Κάθε καλοκαίρι, οι εξαντλημένοι εργαζόμενοι ασκούν το δικαίωμά τους να αφήσουν το σπίτι τους στην πόλη για να μετακομίσουν για λίγο σε κάποιο πολύ οικείο ή εξωτικό παραθεριστικό θέρετρο. Αραγε, πώς θα επηρεάσει τις φετινές διακοπές των παραθεριστών η απειλή του κορονοϊού και το άγχος της πανδημίας; ● Διανύουμε μια πολύ ανώμαλη περίοδο, όπου κυριαρχεί η καθολική επιταγή τήρησης της «κοινωνικής απομάκρυνσης» για την αποφυγή της μόλυνσης από τον κορονοϊό. Θα ήταν επομένως μάλλον απογοητευτικό να περιμένουμε από τις φετινές διακοπές μας εμπειρίες ανάλογες με αυτές που έχουμε ζήσει τα προηγούμενα καλοκαίρια.
Από τις αρχές του χρόνου η νέα πανδημία επέφερε ριζικές αλλαγές στη ζωή και τη συμπεριφορά των περισσότερων ανθρώπων. Η πανταχού παρούσα και αμείωτη απειλή του Sars CoV-2 σε συνδυασμό με την τρομοκρατική βιοπολιτική διαχείρισή της έχουν κυριολεκτικά αλλάξει τόσο το παρόν όσο και το μέλλον των ήδη προβληματικών εργασιακών, οικονομικών, κοινωνικών και διαπροσωπικών σχέσεών μας, υποβαθμίζοντας δραματικά και επ’ αόριστον την ποιότητα της ζωής μας.
Καταστροφικές κοινωνικές και ατομικές εξελίξεις που αναπόφευκτα επηρεάζουν τις τόσο απαραίτητες για την ψυχοσωματική μας ισορροπία ψυχαγωγικές και αναζωογονητικές δραστηριότητες των καλοκαιρινών διακοπών. Από τον Ιούνιο, σχεδόν καθημερινά, εξαγγέλλονται νέα περιοριστικά μέτρα και οδηγίες προστασίας για ασφαλείς καλοκαιρινές διακοπές. Το να ακολουθούμε, όμως, τους ανελαστικούς κανόνες προστασίας και να τηρούμε τις αποστάσεις δεν είναι καθόλου εύκολο στην παραλία. Πώς μπορούμε να χαλαρώσουμε στις διακοπές, αν πρέπει διαρκώς να ελέγχουμε τις δικές μας «ανθυγιεινές» ορέξεις και τις «απαγορευμένες» συμπεριφορές των άλλων;
Για την ανάγκη απόδρασης από την αγχογόνο πανδημία
Συνήθως, η αναχώρηση για διακοπές και η απομάκρυνση από την αφόρητη καθημερινότητα των μεγαλουπόλεων γεννά στους περισσότερους ανθρώπους μόνο συναισθήματα ενθουσιασμού και χαράς, ενώ η επιστροφή από τις διακοπές συνοδεύεται από βαθιά θλίψη και νοσταλγία για τις χαμένες εαρινές απολαύσεις των διακοπών.
Στο παράξενο φετινό καλοκαίρι της συμβίωσής μας με τον κορονοϊό, εντούτοις, η κατάσταση έχει αντιστραφεί και η προοπτική της αναχώρησης για διακοπές συνοδεύεται από αντιφατικά και αλληλοαποκλειόμενα αισθήματα, αφενός χαράς και ενθουσιασμού και αφετέρου ανασφάλειας, ψυχολογικής αγωνίας ή και πανικού, δηλαδή από τα τυπικά συμπτώματα του άγχους.
Ο συνδυασμός μάλιστα του φόβου μόλυνσης από το νέο κορονοϊό με τις ήδη ορατές οικονομικές και εργασιακές ανασφάλειες λόγω πανδημίας επιτείνει και καθιστά δυσβάσταχτα τα αισθήματα άγχους των παραθεριστών πριν από την αναχώρησή τους για διακοπές.
Ετσι, τόσο η αναχώρηση όσο και η επιστροφή από τις φετινές διακοπές αναμένεται να προκαλέσουν μια μαζική καταβύθιση στην ιδιαίτερα απειλητική για την υγεία μας θάλασσα του στρες του κορονοϊού και της ανασφάλειας. Συνεπώς, η κατανόηση των υποκειμενικών μηχανισμών και του βιοψυχολογικού υπόβαθρου αυτών των δυσάρεστων και βλαπτικών αισθημάτων θα μπορούσε να συμβάλει ίσως όχι στη «λύση» τους, αλλά στην καλύτερη, δηλαδή περισσότερο συνειδητή, αντιμετώπισή τους.
Μολονότι το άγχος και ο φόβος είναι οι μόνιμοι και δυσεξάλειπτοι σύντροφοι του ανθρώπινου είδους, μόνο σχετικά πρόσφατα –μόλις πριν από μερικές δεκαετίες!– η επιστήμη άρχισε να αποκαλύπτει και σταδιακά να κατανοεί τους εμπλεκόμενους ψυχολογικούς μηχανισμούς και κυρίως το νευροβιολογικό τους υπόστρωμα.
Επιβιώνοντας στην τρικυμία του άγχους
Ας σημειωθεί, ωστόσο, ότι το άγχος και όλα τα αρνητικά συναισθήματα που αυτό συνεπάγεται δεν αποτελούν αποκλειστικό «προνόμιο» του είδους μας: η δυσβάσταχτη ψυχολογική ένταση, η ανασφάλεια και η έντονη αγωνία αποτελούν επίσης τυπικές βιοψυχολογικές αντιδράσεις των περισσότερων ζωικών ειδών όταν αντιμετωπίζουν ανοίκειες στρεσογόνους καταστάσεις.
Ειδικότερα στο νοήμον ανθρώπινο είδος, κάθε πραγματική ή κατά φαντασίαν απειλή –φυσικές ή ιατρικές καταστροφές, προσωπικές κρίσεις, κοινωνική βία και ανασφάλεια, απώλεια αγαπημένων προσώπων κ.λπ.– προκαλεί τις τυπικές αντιδράσεις του άγχους: ταχυκαρδία, εφίδρωση, ξηροστομία, τέντωμα των μυών, παγωμάρα, δηλαδή τα σωματικά συμπτώματα της έντονης αγωνίας ή του πανικού που βιώνουμε.
Οπως επιβεβαιώνεται από πλήθος ψυχοφυσιολογικών ερευνών, για ανθρώπους που υποφέρουν από χρόνια συμπτώματα άγχους η παρουσία μιας πραγματικής απειλής είναι περιττή, αφού η εμμονή τους να εστιάζουν αποκλειστικά στις αρνητικές και καταστροφικές σκέψεις τους δημιουργεί από μόνη της μια κατάσταση διαρκούς ανησυχίας και μόνιμης ανασφάλειας.
Ιδιαίτερα αποκαλυπτικές αυτής της αναμφισβήτητα καταστροφικής συμπεριφοράς ήταν οι πρωτοποριακές έρευνες του Thomas Borkovec στο Πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια στις ΗΠΑ. Με μια σειρά ιδιοφυών πειραμάτων αυτός, ο ψυχολόγος έδειξε, κατά τη δεκαετία του 1980, ότι η εμμονή των ατόμων σε αρνητικές και αγχογόνους σκέψεις αποτελεί τον κοινό παρονομαστή για την εκδήλωση κάθε μορφής άγχους και αγωνίας. Και ειδικά των ακραίων αισθημάτων-συμπεριφορών που στην Ψυχιατρική περιγράφονται ως «γενικευμένη αγχώδης διαταραχή» ή GAD (Generalized Anxiety Disorder).
Πρόκειται για μια πολύ διαδεδομένη ψυχοσωματική διαταραχή που πλήττει, όλο και πιο συχνά, τους πολίτες των πιο ανεπτυγμένων κοινωνιών: πάνω από το 3%-4 % του πληθυσμού των ΗΠΑ, ενώ εξίσου διαδεδομένη είναι και στις χώρες της Ε.Ε.
Ηδη από τη δεκαετία του 1990, οι μελέτες του διαπρεπούς Αμερικανού ψυχολόγου Douglas Mennin είχαν αποκαλύψει ότι η «γενικευμένη αγχώδης διαταραχή» σχετίζεται στενά με την έμφυτη ανάγκη των ανθρώπων να σκέφτονται, να σχεδιάζουν και, εν τέλει, να ελέγχουν το μέλλον. Τα άτομα που υποφέρουν από χρόνια συμπτώματα άγχους, υποστηρίζει ο Mennin, βλέπουν τον κόσμο ως έναν τόπο εξαιρετικά επισφαλή και επικίνδυνο· και με το άγχος τους αντιμάχονται τα αισθήματα ανασφάλειας που τους γεννά.
Πράγματι, οι μετέπειτα έρευνες επιβεβαίωσαν ότι για όσους άγχονται υπερβολικά, η εμμονή τους για τα πιο καταστροφικά σενάρια δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι, χάρη σε αυτήν την εμμονή, μπορούν να ελέγξουν και να αποφύγουν ό,τι βιώνουν ως απειλή, δηλαδή οποιαδήποτε κατάσταση.
Δυστυχώς, το υπερβολικό άγχος τους κάνει περισσότερο κακό παρά καλό: με το να σκέφτονται και να ξανασκέφτονται επίμονα τα ίδια δυσάρεστα σενάρια, οι παθολογικά αγχωτικοί καταλήγουν να αυτοπαγιδεύονται σε πρότυπα συμπεριφοράς καταφανώς αδιέξοδα και εξαιρετικά βλαπτικά για την ψυχική και τη σωματική τους υγεία.
Ομως, η διαρκής ανησυχία και η ατέρμονη επαγρύπνηση οδηγούν αναπόφευκτα στα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα: οι επαναλαμβανόμενες κρίσεις άγχους δεν προκαλούν απλώς ψυχικές διαταραχές· πολύ συχνά οδηγούν σε σοβαρές καρδιαγγειακές παθήσεις και σε μόνιμες νευρολογικές δυσλειτουργίες.
Η κοινωνική απομάκρυνση δεν συνάδει με τις διακοπές
Υπάρχουν, άραγε, κάποιοι σαφείς και επιστημονικά επιβεβλημένοι περιορισμοί που διασφαλίζουν την ασφάλεια των καλοκαιρινών μας διακοπών και αν ναι ποιοι είναι οι νέοι κανόνες που οφείλουμε να ακολουθούμε στην παραλία ή στο βουνό; Το βέβαιο είναι ότι διανύουμε μια πολύ ανώμαλη περίοδο, όπου κυριαρχεί η επιταγή της «κοινωνικής απομάκρυνσης» και της καθολικής αγωνίας για τη μόλυνση από τον κορονοϊό. Θα ήταν επομένως ιδιαίτερα απογοητευτικό να περιμένουμε στις φετινές διακοπές εμπειρίες ανάλογες με αυτές που έχουμε ζήσει τα προηγούμενα καλοκαίρια.
Πάντως, το να ακολουθούμε τους ανελαστικούς κανόνες υγειονομικής προστασίας και να τηρούμε τις αποστάσεις δεν είναι καθόλου εύκολο στην παραλία. Τι θα γίνει, για παράδειγμα, με τα παιχνίδια των παιδιών στη θάλασσα και στην παραλία ή με τα ολονύκτια πάρτι στα μπαρ; Πώς μπορούμε να χαλαρώσουμε, όταν θα πρέπει συνεχώς να ελέγχουμε τις δικές μας ανθυγιεινές ορέξεις και τις «απαγορευμένες» συμπεριφορές των άλλων;
Μάταια θα αντέτεινε κανείς σε αυτές τις απαγορεύσεις ότι από τις σχετικές επιστημονικές έρευνες επιβεβαιώνεται πως το σώμα και ο εγκέφαλός μας έχει ζωτική ανάγκη από νέες εμπειρίες και, κυριολεκτικά, «τρέφεται» και «ανθεί» από την επαφή με τα διαφορετικά πρότυπα ζωής και σκέψης των άλλων ανθρώπων.
Απέναντι σε αυτά τα ορθολογικά επιχειρήματα, οι τρομοκρατημένοι οπαδοί της υγειονομικής αστυνόμευσης σφυρίζουν αδιάφορα. Με αυτές τις σκέψεις, οι «Μηχανές του Νου» φεύγουν την επόμενη εβδομάδα για διακοπές – θα επιστρέψουν στα τέλη Αυγούστου.
Οι εγκεφαλικοί μηχανισμοί ρύθμισης του άγχους
Παρατεταμένες περίοδοι μεγάλου άγχους, όπως αυτή της τρέχουσας πανδημίας, αμβλύνουν και αποδυναμώνουν τους εγγενείς αμυντικούς μηχανισμούς που διαθέτει κάθε άνθρωπος για να αντιμετωπίζει τις απειλητικές ή καταστροφικές καταστάσεις.
Μολονότι, οι χρόνια αγχωτικοί-αγχωτικές καταφεύγουν υποσυνείδητα σε κρίσεις άγχους ή και πανικού είτε για να ελέγξουν τα καταστροφικά τους συναισθήματα είτε για να διαχειριστούν τους πιο μύχιους φόβους τους, στο τέλος «χάνουν την μπάλα»: η επίμονη επανάληψη των αγχωτικών προτύπων συμπεριφοράς εγγράφεται τελικά στις εγκεφαλικές δομές τους, με αποτέλεσμα να αμβλύνονται σημαντικά οι φυσιολογικές συναισθηματικές αντιδράσεις τους.
Στην απελπισμένη, όσο και μάταιη προσπάθειά του να είναι πάντα έτοιμος και προετοιμασμένος για το χειρότερο, ο αγχωτικός καταλήγει να απολέσει –εξαιτίας του υπερβολικού άγχους– την ικανότητα να αντιδρά στις τραυματικές εμπειρίες και στις απειλητικές καταστάσεις που συναντά στη ζωή του.
Οταν αγχώνεται ο εγκέφαλός μας
Οι πρώτες σωματικές αντιδράσεις του οργανισμού όταν αντιμετωπίζει πραγματικές ή επινοημένες αγχογόνες καταστάσεις είναι ότι αυξάνονται ο καρδιακός ρυθμός, η αρτηριακή πίεση καθώς επίσης και ο ρυθμός της αναπνοής, το στόμα ξηραίνεται, οι μύες τεντώνονται και το σώμα παγώνει σε μια στάση επιφυλακής.
Ποιος ρυθμίζει όλες αυτές τις σωματικές αντιδράσεις; Η απάντηση βέβαια είναι: ο εγκέφαλος. Ναι, αλλά ποιες συγκεκριμένες περιοχές του εγκεφάλου μας ενεργοποιούνται όποτε αισθανόμαστε ιδιαίτερα αγχωμένοι;
Χάρη στις νέες τεχνικές απεικόνισης του εγκεφάλου (τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων, λειτουργική μαγνητική τομογραφία) οι ειδικοί είναι από χρόνια σε θέση να παρακολουθούν ζωντανά και να εντοπίζουν επακριβώς το εγκεφαλικό υπόβαθρο του άγχους.
Ετσι επιβεβαίωσαν την υποψία ότι ο υποθάλαμος, μια δομή στο βάθος του εγκεφάλου που ρυθμίζει τις αυτόνομες, ενδοκρινικές και σπλαχνικές αντιδράσεις μας, παίζει αποφασιστικό ρόλο και στη ρύθμιση των αντιδράσεών μας στο στρες.
Πιο συγκεκριμένα, όποτε αντιμετωπίζουμε (ή νομίζουμε ότι αντιμετωπίζουμε) μια απειλητική ή στρεσογόνο κατάσταση, ενεργοποιείται ο υποθάλαμος, ο οποίος με τη σειρά του θέτει σε κίνηση δυο διαφορετικούς αλλά συμπληρωματικούς εγκεφαλικούς μηχανισμούς της «αντίδρασης πανικού».
Ο πρώτος και ταχύτερος μηχανισμός αντίδρασης θέτει σε κίνηση το συμπαθητικό νευρικό σύστημα, το οποίο αντιδρά στα νευρικά σήματα που προέρχονται από τον υποθάλαμο, κινητοποιώντας το καρδιαγγειακό και το αναπνευστικό σύστημα και τους λείους μυς που βρίσκονται υπό τον έλεγχό του: η καρδιά μας πάει να σπάσει, αναπνέουμε πιο γρήγορα αυξάνοντας την παροχή οξυγόνου στον εγκέφαλο, οι μύες μας τεντώνονται και, το σημαντικότερο, αρχίζουν να εκκρίνονται οι ορμόνες του στρες (επινεφρίνη και νορεπινεφρίνη).
Ο δεύτερος βραδύτερος μηχανισμός αντίδρασης στο στρες ενεργοποιείται μόλις το σήμα από τον υποθάλαμο φτάνει στη υπόφυση. Αυτή με τη σειρά της εκκρίνει τη φλοιοεπινεφριδιοτρόπο ορμόνη (ACTH), η οποία μέσω του αίματος φτάνει στον φλοιό των επινεφριδίων. Τα οποία αρχίζουν να εκκρίνουν την ορμόνη κορτιζόλη, που λειτουργεί καταπραϋντικά ως η ορμόνη «αντι-στρες».
Ωστόσο, πιο πρόσφατες έρευνες αποκάλυψαν την ενεργοποίηση και άλλων ρυθμιστικών περιοχών (κυρίως στον κροταφικό και προμετωπιαίο φλοιό των εγκεφαλικών ημισφαιρίων). Ενισχύοντας έτσι την υποψία ότι το κολύμπι στη θάλασσα του άγχους είναι ένα σύνθετο και ιδιαίτερα επισφαλές εγχείρημα που, πολύ συχνά, καταλήγει στον πνιγμό του ανυποψίαστου κολυμβητή.
Η τελική έκβαση της πλανητικής υγειονομικής κρίσης θα εξαρτηθεί κυρίως από τις συλλογικές συμπεριφορές των ανθρώπων και από τις κυρίαρχες βιοπολιτικές που υιοθετούνται για την αντιμετώπιση της πανδημίας του νέου κορονοϊού. Διότι θα έπρεπε να είναι πια σαφές ότι η καταστροφή που αντιμετωπίζουμε δεν είναι αμιγώς ιογενής, αλλά σε πολύ μεγάλο βαθμό... ανθρωπογενής.
Γεγονός που επιβεβαιώνεται καθημερινά από τις αντιδράσεις άγχους και πανικού που υιοθετούνται εναλλακτικά απέναντι στην πανδημία. Αντιδράσεις και μέτρα «προστασίας» που είναι τόσο υπερβολικά ώστε γεννούν περισσότερα προβλήματα από όσα δημιουργεί η διάδοση του κορονοϊού.
Στην εποχή της κυριαρχίας των ψευδών ειδήσεων (fake news), η έγκυρη επιστημονική ενημέρωση για την καινοφανή και, εν πολλοίς, άγνωστη δυναμική της επιδημίας του κορονοϊού αποτελεί ίσως την πιο αποτελεσματική στρατηγική για την αντιμετώπισή του.
Παρακάμπτοντας, λοιπόν, την παραπληροφόρηση και τα συνωμοτικά σενάρια, οφείλουμε πάση θυσία να αναζητήσουμε μια επιστημονικά τεκμηριωμένη εξήγηση για τη νέα ιογενή πανδημία, η οποία, όπως είδαμε τους τελευταίους 6 μήνες, έχει αναβαθμισθεί σε επικίνδυνη πανδημία... πανικού.