Η Επίδαυρος ανοίγεται σε νεότερους καλλιτέχνες και σκηνικά ρεύματα

Με τόλμη και ριζοσπαστική διάθεση, ο Δημήτρης Καραντζάς, το 2014, σε ηλικία 26 ετών (ο νεότερος μέχρι σήμερα σκηνοθέτης της Επιδαύρου), ανέβασε την «Ελένη» του Ευριπίδη, κρατώντας μια στάση ειρωνική και κριτική στο έργο, ενώ ο Εκτορας Λυγίζος, γνωστός και από τις κινηματογραφικές και καλλιτεχνικές του επιδόσεις, έδωσε στον «Προμηθέα Δεσμώτη» ανδρική και γυναικεία φωνή. Το 2012, στο Φεστιβάλ Αθηνών, η Λένα Κιτσοπούλου αποδόμησε ένα μυθικό πρόσωπο για τη νεότερη ελληνική ιστορία με το έργο της «Αθανάσιος Διάκος - Η Επιστροφή»

Το ελληνικό θέατρο στον 21ο αιώνα - Ε΄ ΜΕΡΟΣ

Το ζήτημα της ταυτότητας απασχόλησε το ελληνικό θέατρο ως μέρος της γενικότερης διαδικασίας πολιτισμικής «αφήγησης» του ελληνικού έθνους. Το ελληνικό θέατρο ανέλαβε τον διπλό ρόλο ενός συνεκτικού κρίκου της νεότερης Ελλάδας με την ιστορία της, αφενός καλλιεργώντας την κληρονομιά του αρχαίου δράματος, την αναβίωση των κειμένων του και την ενσωμάτωσή τους στον κορμό του Φεστιβάλ Επιδαύρου, και αφετέρου διερευνώντας τη παράδοση του λαϊκού πολιτισμού και τις αναφορές του τόσο στη δυτική όσο και στην ανατολική –ανεπίσημη και ώς ένα βαθμό αντισυστημική– καταγωγή του. Οπως είπαμε, το ενδιαφέρον επικεντρώθηκε στην έρευνα και καλλιέργεια των στοιχείων που δίνουν στο ελληνικό θέατρο την ποιητική του ιδιαιτερότητα, με άξονα το ζήτημα της «ιθαγένειας». Ενα μεγάλο μέρος της παραγωγής του ελληνικού θεάτρου ήταν κατά βάση αυτοαναφορική: στρεφόταν σε γνωρίσματα του νεοέλληνα και της σύγχρονης ζωής του∙ πρόβαλε μια δραματουργία που ικανοποιούσε το ιδεολόγημα της ιδιαιτερότητας και συνέτασσε έναν κώδικα θεάτρου στραμμένο στους τύπους της ρεαλιστικής αναπαράστασης.

Ωστόσο, με το πέρασμα στον νέο αιώνα, και με ιδιαίτερη έμφαση μετά το 2010, η εικόνα αρχίζει να αλλάζει. Η είσοδος και μετοίκιση στον ελληνικό χώρο ενός μεγάλου αριθμού μεταναστών, κυρίως από τις χώρες του Υπαρκτού Σοσιαλισμού, τη δεκαετία του 1990 είχε ήδη αλλάξει την κοινωνική διαστρωμάτωση και ώς ένα βαθμό είχε απασχολήσει και το ελληνικό θέατρο – αν και όχι στον βαθμό που θα περίμενε κάποιος.

«Προμηθέας Δεσμώτης» σε σκηνοθεσία Εκτορα Λυγίζου

Πολύ περισσότερο έντονη ήταν η μετατόπιση του ελληνικού θεάτρου σε θέματα που σχετίζονταν με το αρχαίο ελληνικό θέατρο, μετά το 2001. Ιδιαίτερα μετά την ανάρρηση του Γιώργου Λούκου στη θέση του διευθυντή του Φεστιβάλ, η Επίδαυρος –βασικός τόπος αναβίωσης του αρχαίου δράματος αλλά και λίκνο ιστορικής συνάντησης του νεότερου ελληνισμού με την παράδοσή του– δίνεται με μεγάλη συχνότητα σε ξένους θιάσους αλλά και σε έργα που δεν ανήκουν στο ρεπερτόριο του αρχαίου δράματος. Στο θέατρό της δοκιμάζονται νεότεροι καλλιτέχνες και η αισθητική της Επιδαύρου ανοίγεται σε νεότερα σκηνικά ρεύματα.

Ισως η μέχρι σήμερα κορύφωση αυτής της πορείας υπήρξε το πρόγραμμα της Επιδαύρου στα 2014, όταν δύο νέοι καλλιτέχνες επιλέχτηκαν για να ανεβάσουν στη σειρά δύο δικές τους αποδόσεις του αρχαίου δράματος: πρώτα ο Δημήτρης Καραντζάς –σε ηλικία 26 χρόνων, ο νεότερος μέχρι σήμερα σκηνοθέτης της Επιδαύρου– ανέβασε την «Ελένη» του Ευριπίδη ακολουθώντας μια στάση ειρωνική και κριτική απέναντι στο έργο, αλλάζοντας την όψη, με τη μορφή ενός διαρκούς Χορού που ανεβάζει την παράσταση σε παρόντα χρόνο, μεταβάλλοντας το θυμικό του έργου σε μια νεανική πρόταση (η παράσταση είχε αρχικά στηθεί για την εφηβική σκηνή του Εθνικού) γεμάτη κέφι και ανεπιτήδευτη απλότητα. Η υποδοχή κριτικής και κοινού ήταν σχετικά θετική – το ίδιο το έργο εξάλλου κρατά μια περιφερειακή θέση στο ρεπερτόριο του αρχαίου δράματος.

Πολύ περισσότερο έντονη και οργανωμένη ήταν η αντίδραση στην παράσταση που ακολούθησε και αφορούσε ένα βαρυσήμαντο έργο για την ελληνική σκηνική παράδοση, τον «Προμηθέα Δεσμώτη», σε διδασκαλία ενός ακόμη νέου σκηνοθέτη, του Εκτορα Λυγίζου, γνωστού και από τις κινηματογραφικές του καλλιτεχνικές επιδόσεις. Εδώ, η τόλμη του σκηνοθέτη και η ριζοσπαστική του διάθεση ήταν φανερά από την αρχή: άλλαξε το ύφος του έργου ώστε να κινηθεί στα όρια της τραγωδίας (με αρκετές ειρωνικές πινελιές), επέβαλε τον διαρκώς παρόντα Χορό, ο οποίος μεταλλάσσεται κάθε φορά και αποκτά διάφορους ρόλους. Και το κυριότερο –αυτό που προκάλεσε το μεγαλύτερο ρίγος στους πιο συντηρητικούς θιασώτες του Φεστιβάλ–, διαίρεσε το πρόσωπο του Προμηθέα στα δύο, σε δύο ηθοποιούς, και σε ανδρική και γυναικεία φωνή.

Ο ίδιος ο σκηνοθέτης κράτησε ως ηθοποιός το αντρικό μέρος του ρόλου, ενώ η Στεφανία Γουλιώτη –μια από τις ανερχόμενες δυνάμεις του ελληνικού θεάτρου– απέδωσε το αντίστοιχο γυναικείο. Γενικά, η παράσταση ακολουθούσε μια γραμμή αισθητικής που θα μπορούσε να θεωρηθεί «μεταμοντέρνα». Κυρίως «πρόσβαλε» τον σοβαρό πυρήνα του έργου, μεταθέτοντας ένα τμήμα της παράστασης στην περισσότερο ελαφριά κι ανεπιτήδευτη, νεανική και επιπόλαια, διεργασία των ηθοποιών, στην δικιά τους προσέγγιση του έργου και της βαρύτητάς του, στη φορμαλιστική απόδοση των μορφών.

«Αθανάσιος Διάκος – Η Επιστροφή» της Λένας Κιτσοπούλου

Η αναβίωση του αρχαίου δράματος όπως είναι επόμενο έγινε ο πλέον κρίσιμος τομέας συζήτησης της νεοελληνικής ταυτότητας του θεάτρου, δεν ήταν όμως ο μόνος. Παράλληλα εμφανίστηκαν παραστάσεις που είτε έθεταν εν αμφιβόλω την αφήγηση της ελληνικής ιστορίας, είτε επαναδιατύπωναν θέσεις που μέχρι πρότινος θεωρούνταν αναμφισβήτητες για την ελληνική ταυτότητα. Ίσως ανάμεσά τους η περισσότερο προκλητική αφορούσε την ειρωνική, κυνική και αποδομιστική παρουσίαση ενός μυθικού προσώπου για την νεότερη ελληνική ιστορία, του Αθανάσιου Διάκου, από τη νέα καλλιτέχνιδα και λογοτέχνιδα, τη Λένα Κιτσοπούλου, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών.

Το έργο της «Αθανάσιος Διάκος - Η Επιστροφή» (2012) ήταν μια διακωμώδηση στα όρια της παρωδίας των στερεότυπων για τον ελληνικό ήρωα, τον αμφιλεγόμενο ανδρισμό, την ενδοοικογενειακή βία (που αναπαράγεται και δικαιολογείται μέσα από τέτοια στερεότυπα), για τα ρατσιστικά, υπόγεια ή φανερά, πρότυπα που συμμετέχουν στη διαμόρφωση του εθνισμού. Η υπόθεση του έργου θέλει τον σπουδαίο ήρωα, και μάρτυρα της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, να επιστρέφει με μια μηχανή του χρόνου, προκειμένου να ανοίξει στην Ελλάδα του 21ου αιώνα ψησταριά, να δέρνει τη γυναίκα του και να αντιμετωπίζει τη δική της μοιχεία με τον Πακιστανό βοηθό του.

Σε κάθε περίπτωση υπήρξε μια απομυθοποιητική απόδοση, ακραιφνώς σατιρική, γεμάτη προκλήσεις για το συντηρητικό ακροατήριο. Και αληθινά ως τόλμημα πέτυχε τον στόχο της: προκάλεσε μεγάλες αντιδράσεις από ακροδεξιούς αποδέκτες του μηνύματος, ενώ και η ίδια η Κιτσοπούλου έγινε αποδέκτρια υβριστικών και απειλητικών επιστολών. Πέτυχε, ωστόσο, να δοκιμάσει τις αντοχές του πρωτοποριακού ακροατηρίου του Φεστιβάλ και να δώσει μια νέα διάσταση στο ζήτημα της ταυτότητας της ελληνικής σκηνής.

Το ζήτημα όμως της ταυτότητας στο ελληνικό θέατρο οφείλει να μας απασχολήσει και στο επόμενο άρθρο μας.


Πηγή

Σχόλια

To ergasianews.gr θεωρεί δικαίωμα του κάθε αναγνώστη να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του. Ωστόσο, τονίζουμε ρητά ότι δεν υιοθετούμε τις απόψεις αυτές καθώς εκφράζουν τον εκάστοτε χρήστη και μόνο αυτόν. Παρακαλούμε πολύ να είστε ευπρεπείς στις εκφράσεις σας. Τα σχόλια με ύβρεις θα διαγράφονται, ενώ οι χρήστες που προκαλούν ή υβρίζουν θα αποκλείονται.

Δείτε επίσης

Από ΑΠΕ το 30% της ενέργειας που παρήχθη παγκοσμίως το 2023

Το ποσοστό της «καθαρής» ενέργειας θα ήταν ακόμη υψηλότερο, αν η υδροηλεκτρική παραγωγή δεν είχε …