Το «Τάισέ με» δεν είναι απλώς ένα μυθιστόρημα για τη γυναικεία ταυτότητα και τις σχέσεις των δύο φύλων. Θα μπορούσε να διαβαστεί ως ανάγνωσμα όπου το φύλο λειτουργεί ως μεταφορά για να δοθεί η ευκαιρία να σκεφτούμε για μια σειρά από ζητήματα.
«Τάισέ με» είναι η φράση που δίνει τον τίτλο στο δεύτερο μυθιστόρημα της Μαριαλένας Σπυροπούλου. Μετά τη «Ρου» (ρου όπως ρους, ροή;), την ιστορία ενηλικίωσης ενός κοριτσιού που φτάνει από το νησί του στην Αθήνα, η συγγραφέας επανέρχεται, αυτή τη φορά με ένα «διπλό» βιβλίο, όπου εκ νέου πρωταγωνίστριες είναι γυναίκες: η Μαρίνα, η ηρωίδα της αφήγησης με την οποία ξεκινά το κείμενο, και η Μάγκντα, που πρωταγωνιστεί στην «ιστορία μέσα στην ιστορία» την οποία παρακολουθούμε ως «λαθραναγνώστες» ενός δυστοπικού διηγήματος που πέφτει τυχαία στα χέρια της Μαρίνας και της κινεί την προσοχή με τον ιδιαίτερο τίτλο του: «Τάισέ με».
Η τροφή, η πρώτη έκκληση για ζωή
«Τάισέ με!», τα πρώτα λόγια που θα πρόφερε ένα βρέφος αν μπορούσε να μιλήσει. Μια επίκληση που εκφέρεται συνήθως σηματοδοτώντας το επείγον, όταν στο σώμα και τον ψυχισμό γίνεται αισθητή η πρώτη ανάγκη, που η ικανοποίησή της είναι απαραίτητη για την επιβίωση. Η αναφορά στο τάισμα, στην πρώτη κίνηση που τίθεται στην υπηρεσία των δυνάμεων της ζωής, μας προϊδεάζει για το τι πρόκειται ν’ ακολουθήσει. Ωστόσο η Μαριαλένα Σπυροπούλου, με τη «διπλή» κι εκείνη ιδιότητα της συγγραφέως και της ψυχοθεραπεύτριας, αφορμώμενη από αυτή την αρχική συνθήκη, αναζητά τι βρίσκεται πέραν της ανάγκης.
Το βρέφος, όταν πλησιάζει το στήθος της μητέρας, συνεχίζει να πιπιλά τη θηλή ακόμα κι αφού έχει χορτάσει, καταδεικνύοντας ότι ήδη από την αρχή της ζωής υπάρχει κάτι παραπάνω από τον κορεσμό, αυτό που μετατρέπει το βιολογικό ένστικτο σε ψυχική ενόρμηση μέσα από τη σύνδεση της αυτοσυντήρησης με την ευχαρίστηση. Αυτό το πέρασμα από το καθεστώς της ανάγκης στην επικράτεια της επιθυμίας είναι που απασχολεί τη συγγραφέα στην πορεία και των δύο αφηγήσεων που τρέχουν παράλληλα.
Η αντιστροφή των στερεοτύπων
Στην αρχή του κειμένου η Μαρίνα, μετά την πρόταση γάμου που της έκανε ο σύντροφός της, κοιτάζει τα δάχτυλά της, σαν να αναρωτιέται σε τι χρησιμεύουν. «Τα δάχτυλά της, πέρα από το κόκκινο στυλό που χρησιμοποιεί για να διορθώνει τις ασκήσεις των μαθητών της, είναι γυμνά, εκτεθειμένα, σχεδόν άεργα. […] Πότε πότε βάφει τα νύχια της ή τρώει τις πέτσες των δαχτύλων της. Δεν μαγειρεύει, δεν φροντίζει κήπους, δεν χαϊδεύει παιδί ούτε σκυλί. Καμιά φορά το ένα της χέρι χαϊδεύει το άλλο από αμηχανία. […] Προσπαθεί να φανταστεί τη βέρα και να δει αν της πάει.[…] Ενα δάχτυλο σηκώνει πάνω του το βάρος μιας σύμβασης, Και αν σου πηγαίνει η βέρα τι σημαίνει; Οτι σου πηγαίνει ο σύντροφος; Οτι σου πηγαίνει ο γάμος;»
Οι διαδρομές των δύο ηρωίδων, της Μαρίνας και της Μάγκντας, τέμνονται εκκινώντας από εκ διαμέτρου αντίθετες αφετηρίες: ο γάμος, η θεσμική επισφράγιση της «συνάντησης με το άλλο φύλο», αυτό που αποτελεί το ευκταίο με βάση τις κοινωνικές συμβάσεις στην περίπτωση της Μαρίνας είναι το αδιανόητο στον κόσμο της Μάγκντας, απ’ όπου οι άνδρες έχουν εξοριστεί ή συμμετέχουν αφού πρώτα τους έχουν αφαιρεθεί, κυριολεκτικά και/ή μεταφορικά, τα «διακριτικά» του φύλου τους, με πρώτη και κύρια τη δυνατότητα να κάνουν παιδιά.
Αυτό που κάνει τη Μαρίνα να αμφιταλαντεύεται, να διστάζει, κάποιες φορές να εξεγείρεται, αυτό που συγχρόνως οι γονείς, η κοινωνία, μια πλευρά του εαυτού της αντιμετωπίζουν ως «αυτονόητη» ευτυχία μιας γυναίκας, η προοπτική να παντρευτεί και να γίνει μητέρα, είναι ό,τι ακριβώς απαγορεύεται στο σύμπαν της Μάγκντας. Εκεί το δίπολο αρσενικό/θηλυκό «εφαρμόζεται» με όρους αντιστροφής των στερεοτυπικών κατηγοριών στις οποίες παραπέμπει: οι άνδρες ζουν στη ζούγκλα απομονωμένοι ή χρησιμοποιούνται από τις γυναίκες, που έχουν την απόλυτη εξουσία, ως εργαλεία, με σκοπό την εξυπηρέτηση ή τη σεξουαλική ικανοποίησή τους. Οι γυναίκες κυριαρχούν μόνες, φαινομενικά αυτάρκεις και παντοδύναμες.
Στην προσχηματική αρμονική συνύπαρξη των δύο φύλων στο περιβάλλον της Μαρίνας, όπου η υπομονετική και ακούραστη μητέρα, η ακλόνητη παρά τα βάσανα και τις κακουχίες που πέρασε γιαγιά, η ανθεκτική στις δυσκολίες της μητρότητας αδερφή, η «πετυχημένη» φίλη δυσφορούν, η καθεμιά με το δικό της λιγότερο ή περισσότερο κρυφό ή φανερό τρόπο, αντιτάσσεται ο ολοκληρωτισμός του Ενός. Του Ενός φύλου, της μιας αλήθειας, της πέραν της ανάγκης του άλλου «πληρότητας», που όμως εδώ δεν σηματοδοτεί την επιθυμία αλλά την εξαφάνισή της.
Οπως κάποια στιγμή στη γραμμή των γενεών στην ιστορία της Μαρίνας γίνεται η ανατροπή, όταν εκείνη αμφισβητεί το προδιαγεγραμμένο σενάριο για τον «ρόλο» που υποτίθεται ότι της επιφυλάσσει η ζωή, να μεταμορφωθεί δηλαδή στον «σωστό» χρόνο από «ανεξάρτητη» νέα γυναίκα σε «αφοσιωμένη» μητέρα, έτσι και στην ιστορία της Μάγκντας η ανατροπή έρχεται, σ’ αυτή την περίπτωση όμως όχι μέσα από μια νοητική η ψυχοσυναισθηματική διαδικασία, αλλά ως αποτέλεσμα ενός αναπάντεχου γεγονότος: η Μάγκντα μένει έγκυος, μετά από ένα διάστημα «απροφύλακτων» και χωρίς επιτήρηση από το Κράτος σεξουαλικών συνευρέσεων με έναν sexhealer, τον Γιεσού, συνευρέσεων που από κάποια στιγμή και μετά δεν αποσκοπούσαν στην «εκτόνωση», καθώς ξύπνησαν στους δυο σεξουαλικούς συντρόφους κάτι από καιρό ξεχασμένο: την ερωτική επιθυμία.
Από δω και πέρα αρχίζει η κορύφωση της πλοκής. Η Μαρίνα αμιφιβάλλει για τις βεβαιότητες, έρχεται αντιμέτωπη με τις αυταπάτες της και συνειδητοποιεί τις ελλείψεις της. Παρά τις νίκες που έχει καταγράψει στο κοινωνικό πεδίο, δεν παύουν να της λείπουν όχι οι «τέλειοι» γονείς ή ο «ιδεώδης» σύντροφος αλλά η φροντίδα της μαμάς της, ένας πατέρας που να της εγγυάται την ασφάλεια και τη σταθερότητα, ένας άντρας που να μπορεί συγχρόνως να τη σαγηνεύσει και να πορευθεί μαζί της στη ζωή.
Από την πλευρά της, στην άλλη «όψη» του μυθιστορήματος, η Μάγκντα νιώθει κάτι «ξένο» και συγχρόνως περισσότερο από οτιδήποτε οικείο να γεννιέται μέσα της. Η λυτρωτική έξοδος από την αυτοαναφορικότητα του Θαυμαστού Καινούργιου Κόσμου «γένους θηλυκού» είναι γεγονός: ένα μικρό αγόρι μεγαλώνει σιγά σιγά μέσα στο σώμα της.
H Μάγκντα, ενώ στη Γη και απλώνεται απ’ άκρη σ’ άκρη μια μυστηριώδης παγωνιά, αποφασίζει να διασχίσει τα σύνορα και να περάσει στην «απαγορευμένη ζώνη» της άγριας ζωής, εκεί όπου είχαν εκδιωχθεί οι τελευταίοι άντρες πριν από τον οριστικό χωρισμό των φύλων. Για να αποκτήσει πρόσβαση στην αποκλεισμένη περιοχή ζητά τη βοήθεια των εξημερωμένων ζώων που βρήκε στο διάβα της, ζώων που είχαν απομείνει ολομόναχα κι αυτά μετά τον θάνατο από ψύχος των γυναικών της Νέας Εποχής.
Τα «ζώα συντροφιάς» λειτουργούν εν προκειμένω ως συνδετικός κρίκος με την ετερότητα, εκεί που το «άλλο φύλο» μοιάζει απειλητικό και γι’ αυτό διαγράφεται από τον ορίζοντα μιας πιθανής συνύπαρξης. Ωστόσο, ο πιστός σκύλος που ακολουθεί τη Μάγκντα καθ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού της βρίσκει τελικά τη ρωγμή, τη χαραμάδα που επιτρέπει το πέρασμα από τον έναν περίκλειστο κόσμο στον άλλον… και η ζωή ξαναρχίζει.
Το φύλο ως μεταφορά
Το μυθιστόρημα της Μαριαλένας Σπυροπούλου είναι φτιαγμένο από νήματα που οδηγούν σε πολλές διακειμενικές κατευθύνσεις. Στην αρχαιοελληνική μυθολογία και τις Αμαζόνες, που η θυσία του ενός μαστού τους (α-μαζός) ήταν απαραίτητη για να μπορούν να φορούν τη φαρέτρα με τα βέλη και το τόξο τους, δεν ακύρωνε ωστόσο τη γυναικεία φύση τους, αφού μπορούσαν πάντα να θηλάσουν από τον άλλον. Αυτό ήταν που παραγνώρισε ο Αχιλλέας όταν τραυμάτισε τη βασίλισσά τους, την Πενθεσίλεια, συνειδητοποιώντας εκ των υστέρων ότι έχασε με δικό του φταίξιμο τη μοναδική γυναίκα που θα μπορούσε να αγαπήσει.
Στα λαϊκά παραμύθια που μιλούν για νέους και νέες που μαρμαρώνουν στον πάγο, μέχρι να βρεθεί ένας άγνωστος ήρωας, που έρχεται από αλλού, για να αγγίξει το μαρμαρωμένο τους σώμα και να λύσει τα μάγια. Στις βιβλικές εικόνες του Κατακλυσμού, όπου στην Κιβωτό της αντιπροσώπευσης κάθε μορφής ύπαρξης διαφυλάσσεται η Ζωή.
Το «Τάισέ με», τελικά, δεν είναι απλώς ένα μυθιστόρημα για τη γυναικεία ταυτότητα και τις σχέσεις των δύο φύλων. Θα μπορούσε, κατά τη γνώμη μου, να διαβαστεί, κυρίως, ως ανάγνωσμα όπου το φύλο λειτουργεί ως μεταφορά για να δοθεί η ευκαιρία στη συγγραφέα να μιλήσει και σ’ εμάς να σκεφτούμε για μια σειρά από ζητήματα όπως, μεταξύ άλλων, το «όμοιο» και το «διαφορετικό», το αυθεντικό και το «ψεύτικo», η ψευδαίσθηση της «αυτονομίας» και η διαδρομή που διανύουμε από την απόλυτη εξάρτηση από τον άλλον στην αποδοχή των ελλείψεων και των ορίων μας, που ίσως τελικά να είναι και αυτά που δίνουν νόημα στην ελευθερία μας.
* Κλινική ψυχολόγος-ψυχοθεραπεύτρια, επιστημονική συνεργάτιδα Τμήματος Ψυχολογίας Παντείου Πανεπιστημίου
● Το εξώφυλλο του βιβλίου είναι έργο του Γιώργου Ρόρρη