμάλωτος στρατηγός περιγράφεται σαν «απεσταλμένος της Ειμαρμένης, η απασχόληση του οποίου μπορεί ν’ αλλάξει εντελώς την πορεία του πολέμου υπέρ μας». Σε μιαν άλλη, ο Βλασόφ (που «εμπνέεται από φλογερό μίσος για το σύστημα των Μπολσεβίκων και τον Στάλιν προσωπικά») θεωρείται πάλι το «κατάλληλο εργαλείο για να χρησιμοποιηθεί ως αντίβαρο στον Στάλιν και να εξασθενίσει αποφασιστικά τη θέση του Στάλιν υπέρ της γερμανικής πολεμικής προσπάθειας» (σ. 13).
Ο ίδιος ο στρατηγός άλλοτε περιγράφεται σαν «ωθούμενος λιγότερο από πολιτικές σκέψεις και περισσότερο από ένα είδος μεσσιανικού οράματος Απολύτρωσης για τον λαό του» (σ. 13) κι άλλοτε ως συνειδητός «αντιμπολσεβίκος και αντικαπιταλιστής, δηλαδή, κατά τις αντιλήψεις μας, αληθινός Εθνικοσοσιαλιστής» - συμπέρασμα που οι παλιοί συνεργάτες του τής Ομάδας Γκέλεν, αναλυτές πλέον της CIA, σπεύδουν για ευνόητους λόγους να διασκεδάσουν σαν «λανθασμένο» (σ. 14).
Τοις μετρητοίς παίρνουν, αντίθετα, τις μεταπολεμικές εξηγήσεις ενός άλλου χειριστή του, του διπλωμάτη Γκούσταφ Χίλγκερ, ότι το μόνο που επιθυμούσε πραγματικά ο Βλασόφ ήταν «να απελευθερώσει τον ρωσικό λαό από τον δεσποτισμό και να του προσφέρει την ευλογία ενός δημοκρατικού καθεστώτος» (σ. 15). Στο πλαίσιο αυτό, ακόμη και οι δημόσιοι ύμνοι του στρατηγού προς τη «μεγαλοφυΐα» του φίρερ θεωρούνται απλό τέχνασμα (σ. 17).
Ποια ήταν όμως τα σχέδια του παρεξηγημένου αυτού δημοκράτη; «Ο Βλασόφ», διαβάζουμε, «πίστευε ότι μπορούσε να δημιουργήσει έναν στρατό 2.000.000 χρησιμοποιώντας τους αντισοβιετικούς Ρώσους αιχμαλώτους και πολίτες που βρίσκονταν σε γερμανικά χέρια. Με τη βοήθειά τους πίστευε πως ήταν οπωσδήποτε δυνατό να ελευθερώσει τη Ρωσία από τον μπολσεβικισμό. Αισθανόταν, ωστόσο, ότι θεμελιώδης βάση για μια τέτοια Ρωσική Αναγέννηση θα ήταν μια ευκρινώς καθορισμένη πολιτική, η οποία θα ικανοποιούσε τη ρωσική τιμή» (σ. 16).
Για την αξιοπιστία αυτών των εθνικά υπερήφανων οραματισμών, εξαιρετικά εύγλωττα είναι πάντως όσα η ίδια έκθεση μνημονεύει λίγο παρακάτω, σαν απόδειξη της διπλωματικότητας του στρατηγού: όταν, την επαύριο της αιχμαλωσίας του, ο Χίλγκερ τον πληροφόρησε πως ένα ενιαίο ρωσικό κράτος δεν περιλαμβανόταν στα γερμανικά σχέδια, ο Βλασόφ «απάντησε πως, εκτός από ανεξάρτητο ρωσικό κράτος και αποικία, υπάρχουν διάφορες άλλες νοητές και αποδεκτές λύσεις, όπως ένα καθεστώς κηδεμονίας, ένα προτεκτοράτο ή ένα προστατευόμενο κράτος με προσωρινή ή μόνιμη γερμανική στρατιωτική κατοχή» (σ. 17).
Ταγματασφαλίτης μετ’ εμποδίων
Παρά τον ενθουσιασμό των συνομιλητών του και την αδιαμφισβήτητη προπαγανδιστική αξία της προσχώρησής του στις τάξεις του Αξονα, η αξιοποίηση του Σοβιετικού στρατηγού από τη χιτλερική πολεμική μηχανή κάθε άλλο παρά αυτονόητη υπήρξε. Οι αναλυτές της CIA τη διαχωρίζουν σε δύο διακριτές φάσεις:
● Το «πρώτο πρόγραμμα Βλασόφ» (1942-1943) προωθήθηκε κυρίως από τη Βέρμαχτ και το γερμανικό Υπ.Εξ., παρά την αντίθεση του Ρόζενμπεργκ (αρχικά) και κυρίως του ακραιφνώς φυλετιστή αρχηγού των SS, Χάινριχ Χίμλερ. Στις αρχές του 1943 ο στρατηγός εξέδωσε μια προσωπική διακήρυξη συστράτευσης με τη Βέρμαχτ· ακολούθησε η έκδοση της εφημερίδας «Ζαριά» (Αυγή) κι ενός πολιτικού προγράμματος «13 σημείων» εν ονόματι μιας «Ρωσικής Επιτροπής» που στην πραγματικότητα «υπήρχε μόνο στα χαρτιά» (σ. 19). Στον δικό της απολογισμό, η Ανώτατη Διοίκηση της Βέρμαχτ παραδέχτηκε τον Ιούνιο πως η όλη κίνηση «ξεκίνησε σαν προπαγανδιστικό τρικ», διέγνωσε όμως στο εγχείρημα μιαν αξιοσημείωτη δυναμική (σ. 19). Υστερα από πολύμηνες ενδοϋπηρεσιακές ζυμώσεις, ο Χίτλερ θ’ αποφανθεί πάντως τελικά πως αυτό προσφερόταν για προπαγανδιστική μόνο χρήση κι ότι «καμιά γερμανική αρχή δεν πρόκειται να πάρει στα σοβαρά το δολώματα που περιέχονται στα 13 σημεία του προγράμματος του Βλασόφ» (σ. 21). Ο στρατηγός περιορίστηκε κατ’ οίκον στο Βερολίνο, με προπαγανδιστική «κατάχρηση του ονόματός του» (σ. 21) και των εμβλημάτων του «Ρωσικού Απελευθερωτικού Στρατού» του από άσχετους σχηματισμούς: μέχρι τον Νοέμβριο του 1944 «δεν υπήρχε στρατός του Βλασόφ. Μονάχα το όνομα του Ρωσικού Απελευθερωτικού Στρατού (ΡΟΑ) υπήρχε κι αυτό χρησιμοποιούνταν από τη γερμανική προπαγάνδα για να υποδηλώνει ρωσικές μονάδες που ήταν ενταγμένες στον γερμανικό στρατό» (σ. 22).
Η έκθεση της CIA αποφεύγει βέβαια προσεκτικά να παραθέσει το παραμικρό απόσπασμα από τα προγραμματικά κείμενα του Βλασόφ. Αν το έκανε, θα ήταν υποχρεωμένη να θυμίσει πως ο στρατηγός κατηγορούσε τον Στάλιν ότι «ενέπλεξε τον ρωσικό λαό σ’ έναν πόλεμο που διεξάγεται για τα συμφέροντα των Αγγλοαμερικανών καπιταλιστών», διακήρυττε πως «τα συμφέροντα του ρωσικού λαού συνδυάζονταν πάντα με τα συμφέροντα του γερμανικού» και υμνούσε τα σχέδια «της εθνικοσοσιαλιστικής Γερμανίας του Αδόλφου Χίτλερ για την οργάνωση μιας “Νέας Ευρώπης”, δίχως μπολσεβίκους και καπιταλιστές, όπου κάθε έθνος έχει εγγυημένη μια έντιμη θέση» (Andreyev 1987, σ. 206-15).
● Η Βέρμαχτ είχε προ πολλού εγκαταλείψει τα σοβιετικά εδάφη, όταν τον Νοέμβριο του 1944 μπήκε σε εφαρμογή το «δεύτερο πρόγραμμα Βλασόφ»: σύσταση μιας «Επιτροπής για την Απελευθέρωση των Λαών της Ρωσίας» (КОНР), πανηγυρική δημοσιοποίηση του ιδρυτικού μανιφέστου της στο κάστρο της Πράγας (14/11/1944) κι εξουσιοδότηση από τον φίρερ για συγκρότηση δύο «ρωσικών» μεραρχιών, επανδρωμένων από εμιγκρέδες, αιχμαλώτους κι επιστρατευμένους εργάτες στη γερμανική βιομηχανία. Η έκθεση αποφεύγει οποιαδήποτε διευκρίνιση για τους υποστηρικτές του εγχειρήματος, γνωρίζουμε όμως ότι ο Βλασόφ φωτογραφήθηκε σ’ αυτή τη φάση με τον Χίμλερ (τέλη 1944) και τον Γκέμπελς (28/2/1945).
Για τους αναλυτές της CIA, βασικό ζητούμενο ήταν το ξέπλυμα των κινήτρων του δωσίλογου στρατηγού: «Το ερώτημα παραμένει, τι ώθησε τον Βλασόφ και τους υποστηρικτές του να ενεργοποιηθούν όταν η κατάσταση της Γερμανίας ήταν ήδη απελπιστική. Δεν μπορούσαν βέβαια να συμμερίζονται την παρανοϊκή πεποίθηση του Χίτλερ πως η βοήθεια της Θείας Πρόνοιας ήταν καθ’ οδόν. Ηξεραν τι τους περίμενε από μια νικήτρια Σοβιετική Ρωσία. Παρ' όλα αυτά, μπορεί κανείς να υποθέσει ότι το ύστατο Πρόγραμμα Βλασόφ δεν ήταν μόνο μια χειρονομία απελπισίας. Πολλές πηγές υποδεικνύουν πως ήλπιζε να διασυνδεθεί με τους Δυτικούς Συμμάχους και να κερδίσει την υποστήριξή τους» (σ. 23).
Προς επίρρωση αυτής της εκτίμησης επιστρατεύεται η μεταπήδηση της μεραρχίας του Βλασόφ από τους Γερμανούς στην τσεχική αντίσταση κατά τις μάχες της Πράγας (Μάιος 1945), αλλά και η συνακόλουθη φυγή του ίδιου και των επιτελών του στη Βαυαρία, όπου αιχμαλωτίστηκαν από τους Αμερικανούς. Δυστυχώς γι’ αυτούς, οι τελευταίοι δεν πείστηκαν για τις φιλοσυμμαχικές τους προθέσεις και τους παρέδωσαν στους Σοβιετικούς. Ο Βλασόφ και οι στενότεροι συνεργάτες του δικάστηκαν έτσι για εσχάτη προδοσία κι εγκλήματα πολέμου, καταδικάστηκαν σε θάνατο και απαγχονίστηκαν (1/8/1946).
Η έκθεση προσπαθεί να τα μπαλώσει με τον ισχυρισμό ότι «δεν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία πως ο Βλασόφ ενήργησε σαν πράκτορας των Γερμανών, αλλά απεναντίας μόνο σε συμφωνία με την αντίληψή του γι’ αυτό που ήταν απαραίτητο σε κάθε αγώνα εναντίον του καθεστώτος του Στάλιν και υπέρ των συμφερόντων της Ρωσίας, όπως αυτός τα αντιλαμβανόταν». Η ουσία αυτής της αποτίμησης βρισκόταν, όμως, ομολογημένα αλλού: «Εχει μεγάλη σημασία το γεγονός ότι, μετά από ένα τέταρτο του αιώνα σοβιετικής διακυβέρνησης, φαινόμενα όπως ο Βλασόφ και το κίνημά του κατέστησαν δυνατά, και ότι θα μπορούσαν ν’ αποκτήσουν σημαντικές διαστάσεις αν δεν εμποδίζονταν σ’ αυτό από τη γερμανική πολιτική» (σ. 24).
Αντί επιλόγου
Τα χρόνια πέρασαν. Τα σχέδια στρατιωτικής ανακατάληψης του σοβιετικού μπλοκ έμειναν στα χαρτιά, με μόνη εξαίρεση τη βραχύβια αιματηρή στρατιωτική κατοχή της Βόρειας Κορέας το 1950. Ο «υπαρκτός σοσιαλισμός» κατέρρευσε τελικά αναίμακτα εκ των ένδον το 1989-1991 και μια μεγάλη μερίδα διευθυντικών στελεχών του μετασχηματίστηκε αυθημερόν σε αδηφάγους καπιταλιστές· εξέλιξη που παρατηρείται και στις λιγοστές εκείνες ασιατικές χώρες, όπως η Κίνα ή το πολύπαθο Βιετνάμ, που διατήρησαν το μονοκομματικό πολιτικό περίβλημα ενός «κομμουνιστικού» (τυπικά) καθεστώτος.
Στη σημερινή Ρωσία, η μνήμη του Βλασόφ παραμένει ταμπού, όπως δείχνουν οι αντιδράσεις που πυροδότησε το 2016 η υποστήριξη μιας σχετικά ευμενούς διδακτορικής διατριβής. Η ρωσική βιβλιογραφία των τελευταίων δεκαετιών περιλαμβάνει πάντως κάμποσες υμνητικές βιογραφίες του, με κοινό χαρακτηριστικό έναν πρωτόγονο αντικομμουνιστικό «εθνικισμό».
Οπως διαπιστώνουμε δε από το περιεχόμενο των όποιων αντιδράσεων, οι φορείς τους ενοχλούνται συνήθως λιγότερο από το ξέπλυμα ενός συνεργάτη των ναζί και πολύ περισσότερο από την προσβολή της συντεχνιακής τιμής του σώματος των επαγγελματιών στρατιωτικών, επιφανής εκπρόσωπος του οποίου υπήρξε ο αρχιτέκτονας του δωσίλογου «Απελευθερωτικού Στρατού»...
Διαβάστε
◆ «Russian Anti-Communist Forces in the German War» (February 2, 1949). Το πρωτότυπο πλήρες κείμενο της έκθεσης της CIA που παρουσιάζουμε εδώ, αποχαρακτηρισμένο από τις 21/9/1999 και προσπελάσιμο στον επίσημο ιστότοπο της υπηρεσίας (shorturl.at/gVX23).
◆ Ο Ιός, «Το αμερικάνικο λίφτινγκ των Ναζί. Ντοκουμέντα για την Οργάνωση Γκέλεν» (Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 27/2/2005, shorturl.at/vBC39). Ιστορικό της ενσωμάτωσης της χιτλερικής στρατιωτικής κατασκοπίας του Ανατολικού Μετώπου ως αυτοτελούς υπηρεσίας της CIA, με βάση αποχαρακτηρισμένο αρχειακό υλικό της τελευταίας.
◆ Oleg Beyda & Igor Petrov, «The Soviet Union», σε David Stahel (ed.), Joining Hitler’s Crusade. European nations and the Invasion of the Soviet Union, 1941 (Κέμπριτζ 2018, εκδ. Cambridge University Press), σελ.369-425. Διεισδυτική ανατομία του δωσιλογισμού Σοβιετικών πολιτών κατά τον πρώτο χρόνο της χιτλερικής εισβολής.
◆ Catherine Andreyev, Vlassov and the Russian Liberation Movement. Soviet reality and emigré theories (Κέμπριτζ 1987, εκδ. Cambridge University Press). Στρατευμένη αντικομμουνιστική μονογραφία από μια Βρετανίδα ιστορικό ρωσικής καταγωγής, ο πατέρας της οποίας -αντισοβιετικός εμιγκρές- διηύθυνε το Ινστιτούτο Κοντακόφ της Πράγας στα χρόνια της ναζιστικής κατοχής. Ιδιαίτερα ενδιαφέροντα τα πολιτικά ντοκουμέντα του «κινήματος» Βλασόφ, που παρατίθενται ως παράρτημα.