Το καινούργιο βιβλίο του Νίκου Παπαδογιάννη λέγεται «Τα Ματς Της Ζωής Μας» (εκδ. Κey Books) και είναι, περίπου, αυτό που λέει ο τίτλος του. Αλλά όχι ακριβώς. Γιατί όντως αναφέρεται σε μεγάλα ματς μπάσκετ που έζησε ο ίδιος, αλλά μην περιμένετε να διαβάσετε σκορ, πόντους και κατορθώματα. Ναι μεν στα 29+2 κεφάλαια του βιβλίου παρακολουθούμε τα αλησμόνητα ματς της ζωής του, όπως τα έζησε από απόσταση αναπνοής, με κομμένη την ανάσα, αλλά μη νομίζετε πως κάνει και περιγραφή. «Αν δεν σας πολυενδιαφέρει το μπάσκετ, τόσο το καλύτερο» λέει στην εισαγωγή. «Το βιβλίο δεν απευθύνεται τόσο στον κολλημένο με την μπάλα θαμώνα των γηπέδων όσο στον περιστασιακό θεατή, αλλά πιστό αναγνώστη και ταξιδευτή». Σήμερα, εδώ, διαλέξαμε ένα απόσπασμα από το κεφάλαιο «Τα δάκρυα του δράκου».
Οχτώ το πρωί ώρα Ελλάδας, μεσάνυχτα στον κήπο του καλού και του κακού. Στη μακρινή Ατλάντα, μύριζε τίμιο ιδρώτα, αλλά η ατμόσφαιρα ήταν σχεδόν κατανυκτική.
Πλησιάσαμε τα αποδυτήρια του απέραντου Τζόρτζια Ντομ και τα βρήκαμε κλειδωμένα. Ο Μάκης Δενδρινός και οι συνεργάτες του στέκονταν διακριτικά έξω από την πόρτα. Η πρόσβαση επιτρεπόταν μόνο στους παίκτες. Ενας από αυτούς άναψε τσιγάρο. Ο Παναγιώτης Γιαννάκης, που δεν κάπνιζε ποτέ, τράβηξε μία ρουφηξιά για να πάρει θάρρος. Οι ανιχνευτές καπνού δεν λειτουργούσαν πια. Κάποιος είχε τραβήξει την πρίζα.
Καταμεσής της μυστικής συναγωγής, ο «δράκος» κόμπιασε και τα μάτια του υγράνθηκαν. Πρώτη φορά τον έβλεπαν έτσι συγκινημένο οι πιστοί συνοδοιπόροι του. Είχαν περάσει 21 χρόνια και 411 αγώνες από την παρθενική εμφάνισή του με το εθνόσημο.
«Σας ευχαριστώ όλους», είπε μόλις ξαναβρήκε το μέταλλο της φωνής του. «Ολους εσάς και όλο τον κόσμο, ακόμα και το παιδάκι που έτυχε να μου δώσει μια μπάλα για να κάνω σουτάκια στον “Πλάτωνα”. Σας ευχαριστώ για τις χαρές που μου δώσατε και να ξέρετε ότι σας αγαπώ πολύ. Σας δίνω ευχή και κατάρα, να αγαπάτε την Εθνική ομάδα. Σας εξορκίζω να την κρατήσετε ψηλά και να την έχετε μέσα στην καρδιά σας. Αγκαλιάστε την, μη την αφήσετε να χαθεί».
Τα μάγουλά του ήταν υγρά και τα λόγια του ανάκατα με λυγμούς. «Πω πω, ρε Παναγιώτη, μας γάμησες», μουρμούρισε πριν αγκαλιάσει τον αρχηγό του ο Φάνης Χριστοδούλου. «Είμαστε τυχεροί που προλάβαμε να ζήσουμε όσα ζήσαμε δίπλα σου», είπε εκ μέρους της νεότερης γενιάς ο Φραγκίσκος Αλβέρτης. «Εσείς οι μικροί να μείνετε αγαπημένοι και φίλοι μεταξύ σας», νουθέτησε ο Κώστας Παταβούκας.
«Κλαίω, γιατί αυτός που αποσύρεται είναι το ίδιο το μπάσκετ», ομολόγησε με σπασμένη φωνή στους δημοσιογράφους ο Γιώργος Σιγάλας. «Μακαρίζω την τύχη μου, που μου έδωσε λίγο χώρο στην ιστορία του Παναγιώτη Γιαννάκη», είπε ο Ντίνος Αγγελίδης. «Κηδέψαμε τη νιότη μας», έγραψε το Τρίποντο.
Η μπλε φανέλα με το «6» παρακολουθούσε ακουμπισμένη σε μια καρέκλα το πικρόγλυκο κατευόδιο της αθλητικής καριέρας του ανθρώπου που την τίμησε 351 φορές, 411 αν συνυπολογιστούν οι μικρές Εθνικές ομάδες. Πριν ανοίξουν ξανά οι πόρτες, η ιδρωμένη φανέλα πέρασε διά περιφοράς από τα χέρια των άλλων διεθνών και στολίστηκε με ανεξίτηλες υπογραφές, για να γίνει κάδρο. Παντοτινό ενθύμιο, μιας νύχτας ποτισμένης από χαρμολύπη.
Οταν επιστρέψαμε στην Αθήνα, ο απόμαχος καπετάνιος της Εθνικής μάζεψε τους δημοσιογράφους για ένα αποχαιρετιστήριο γεύμα στο πατάρι του «La Strada» και χάρισε, πολύτιμο σουβενίρ, αντίτυπα της τελευταίας του φανέλας.
«Στο εξής θα τη φοράω πάνω από τα ρούχα στα τουρνουά της Εθνικής», του υποσχέθηκα. Είκοσι τρία χρόνια αργότερα, ο Γιαννάκης με συνάντησε στη Σεντζέν της Κίνας σε ένα ματς Ελλάδας - ΗΠΑ για το Μουντομπάσκετ 2020 και είδε με τα μάτια του ότι τήρησα τη δέσμευσή μου.
«Σκέφτομαι να αποχωρήσω κι εγώ», ψέλλισε ο Φάνης λίγο πριν παραλάβει την κάρτα επιβίβασης για την πτήση της επιστροφής και φορέσει το λευκό κοστούμι της υποδοχής των Ολυμπιονικών στο Καλλιμάρμαρο. «Δεν έχεις να πας πουθενά», τον μάλωσε ο Φασούλας. «Του χρόνου εγώ, έπειτα εσύ και τελευταίος ο Παταβούκας. Δεν είναι πρέπον να φύγουμε όλοι μαζί από την Εθνική, ειδικά τώρα που σταμάτησε ο Παναγιώτης». Τελικά ο Χριστοδούλου έπαιξε μέχρι το 1997, ο ψηλός έως το 1998.
Ο αγώνας με τη Βραζιλία ήταν ο ακροτελεύτιος της καριέρας του Γιαννάκη, όχι μόνο με την Εθνική, αλλά και συνολικά. Αντίθετα με πολλούς άλλους, εκείνος δεν θέλησε να συνεχίσει τη σταδιοδρομία του σε συλλογικό επίπεδο έχοντας παροπλισμένα στην αποθήκη τα μπλε. Πριν καλά καλά στεγνώσει ο ιδρώτας της Ατλάντα, ο Γιαννάκης παρέλαβε το δαχτυλίδι του προπονητή της γαλανόλευκης, μολονότι δεν είχε κοουτσάρει ανδρική ομάδα στη ζωή του.
Η 5η των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων της Ιστορίας της Εθνική είχε στον ορίζοντα το Ευρωμπάσκετ του 1997 στην Ισπανία και κυρίως την πρόκληση του Μουντομπάσκετ 1998 επί ελληνικού εδάφους. Τερμάτισε, και στις δυο διοργανώσεις, 4η, με ισάριθμες ήττες στους μικρούς τελικούς από Ρωσία και ΗΠΑ. Κοιτάξαμε την τέταρτη θέση στα δόντια και, όπως συνηθίζαμε εκείνους τους καιρούς, τη βαφτίσαμε αποτυχία.