Με τα σημερινά δεδομένα η Ομόνοια, ένας τόπος καίριας στρατηγικής σημασίας της πρωτεύουσας ως κορυφή του ιστορικού τριγώνου, απαιτεί γενναία και τολμηρή αντιμετώπιση.
Η έντονη δραστηριότητα σημαντικών επεμβάσεων στον δημόσιο χώρο της Αθήνας που συντελείται εσχάτως δεν μπορεί να μας αφήνει απαθείς όσους τουλάχιστον έχουμε καταναλώσει σημαντικό χρόνο της επαγγελματικής μας δραστηριότητας εκπονώντας τέτοια θέματα. Ας αρχίσουμε όμως με ένα πλήρως τετελεσμένο πρόσφατα και αρκετά προβεβλημένο έργο: την Ομόνοια.
Δεν αποτελεί πρωτοτυπία η διατύπωση πως η αντιμετώπιση της διαχείρισης του δημόσιου χώρου αποτελεί μια πολυσύνθετη υπόθεση. Στην πολυσυνθετότητα αυτή δεν μπορούν να δίνονται μονοσήμαντες απαντήσεις, ως πράξεις, ως αιτιολόγηση πράξεων, αλλά και ως διατύπωση κριτικής.
Η αναφορά στην ιστορικότητα αποτελεί ένα ισχυρό στοιχείο που μπορεί να αποδώσει τόπους με ταυτότητα, ιδιαιτερότητα, μοναδικότητα. Η αφελής αναπαραγωγή μορφών ή αυτοτελών αντικειμένων βίαια συσχετιζόμενων με τη σύγχρονη πραγματικότητα διαστρεβλώνει την πραγματική αξία και σημασία τους και αποστερεί από κάθε δημιουργική εκσυγχρονιστική αναζήτηση.
Κάποτε, σε έναν αρχιτεκτονικό διαγωνισμό για ένα πολυδύναμο κτίριο πολιτισμού στη Νέα Αλικαρνασσό Ηρακλείου, ο δήμαρχος απαίτησε το κτίριο να αναπαριστά το Μαυσωλείο, το ταφικό μνημείο της Αλικαρνασσού της κλασικής περιόδου! Δεν θα ισχυριστώ πως το ακραίο αυτό παράδειγμα, που δεν είναι μοναδικό, ταυτίζεται απόλυτα με την περίπτωση της Ομόνοιας, δεν είναι όμως τελείως άσχετο. Η αιτιολόγηση της εγκατάστασης του γιγάντιου σιντριβανιού από τον δήμαρχο και άλλους που προβάλλουν το έργο, είναι πως επανασυστήνει ένα χαρακτηριστικό στοιχείο της πρόσφατης ιστορίας του τόπου.
Τι ήταν όμως το «ιστορικό» σιντριβάνι; Ο κυκλοφοριακός κόμβος, το roundabout της δεκαετίας του 1950, δημιουργούσε μια κυκλική απροσπέλαστη νησίδα. Η θέση αυτή σωστά απαιτούσε ένα δυνατό, επιβλητικό θεαματικό στοιχείο, αντιληπτό από τα απομακρυσμένα πεζοδρόμια της περιμέτρου, από τους με ταχύτητα διερχόμενους εποχούμενους. Το πολυγωνικό σιντριβάνι με τον λοξό πίδακα του γλύπτη Γιώργου Ζογγολόπουλου και του αρχιτέκτονα Κώστα Μπίτσιου εκπλήρωνε αυτήν την απαίτηση. Roundabout και σιντριβάνι αποτελούσαν ένα σύνολο αιτιολογημένο και ερμηνεύσιμο.
Η επιχείρηση επανάκτησης του δημόσιου χώρου από την κατακτητική και διαλυτική επικράτηση του αυτοκινήτου, που στην Αθήνα κατά την προετοιμασία ανάληψης των Ολυμπιακών Αγώνων εφαρμόστηκε ευρύτατα, περιέλαβε και την Ομόνοια. Η κατάργηση του roundabout, η απόκτηση επαφών έστω μερικών με τον αστικό ιστό παρείχε δυνατότητες επανασύστασης ενός ελκυστικού οικειοποιήσιμου αστικού συντελεστή. Η εφαρμογή του αρχιτεκτονικού διαγωνισμού, που τον κέρδισαν νέοι ταλαντούχοι αρχιτέκτονες, δεν ήταν πιστή αλλά δεν ήταν ο μόνος λόγος που δεν επιτεύχθηκε το ζητούμενο. Η απαξίωση της Ομόνοιας από τους Αθηναίους πολίτες ασφαλώς σχετίζεται και με το γεγονός πως κατακλύζεται από αλλοδαπούς μετανάστες. Η Ομόνοια πάντα τόπος συνάντησης μεταναστών ήταν, εσωτερικών παλαιότερα.
Η εγκατάσταση του υπερ-σιντριβανιού αγνόησε τα χαρακτηριστικά του τόπου, σχήμα, όρια, σχέσεις με το περιβάλλον. Ο τεράστιος κύκλος ως μονοσήμαντη αυτοαναφερόμενη οντότητα αδιαφορεί για τον περίγυρό του καθιστώντας τον ένα ασαφές, άμορφο υπόλοιπο ανεπίδεκτο οικειοποίησης. Αυτό μαρτυρά ο βασανιστικός και αμήχανος τρόπος που οι επισκέπτες προσπαθούν να κινηθούν, να σταθούν.
Το νερό, ακόμα και στην άνυδρη Αθήνα, αποτελεί ελκυστικό συντελεστή στη λειτουργία του υπαίθριου χώρου. Απαντά συνήθως ως διακοσμητικό στοιχείο, κρήνη ή σιντριβάνι. Υπάρχουν όμως πολλά παραδείγματα που το νερό βιώνεται ως παιχνίδι, ως μέσο άμεσης διαδραστικής σχέσης με τον κάτοικο. Τον εκτεταμένο χώρο της Ομόνοιας θα μπορούσε αντί να τον εξουδετερώνει, να τον οργανώνει, να τον σχηματοποιεί δημιουργώντας τόπους, ακόμα υλοποιώντας τα όριά του.
Η μορφοποίηση των ορίων θα έπρεπε να αποδίδει στον τόπο ταυτότητα, αισθητική ποιότητα, πολυσήμαντη λειτουργικότητα, που τις δεν δίδουν το κοινότοπο κάγκελο της βόρειας παρειάς, τα βαρελάκια της νότιας. Ο δημόσιος χώρος δεν είναι κοινό τεχνικό - τεχνολογικό έργο. Οφείλει να αποπνέει αισθητική ποιότητα, να διαμορφώνει δεκτικούς αυτής της ποιότητας πολίτες, εκτιμώμενο ως πολιτισμικό αγαθό, αποτέλεσμα πνευματικής διεργασίας και αγάπης. Αυτό θα ήταν άλλωστε η σημαντικότερη ουσιαστική αναφορά στην ιστορία του τόπου.
Το γλυπτό του Ζογγολόπουλου, από τους σημαντικότερους Ελληνες γλύπτες του 20ού αιώνα, με τη σημασία που έχει λόγω της ιδέας του και του επιβλητικού μεγέθους του σε ένα τέτοιο περιβάλλον, σε κεντρική θέση, θα πρωταγωνιστούσε αποδίδοντας αυτή την αναζητούμενη αισθητική ποιότητα και πνευματικότητα. Παρά την επιμελημένη εγκατάστασή του δεν παύει στην περιθωριακή θέση του να αποτελεί συμπλήρωμα, «φτωχό» ανταγωνιστή της τριτοκοσμικής αυτάρεσκης φαντασμαγορίας του υπερ-σιντριβανιού.
Με τα σημερινά δεδομένα η Ομόνοια, ένας τόπος καίριας στρατηγικής σημασίας της πρωτεύουσας ως κορυφή του ιστορικού τριγώνου, απαιτεί γενναία και τολμηρή αντιμετώπιση. Ενα τέτοιο εγχείρημα θα αποτελούσε η κατάργηση της διέλευσης αυτοκινήτων στο τμήμα από Πειραιώς έως Σταδίου. Τότε η Ομόνοια θα αποκτούσε άμεση συνέχεια με τον αστικό ιστό και ως ισχυρός πόλος της οδού Αθηνάς θα αποτελούσε εντατικό ενισχυτή του «Μεγάλου περιπάτου».
Η πεζοδρόμηση της Σταδίου, σύμφωνα με την πρόταση του αγαπημένου, αειθαλούς συναδέλφου Δημήτρη Κονταργύρη, θα ήταν πολύ ταιριαστή. Το εγχείρημα προϋποθέτει επίλυση δύσκολου κυκλοφοριακού προβλήματος, όχι πάντως ανέφικτης. Σήμερα που κυριαρχεί η αντίληψη της επανάκτησης τόπων της πόλης από τον πεζό πολίτη, οι κυκλοφοριακές μελέτες οφείλουν να εξυπηρετούν πρωτίστως τους στόχους αυτής της αντίληψης.
Επαινος και όχι ψόγος είναι για έναν δήμαρχο η υλοποίηση μεγαλόπνοων προγραμμάτων για την πόλη. Οι επεμβάσεις του «Μεγάλου περιπάτου», παρ’ όλα τα μεγάλα αισθητικά και λειτουργικά προβλήματα, την απωθητική τους παρουσία, την αχρείαστη και ακατανόητη σπατάλη, είναι ίσως προτιμότερες ως αναιρέσιμες, από τη μονιμότητα της «λάθος Ομόνοιας».
* Αρχιτέκτονας