Ρατσισμός: πόσο διεθνής και πόσο ελληνικός;

Η δολοφονία μπροστά στις κάμερες του George Floyd στην Αμερική και το κίνημα BlackLivesMatter επανέφεραν στο προσκήνιο ένα ουδέποτε ξεχασμένο θέμα. Μολονότι η κατάργηση της δουλείας σε ολόκληρη τη Βρετανική Αυτοκρατορία με επίσημη πράξη το 1833, η τροπολογία του αμερικανικού Συντάγματος το 1865, που εξαλείφει επίσημα το φαινόμενο στις Ηνωμένες Πολιτείες, και η οικουμενική διακήρυξη για τα ανθρώπινα δικαιώματα του ΟΗΕ, που ψηφίζεται το 1948, θεωρητικά επιφέρουν την ισότητα μεταξύ των ανθρώπων, ακόμα και σήμερα ποικίλες διακρίσεις κυριαρχούν σε ολόκληρο τον κόσμο.

Στην Ελλάδα δεν έχουμε παράδοση στον φυλετικό ρατσισμό, ειδικά εναντίον των μαύρων, αλλά τα στερεότυπα εναντίον των Εβραίων και η εξόντωσή τους σε διάφορες πόλεις της χώρας στη διάρκεια της Κατοχής θυμίζουν ότι ο Αλλος μπορεί εύκολα να γίνει στόχος και να διωχθεί, όταν οι κοινωνικές συνθήκες το επιτρέψουν.

Και φυσικά, τα τελευταία τριάντα χρόνια, η έλευση κατ' αρχάς των Αλβανών στην ελληνική επικράτεια και κατόπιν πολλών άλλων αλλοδαπών πυροδότησε ρατσιστικές συμπεριφορές που διεπλάκησαν με εθνικιστικές ιδεολογίες. Κι επιπλέον, ο κοινωνικός ρατσισμός προς ΑμεΑ, ομοφυλόφιλους, Τσιγγάνους, άστεγους κ.λπ. ήταν και είναι πάντα παρών.

Η πεζογραφία σε παγκόσμιο επίπεδο έχει μακρά παράδοση στα αντιρατσιστικά μηνύματα. Από την «Καλύβα του μπαρμπα-Θωμά» (1854, Πατάκης 2013) της Χάριετ Μπίτσερ Στόου έως τον βραβευμένο με Booker «Πουλημένο» (2015, Καστανιώτης 2016) του Πολ Μπέιτι κι από το κλασικό «Οταν σκοτώνουν τα κοτσύφια» (1960, Bell 2018) της Harper Lee μέχρι τα μυθιστορήματα των Ντόρις Λέσινγκ, J. M. Coetzee, Τόνι Μόρισον κ.ά., ο κοινωνικός αποκλεισμός εις βάρος των μαύρων σε Αμερική και Νότια Αφρική καταγγέλλεται και καταδεικνύεται διά της λογοτεχνίας η ρατσιστική συμπεριφορά ανθρώπων και λαών.

Το ίδιο συμβαίνει και με τους Εβραίους, από τον Πρίμο Λέβι («Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος», 1947, Αγρα 2009) ώς τον Φίλιπ Ροθ («Η συνωμοσία εναντίον της Αμερικής», 2004, Πόλις 2007), και με τους ομοφυλόφιλους στο «Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ» (2014, Αντίποδες 2018) του Édouard Louis. Η παγκόσμια παραγωγή βρίθει τέτοιων κειμένων, που συνεχώς θυμίζουν ότι το θέμα δεν έχει ποτέ κλείσει.

ΜΙΣΕΛ ΦΑΙΣ

Στην Ελλάδα, ρατσισμό εις βάρος των μαύρων δεν είχαμε σε μεγάλη έκταση (πιθανόν επειδή δεν είχαμε παλιότερα μαύρους) πέρα από τα στερεότυπα και τα γλωσσικά κατάλοιπα. Γι’ αυτό δεν εμφανίζονται τόσο πολλά λογοτεχνικά κείμενα, εκτός κι αν θυμηθούμε τον «Μαύρο Μακεδόνα» (Τόπος 2010) του Θανάση Σκρουμπέλου που δημιουργεί μια λογοτεχνική υβριδική ταυτότητα για να δείξει ότι δεν υπάρχουν ασύμπτωτα.

Από εκεί και πέρα, καταγγελίες γι’ αυτόν τον ρατσισμό έχουμε έντονα στην παιδική και εφηβική λογοτεχνία, όπως στην «Τελευταία μαύρη γάτα» (Ελληνικά Γράμματα 2001) του Ευγένιου Τριβιζά, ενώ στην πεζογραφία για ενήλικες παρουσιάζονται λ.χ. στο μυθιστόρημα της Σώτης Τριανταφύλλου «Λίγο από το αίμα σου» (Πατάκης 2008), που αναφέρεται ωστόσο στην Αφρική.

Με τους Εβραίους τα πράγματα είναι διαφορετικά, επειδή βιώσαμε ως κοινωνία τον εκτοπισμό τους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης από διάφορες πόλεις της χώρας, για τον οποίο βέβαια έβαλαν και Ελληνες το χεράκι τους. Δεν θα επεκταθώ στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, αλλά θα μείνω στην πιο πρόσφατη παραγωγή: «Η συκοφαντία του αίματος» (Νεφέλη 1997) του Βασίλη Μπούτου έκανε αίσθηση, επειδή έφερε στο προσκήνιο τους διωγμούς των Εβραίων της Κέρκυρας, κι ακολούθησαν «Η Εβραία νύφη» (Κέδρος 2009) του Νίκου Γ. Δαββέτα για την εκμετάλλευση των εβραϊκών περιουσιών της Θεσσαλονίκης, όπως και «Ο θείος Αβραάμ μένει πάντα εδώ» (Πατάκης 2016) της Ελενας Χουζούρη, που εστιάζει στους Εβραίους της ίδιας πόλης, οι «Φωτιές του Ιούδα, στάχτες του Οιδίποδα» (Καστανιώτης 2009) της Ρέας Γαλανάκη, με όλες τις εβραιοφοβικές και έμφυλες προκαταλήψεις μας, οι «Σκηνές από τον βίο του Ματίας Αλμοσίνο» (Πατάκης 2014) του Ισίδωρου Ζουργού, για έναν Εβραίο του 17ου αιώνα που αναγκάζεται να υποκριθεί τον χριστιανό, και τέλος το «Μπερλίν» (Πόλις 2017) της Αντζης Σαλταμπάση, η οποία επισκέπτεται τα ίδια τα στρατόπεδα στην Κεντρική Ευρώπη για να αναδείξει τη φρίκη που δεν πρέπει ποτέ να κοπάσει. Εκτός από το διεθνές κύμα συμπαράστασης, που έφτασε κι εδώ, δεν πρέπει να αγνοείται το ότι οι Εβραίοι ήταν κομμάτι της κοινωνίας μας και γι’ αυτό οι διώξεις εναντίον τους πλήγωσαν την ελληνική αιδώ, ακόμα χειρότερα αν συμμετείχαν και ντόπιοι δωσίλογοι.

Ως προς τις κοινωνικές μειονότητες που παραδοσιακά περιθωριοποιούνται, έχουμε μικρές και μεγάλες σκηνές σε πάμπολλα έργα. Ας κρατήσουμε ενδεικτικά τη «Φυλετική αφύπνιση» (χ.ε. 1966) του Μάριου Χάκκα για τους Ρομά. Κυρίως βέβαια πιο πρόσφατοι πεζογράφοι, που αναδεικνύουν τον κοινωνικό αποκλεισμό ως φαινόμενο, όπως ο Βασίλης Δανέλλης στη «Μαύρη μπίρα» (Καστανιώτης 2011) κι ο Νίκος Χρυσός στην «Καινούργια μέρα» (Καστανιώτης 2018), σκύβουν πάνω από τους ανθρώπους του δρόμου -άστεγους, κλοσάρ κ.λπ.- για να δείξουν την περιθωριοποίηση του τέταρτου κόσμου.

Ιδιαίτερη μνεία θέλω να κάνω στην «Αγρια Ακρόπολη» (Καστανιώτης 2013) του Νίκου Μάντη, ο οποίος σε ένα μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας φτιάχνει μια δυστοπική αλληγορία, όπου με βάση τον γενετικό καπιταλισμό οι άνθρωποι χωρίζονται σε «τάξεις», σε υπανθρώπους δηλαδή και σε ανθρώπους με κριτήριο τα γενετικά χαρακτηριστικά τους, δηλαδή ρατσιστικά.

Ο ρατσισμός στην Ελλάδα εκδηλώθηκε πολύ πιο έντονα και σεσημασμένα απέναντι στους ξένους, κατ' αρχάς τους Αλβανούς τη δεκαετία του ’90 κι έπειτα τους πολυάριθμους μετανάστες και πρόσφυγες μέχρι σήμερα.

Ετσι, ο φόβος, ο δισταγμός, η επιφύλαξη γίνονται ενίοτε αίσθηση κινδύνου, έχθρα, ιδεολογία και βία, γίνονται μισάνθρωπη διάθεση. Συχνά μάλιστα συνδέεται με εθνικιστικά κίνητρα, με ακροδεξιές πολιτικές, με επιθετικές πράξεις. Τα τελευταία χρόνια συγγραφείς, όπως ο Σέργιος Γκάκας («Στάχτες», Καστανιώτης 2008), ο Κυριάκος Μαργαρίτης («Οταν θα βγαίνουν τα λιοντάρια, φίλησέ με», Ψυχογιός 2013), η Ρέα Γαλανάκη («Ακρα ταπείνωση», Καστανιώτης 2015), ο Κοσμάς Χαρπαντίδης («Το άκυρο αύριο», Πόλις 2017) ή ο Νίκος Ξένιος («Τα σπλάχνα», Κριτική 2019), συνδύασαν την ιδεολογία του εθνικισμού με τις χρυσαυγίτικες πρακτικές κι ενέργειες εναντίον των αλλοδαπών.

Η καθαρή φυλή και η σκληροπυρηνική οργάνωση, η βία ως τρόπος έκφρασης των απόψεων, το μίσος εναντίον των ξένων που «μολύνουν» το ελληνικό έθνος εισχώρησαν στα μυθιστορήματά τους, για να καταδειχθεί η σκοτεινή πλευρά της ελληνικότητας, όταν γίνεται ξενοφοβία και δολοφονικό ένστικτο.

Περισσότερο κοινωνικά και λιγότερο πολιτικά είναι τα μυθιστορήματα που βλέπουν την υποδοχή των ξένων στην Ελλάδα, τις δυσκολίες εγκλιματισμού τους, την καχυποψία ή τη φιλοξενία των ντόπιων, τη βία ή την επιθετικότητα, την εκμετάλλευση των αλλοδαπών από εγχώρια κυκλώματα κ.λπ.

Ηδη στη δεκαετία του ’90 η αστυνομική λογοτεχνία, όπως λ.χ. το «Νυχτερινό δελτίο» (Γαβριηλίδης 1995) του Πέτρου Μάρκαρη, καταπιάνεται με σπείρες εμπορίας οργάνων που εκμεταλλεύονται άπορους ξένους. Στον 21ο αιώνα τα κείμενα αυτά πολλαπλασιάζονται: ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης στο «Καλά μόνο να βρεις» (Κέδρος 2006) ιχνηλατεί την πορεία των Κούρδων, που φέρονται και άγονται από επιτήδειους διακινητές λαθρομεταναστών, και τη διακίνηση λευκής σαρκός από τη Ρωσία, όπως και ο Θανάσης Σκρουμπέλος, που στην «Ιστορία της Βέλβετ Παλμ» (Τόπος 2012) κάνει το ίδιο με μια Αφρικανή.

Ο Τηλέμαχος Κώτσιας γράφει με χιούμορ και σάτιρα το «Ταξίδι σε λάθος χώρα» (Πατάκης 2015), όπου η αδαής Ελληνική Αστυνομία συλλαμβάνει έναν Σουηδό επειδή τον θεώρησε Αλβανό και του φέρεται ανάλογα, ενώ ο Γιάννης Μακριδάκης στο «Ολα για καλό» (Εστία 2017) κάνει έναν παραλληλισμό ανάμεσα στους λεπρούς της Χίου και τους σύγχρονους μετανάστες που κατακλύζουν το νησί, ως προς την αντίδραση των άλλων απέναντί τους. Κράτησα για το τέλος το πλέον χαρακτηριστικό λογοτέχνημα για τον ρατσισμό, τη νουβέλα του Γιάννη Τσίρμπα «Η Βικτώρια δεν υπάρχει» (Νεφέλη 2013), στην οποία ο λαϊκός, ξενοφοβικός κάτοικος της πλατείας Βικτωρίας ενοχλείται με τους ξένους που μένουν εκεί και σχεδιάζει να τους δηλητηριάσει.

Μπορεί τελικά η λογοτεχνία μόνη να σηκώσει το ανθρωπιστικό πρόσωπο της κοινωνίας; Μπορεί, αν οι άλλοι λόγοι εκπέμπουν ρατσιστικά μηνύματα;

Οι παραπάνω επικράτειες του ρατσισμού δεν είναι οι μόνες. Υπάρχουν ο σεξισμός, ο αποκλεισμός των ΑμεΑ, η ενδοσχολική βία που άπτεται τέτοιων θεμάτων, η κοινωνική ανισότητα κ.λπ. Η λογοτεχνία έρχεται άλλοτε ως δημόσιος λόγος να αποκαλύψει τέτοιες πτυχές και να εστιάσει στις σκοτεινές γωνιές της κοινωνίας κι άλλοτε σαν συναγερμός να αφυπνίσει και να συνταράξει το κοινό.

Η πεζογραφία με όλες αυτές τις προσεγγίσεις δίνει έμφαση στις αποκλεισμένες ομάδες και αναλύει την κουλτούρα τους, μια υποκουλτούρα με την κοινωνιολογική σημασία του όρου, ενώ δεν παύει να αναδεικνύει την ευάλωτη φύση τέτοιων μειονοτήτων που κοινωνικά ή πολιτικά τίθενται στο περιθώριο. Οι Εβραίοι ειδικότερα παρουσιάζονται ως τα τέλεια θύματα, που διώκονται όχι πάντα από ιδεολογικά αίτια, καθώς το συλλογικό και το ιστορικό εμπλέκονται με το ατομικό. Ο ρατσισμός δεν είναι συνήθως πούρα ιδεολογία.

Ετσι, οι ενοχές της κοινωνίας διοχετεύονται στα μυθιστορήματα σαν πράξη εξιλέωσης και μαζί συμβολική κίνηση ιστορικής δικαίωσης για τα θύματα. Ο αναγνώστης μυείται νοητικά και συγκινησιακά στον ακήρυκτο πόλεμο που αλέθει συνειδήσεις και συμφέροντα, αντιλαμβάνεται ότι πολλά γίνονται κάτω από την επιφάνεια της ομαλότητας, λίγα εκ των οποίων εκρήγνυνται με θύματα όσους δεν έχουν κοινωνικά ενσωματωθεί, βλέπε αφομοιωθεί.


Πηγή

Σχόλια

To ergasianews.gr θεωρεί δικαίωμα του κάθε αναγνώστη να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του. Ωστόσο, τονίζουμε ρητά ότι δεν υιοθετούμε τις απόψεις αυτές καθώς εκφράζουν τον εκάστοτε χρήστη και μόνο αυτόν. Παρακαλούμε πολύ να είστε ευπρεπείς στις εκφράσεις σας. Τα σχόλια με ύβρεις θα διαγράφονται, ενώ οι χρήστες που προκαλούν ή υβρίζουν θα αποκλείονται.

Δείτε επίσης

Νίκος Ανδρουλάκης: Οικογενειακές γιορτές και συναντήσεις για τον Αρχηγό της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης

«Όσο δυναμώνει το ΠΑΣΟΚ τόσο θα δυναμώνει η φωνή του λαού απέναντι σε μια κυβέρνηση …