Διανύοντας μόλις τη δεύτερη βδομάδα από την έναρξη της νέας σχολικής χρονιάς η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας επιδεικνύει, λίγο πολύ, παρόμοια αδράνεια με αυτή του υπουργείου Υγείας: παρακολουθεί, χωρίς να παρεμβαίνει, τη μετατροπή των σχολείων σε βασικές εστίες μετάδοσης του ιού, αρκούμενη απλώς στη δημοσιοποίηση της λίστας των τμημάτων και σχολείων που κλείνουν το ένα μετά το άλλο.
Η υπουργός δεν κάνει καμία σκέψη στην κατεύθυνση εξειδίκευσης της βασικής επιστημονικής σύστασης για κοινωνική αποστασιοποίηση προκειμένου ν’ αποτραπεί η διασπορά του ιού. Μέτρα όπως η αραίωση του μαθητικού πληθυσμού εκεί όπου οι συγκεντρώσεις φτάνουν τους 25, ακόμη και τους 27 μαθητές –πολύ μακριά από το μαγικό 17 της υπουργού- η πρόσληψη πρόσθετου διδακτικού και βοηθητικού προσωπικού για να καλυφθούν οι αυξημένες ανάγκες των μικρότερων τμημάτων, η διενέργεια διαγνωστικών τεστ για το μαθητικό πληθυσμό και την εκπαιδευτική κοινότητα δεν απασχόλησαν ποτέ το υπουργείο ή απορρίφθηκαν εξ αρχής ως υπερβολικά δαπανηρά, χωρίς βέβαια η απόρριψη αυτή να συνοδεύεται από τα απαραίτητα τεκμήρια.
Η κυβέρνηση άνοιξε τα σχολεία με την ίδια ελαφρότητα και εγκληματική αδιαφορία που επιχείρησε το άνοιγμα της οικονομίας και ιδίως του τουρισμού, υλοποιώντας μια πολιτική που παραπέμπει σε ανοσία της αγέλης χωρίς τη λήψη όλων εκείνων των μέτρων που θα επέτρεπαν την οικοδόμηση στα μέλη της κοινότητας ενός στοιχειώδους αισθήματος ασφάλειας στο μέτρο πάντα του εφικτού.
Η υπουργός Παιδείας άνοιξε τα σχολεία την άνοιξη μετά την καραντίνα με εκ περιτροπής διδασκαλία και τμήματα που δεν υπερέβαιναν τους 15 μαθητές/μαθήτριες με τον αριθμό των ημερήσιων κρουσμάτων να αγγίζει στη χειρότερη περίπτωση 3-4 δεκάδες. Σήμερα με σταθερά τριψήφιο και διαρκώς αυξανόμενο καθημερινά αριθμό κρουσμάτων, τα σχολεία λειτουργούν με πλήρη σύνθεση, με μαθητές να κάθονται ο ένας δίπλα στον άλλο αντίθετα από την ευρωπαϊκή πρακτική, με διδακτικό προσωπικό από τα πλέον γερασμένα και προφανώς εξαιρετικά ευάλωτο, με «όπλα» την μάσκα (που με τη γνωστή ιστορία από υπουργικό άλλοθι μετατράπηκε σε μία ακόμα απόδειξη της μνημειώδους κυβερνητικής αδιαφορίας για το δημόσιο σχολείο) και βεβαίως την ατομική ευθύνη.
Την ίδια στιγμή η παροχή όλων των άλλων υπηρεσιών του υπουργείου γίνεται από απόσταση και σε περίπτωση αδυναμίας με προγραμματισμένο ραντεβού. Το επιβαλλόμενο άνοιγμα των σχολείων πραγματοποιείται εν μέσω ακατάπαυστων υπουργικών δηλώσεων αφενός για την αδυναμία αποτροπής εξάπλωσης του ιού στα σχολεία επιτείνοντας το αίσθημα ανασφάλειας των εκπαιδευτικών, αφετέρου με διαβεβαιώσεις για την ετοιμότητα εξακολούθησης των μαθημάτων μέσω τηλεκπαίδευσης σε περίπτωση αναστολής λειτουργίας των σχολικών μονάδων, χωρίς όμως και σ’ αυτή την περίπτωση να έχει αξιοποιηθεί η ανοιξιάτικη με πολλά προβλήματα εξ αποστάσεως εμπειρία και το κυριότερο χωρίς το υπουργείο να μπορεί να εγγυηθεί την υποχρεωτικότητα της συμμετοχής των μαθητών σ’ αυτήν.
Αναμφίβολα η εμμονική αδιαφορία που συχνά αγγίζει το μίσος για το δημόσιο σχολείο, δείγματα των οποίων δεν παραλείπει να παρέχει απλόχερα η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας, όπως άλλωστε και το σύνολο της κυβέρνησης για οτιδήποτε δημόσιο, συνιστούν τη βάση του νεοφιλελεύθερου δόγματος το οποίο προκρίνει την αγοραία συναλλαγή ως πυρήνα ενός συστήματος ηθικών αρχών που χρησιμεύει ως οδηγός της σύνολης δραστηριότητάς τους.
Σε περιόδους όμως μιας κρίσης όπως η τρέχουσα υγειονομική που μετασχηματίζεται ταχύτατα σε οικονομική με τάσεις περαιτέρω διεύρυνσης, η απαξίωση του δημόσιου από τους όψιμους νεοφιλελεύθερους ζηλωτές νεοσυντηρητικούς -μεταξύ των οποίων η υπουργός της Παιδείας κατέχει περίοπτη θέση- παράγει εγκληματικά αποτελέσματα σε βάρος της κοινωνίας, λειτουργώντας ως θανατοπολιτική.
Ο εκπαιδευτικός της τάξης στο σημερινό σχολείο έμπλεος φόβου και εγκαταλελειμμένος όσο ποτέ άλλοτε, καλείται να φέρει σε πέρας το απαιτητικό του έργο σε ένα πρωτόγνωρο περιβάλλον, προϊόν σε μεγάλο βαθμό των πολιτικών ενός υπουργείου που αδιαφορεί επιδεικτικά όχι μόνο για την ποιότητα του παραγόμενου έργου αλλά για την ίδια τη φυσική υπόσταση όσων εμπλέκονται στην εκπαιδευτική διαδικασία. Ο εκπαιδευτικός της τάξης γνωρίζει πολύ καλά πια πως για οτιδήποτε (του) συμβεί θα επιστρατευθεί η ατομική του ευθύνη σύμφωνα με το νεοφιλελεύθερο δόγμα.
Η εγκατάλειψη του εκπαιδευτικού επιτείνεται από την αδιάφορη σιωπή όλων εκείνων που θα μπορούσαν ν’ αναπληρώσουν σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο την απουσία της κεντρικής διοίκησης. Αλήθεια τι λέει ο λαλίστατος κατά τ’ άλλα κύριος περιφερειάρχης; Εξαντλούνται οι υποχρεώσεις των κυρίων δημάρχων στη συντήρηση των σχολικών κτιρίων ή μήπως επεκτείνονται στην προστασία και της σχολικής κοινότητας όπως επιχειρείται σε κάποιους άλλους δήμους; Ποιες πρωτοβουλίες πήρε ο περιφερειακός διευθυντής Εκπαίδευσης για να ενισχύσει το αίσθημα ασφάλειας στα σχολεία; Οι σχολικοί σύμβουλοι, εκτός από μία φωτεινή εξαίρεση που τιμάει το θεσμό, τι έπραξαν και πράττουν για να εξασφαλιστεί η στοιχειώδης ποιότητα του εκπαιδευτικού έργου;
Άφησα για το τέλος τα συνδικαλιστικά όργανα των εκπαιδευτικών. Πολύ φοβάμαι πως χάνουν μια μοναδική ευκαιρία για να κερδίσουν το νου και την καρδιά της συντριπτικής πλειοψηφίας των μελών τους, αναγκαία συνθήκη για τους αγώνες που έρχονται. Γιατί τα δύσκολα δεν τελειώνουν με το τέλος της πανδημίας.
* Ο Παναγιώτης Λάμπρου είναι καθηγητής Μέσης Εκπαίδευσης στο Ηράκλειο