Τολμηρή, ιδιοσυγκρασιακή, η πολυπράγμων συγγραφέας, σκηνοθέτρια, ηθοποιός περιγράφει τι απέμεινε από τη μυθολογία του greek summer στο καλοκαίρι της πανδημίας με αφορμή την παράσταση «Ερωτικές καρτ ποστάλ από την Ελλάδα», που ανεβαίνει στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση.
Συνήθειες, παθογένειες και μοτίβα θέρους, επιδημιολογικά φορτία, μαυρισμένα κορμιά, απόγνωση, Greek lovers, καμάκια των '70s, εφήμεροι έρωτες, χάπια, αφραγκίες, άνθρωποι που σιχαίνονται το καλοκαίρι. Τίποτα δεν μένει όρθιο σε αυτή την παράσταση.
Ολα εκτίθενται στον ελληνικό καυτό ήλιο. Από την ώρα που σηκώνεται η αυλαία στη Μικρή Σκηνή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση και μέχρι να κατεβεί θα έχουμε μάθει: Τι τελικά απομένει από τη μυθολογία του greek summer στο πιο περίεργο καλοκαίρι των τελευταίων ετών; Είναι όντως το ελληνικό καλοκαίρι αντίληψη; Και πώς πραγματώνεται αυτή σε συνθήκες παγκόσμιας πανδημίας; Ποιες οι συνέπειες στον ψυχισμό του Νεοέλληνα και στην άλλοτε ακμάζουσα τουριστική βιομηχανία της χώρας; Τι έλειψε φέτος από τις αυγουστιάτικες νύχτες μας;
Οι «Ερωτικές καρτ ποστάλ από την Ελλάδα», μια σπονδυλωτή μουσική φάρσα που έστησαν η Λένα Κιτσοπούλου και ο Ανέστης Αζάς γύρω από τον μύθο του ελληνικού θέρους, σταμάτησαν πέντε μέρες πριν από την πρεμιέρα, τον περασμένο Μάρτιο, εξαιτίας του lockdown. Τώρα η παράσταση κάνει ξανά πρεμιέρα με ανανεωμένο υλικό, προερχόμενο από τη νέα πανδημική συνθήκη.
Μαθήματα επιβίωσης, σκηνές πανδημικής καθημερινότητας, ειλικρίνεια, καυστικό χιούμορ, κλισέ για τον σύγχρονο Ελληνα, συντριβή των κοινωνικών στερεοτύπων, αυτοβιογραφικά και μυθοπλαστικά στοιχεία. Πεδίο λαμπρό για τη Λένα Κιτσοπούλου, που στην πρώτη της συνεργασία με τον σκηνοθέτη εξερευνά τις ποικίλες αναφορές της θερινής εικονογραφίας, σχολιάζει την πατριαρχία και την εθνική ταυτότητα, τη σεξουαλικότητα και τον σεξισμό της κοινωνίας μας, τη ματαίωση και τον πανικό του μετά Covid οικονομικού, κοινωνικού, πολιτιστικού γίγνεσθαι.
Ταλαντούχα, ιδιοσυγκρασιακή, ταυτισμένη με την πρόκληση και την αιρετική ματιά, η πάντα ενδιαφέρουσα, τολμηρή και πολυπράγμων συγγραφέας, σκηνοθέτρια, ηθοποιός, ζωγράφος απομυθοποιεί όσα νομίζαμε ότι ξέραμε για την τουριστική βιομηχανία της Ελλάδας και μας μιλά για τον ψυχαναγκασμό του ονειρικού ελληνικού καλοκαιριού και την ανάγκη να το αντιμετωπίζουμε ως συλλογική φαντασίωση. Η ίδια πώς πέρασε το φετινό καλοκαίρι;
«Ηταν το πιο ευτυχισμένο μου καλοκαίρι. Ημουν με τον Φώντα τον Ινδιάνο, έναν πολύ φωτεινό, μοναχικό και τρυφερό άνθρωπο, με τον οποίο ανακαλύψαμε τον πρώτο πρώτο έρωτα, τον παιδικό μας, τον μοναδικό, τον ονειρικό, αυτόν που δεν πιστεύεις ότι υπάρχει. Κι όμως, υπάρχει και μαζί ξεκινήσαμε το καλοκαίρι μας από την Πελοπόννησο, το πήγαμε στον Βόλο, το κατεβάσαμε στον Πειραιά, πήγαμε Σαντορίνη, Κρήτη, Ρόδο, μετά Κομοτηνή... Κολυμπήσαμε ολομόναχοι σε πολύ ωραίες θάλασσες και σημεία της Ελλάδας».
● Ποιο άλλο καλοκαίρι θυμάστε έντονα;
Τα περισσότερα καλοκαίρια μου θυμάμαι, το καθένα ανάλογα με την ηλικία στην οποία βρισκόμουν. Κι αυτό επειδή αποζητούσα την ένταση. Από παιδί εξαντλούσα το καθετί που ήθελα να ζήσω. Ως παιδί και έφηβη έτρεχα πάντα ένα βήμα πιο μπροστά για να γευτώ το παιχνίδι, τις παρέες των μεγαλύτερων παιδιών. Μεγαλώνοντας προχώρησα σε όλα τα απαγορευμένα και τα ψιλοπαράνομα.
Δεν μπορούσα να αφήσω κάτι να συμβαίνει κι εγώ να μην αποτελώ μέρος του. Πάρτι, πλάκες, καφρίλες, παρέες, μηχανάκια, τσιγάρα. Δεν νομίζω να άφησα κάτι ανεκμετάλλευτο. Ημουν άγρια στην εφηβεία μου, τολμηρή, δοκίμαζα τα όριά μου, συνήθως τα ξεπερνούσα. Γενικά τα καλοκαίρια μου κρατούσαν πολλούς μήνες. Μου άρεσε να γίνομαι ένα με τον τόπο, να γίνομαι ντόπια, να εμπλέκομαι πολύ με το ντόπιο στοιχείο. Για παράδειγμα στη Σαντορίνη, όπου έχω σπίτι, δούλευα, τραγουδούσα σε μαγαζιά, έφτιαχνα γλυπτά σε φίλους κεραμίστες. Μου άρεσε πάντα να ζω στα μέρη, όχι να τα επισκέπτομαι.
● Σε ποια από τις ερωτήσεις που θέτετε στην παράσταση δεν θέλετε να απαντάτε;
Σε όλες τις ερωτήσεις μού αρέσει να απαντάω. Την απάντηση σε οποιαδήποτε ερώτηση μπορείς να την οδηγήσεις όπου θέλεις. Ακόμα κι αν μια ερώτηση είναι βλακώδης, μπορεί να σε οδηγήσει απορρίπτοντάς τη σε μια σοφή απάντηση. Η παράστασή μας προσπαθεί να ξύσει αυτό το ιλουστρασιόν χαρτί της ειδυλλιακής φωτογραφίας μιας τουριστικής καρτ ποστάλ και να αποκαλύψει την απογοήτευση που εμπεριέχει καθετί το οποίο πλασάρεται ως ειδυλλιακό και τέλειο.
● Για περιγράψτε μου λοιπόν το καλοκαίρι που σιχαίνεστε.
Νομίζω τα χειρότερα καλοκαίρια μου ήταν εκείνα που είχα παραστάσεις. Οχι τα πρώτα χρόνια της θεατρικής μου ζωής, τότε το απολάμβανα πολύ. Μιλάω για τα χρόνια μετά τα 35. Οσες φορές πήρα μέρος σε καλοκαιρινή παραγωγή το μετάνιωσα. Δεν άντεχα την ανελευθερία, το να κοιτάω στο ημερολόγιο των παραστάσεων και να υπάρχει κενό μόλις μιας εβδομάδας. Γενικά δεν μου αρέσει να πρέπει να έχω ημερομηνία επιστροφής από οπουδήποτε. Με καταπιέζει και με θλίβει. Μου είναι γενικά ανυπόφορο να ανήκω σε οποιοδήποτε πρόγραμμα ορίζεται από άλλους. Αλλά κι αυτό ακόμα, όσες φορές το βίωσα, δεν το σιχάθηκα. Ηταν μια χρήσιμη πληροφορία που με οδήγησε στο τι να αποφεύγω.
● Σε τι φάση σάς πέτυχε η πανδημία και πώς λειτούργησε στον ψυχισμό αλλά και στο κομμάτι της έμπνευσης;
Η πανδημία ήταν το όχημα να ανακαλύψω το θαύμα. Εφυγα από την Αθήνα και έζησα πέντε μήνες σε ένα βουνό, στα 1.400 υψόμετρο, σε ένα μέρος όπου ο Φώντας που ανέφερα ζει εδώ και πολλά χρόνια μόνος κι αυτόνομος. Ενσωματώθηκα στον τρόπο ζωής, έκοβα ξύλα, μάθαινα τι θα πει κυνήγι, τι σημαίνει δάσος, αφουγκραζόμουν τους ήχους της φύσης. Ψαρεύαμε σε ποτάμια, κυνηγούσαμε την τροφή μας, ανεβαίναμε σε κορυφές και ψηλά βουνά.
Είδα από εκεί πάνω την Αθήνα και τον δήθεν πολιτισμό μας, σαν μια κουκκίδα, σαν μια άχρηστη αυτοκαταστροφή οποιουδήποτε ανθρώπου έχει εγκλωβιστεί μέσα της. Δεν υπάρχει Αθήνα πια. Η πόλη αν κάτι έχει να σου προσφέρει είναι μόνο μαρτύριο, το οποίο ίσως κάποτε να είχε το νόημα γιατί έβγαζες χρήματα, μπορούσες να αναπτύσσεσαι δημιουργικά, να χώνεσαι σε καλλιτεχνικές τάσεις, επαναστάσεις, φώτα, γλέντια.
● Και σήμερα;
Τώρα πια το παραμύθι ξεσκεπάστηκε και η πόλη κατάντησε μια φυλακή όπου παλεύεις ρουφώντας καρκίνο και πίεση να πληρώσεις τους λογαριασμούς σου. Εμένα φέτος γύρισε όλη μου η ζωή ανάποδα, αν και νομίζω ότι προετοιμαζόμουν χρόνια γι' αυτό. Συνειδητοποίησα ότι κανείς μας στην πόλη δεν έχει ακριβώς επιλέξει τη ζωή που θέλει, έχει απλώς πειστεί ότι αυτή η ζωή είναι πιο «σωστή», ότι έχει πιο πολλές ευκαιρίες και δυνατότητες. Αυτό είναι ένα τεράστιο ψέμα, ειδικά τώρα. Το όνειρο έχει τελειώσει. Είναι ανώμαλο να ζούμε μέσα στα ντουβάρια και το οπτικό μας πεδίο να τελειώνει στο ένα μέτρο, ενώ υπάρχει απέραντος ορίζοντας να κοιτάς. Μάθαμε να συνυπάρχουμε με ανθρώπους που δεν γουστάρουμε, να υποκρινόμαστε, να πιεζόμαστε στην κοινωνική μας συμπεριφορά. Αυτό για μένα είναι καρκίνος.
● Από αυτά που στερηθήκαμε φέτος το καλοκαίρι τι θα θέλατε να απουσιάζει κι από τη ζωή μας στο μέλλον;
Το χειρότερο πράγμα που είδα φέτος ήταν η προσήλωση του κόσμου στις οθόνες. Η δύναμη της πληροφορίας και της είδησης. Ο τρόμος, ο πανικός που μπορεί να προκαλέσει μια είδηση πριν ακόμα σου συμβεί το κακό. Κάποιοι σε προετοιμάζουν ότι έρχεται, πλησιάζει αλλά εσύ δεν βλέπεις τίποτα. Παρ’ όλα αυτά παθαίνεις έμφραγμα μόνο στην ιδέα. Εννοείται πως υπάρχει πανδημία, υπάρχει καταστροφή και υπάρχει κίνδυνος μεγάλος. Συνειδητοποιώ όμως, άσχετα από τον κορονοϊό, ότι ο κόσμος μπορεί να οδηγηθεί όπου θέλουν κάποιοι να οδηγηθεί.
Ζούμε μέσα σε ένα παγκόσμιο σύστημα καθοδήγησης και υποταγής, το οποίο με κάθε τρόπο προσπαθεί να σκοτώσει το οποιοδήποτε δικαίωμα στην ευχαρίστηση, την οποιαδήποτε ελπίδα για κάτι όμορφο. Ζούμε φασισμό και εμείς νομίζουμε ότι ψηφίζουμε. Αυτό που κάνουμε είναι μόνο να φοβόμαστε από το πρωί ώς το βράδυ. Εχουμε γεμίσει με προληπτικές εξετάσεις, με τεστ, με φτώχεια, με το τι θα γίνει αύριο, με ένα μόνιμο άγχος για το πώς θα αντεπεξέλθουμε στον μήνα. Μιλάμε μόνο για λεφτά, λεφτά, λεφτά...
Απορώ πώς -ακόμα- ο άνθρωπος πηγαίνει στα παραβάν και ρίχνει ψηφοδέλτια. Είναι πολύ σπουδαίο, ιερό, δημοκρατικό δικαίωμα η ψήφος, όχι όμως σε έναν καθόλου δημοκρατικό κόσμο. Θα μου άρεσε αυτή η πανδημία να ήταν η αφορμή να δούμε γύρω μας, να συνειδητοποιήσουμε πώς ζούμε και κυρίως να μη θέλουμε να επιστρέψουμε στην προηγούμενη «κανονικότητα», γιατί πολύ απλά δεν ήταν κανονικότητα.
● Γιατί έχουμε ανάγκη να εξιδανικεύουμε και να βάζουμε μανδύα μύθου σε μια τόσο πανανθρώπινη ανάγκη και συνήθεια όπως το καλοκαίρι - εθνική φαντασίωση, όπως λέτε;
Γιατί εμείς έτσι συνηθίζουμε. Και όχι μόνο εμείς, νομίζω όλοι οι λαοί. Εδώ στο σχολείο το μόνο που μάθαμε από Ιστορία ήταν διάφορα ψέματα: ότι οι Ελληνες είναι ανίκητοι, είναι οι πιο μάγκες, ότι όποιος έπρεπε να αντιμετωπίσει Ελληνα τον έπιανε τρόμος και μόνο στην ιδέα. Ο εγωισμός και ο ναρκισσισμός είναι έμφυτα ένστικτα στον άνθρωπο και η κάθε εξουσία τα συντηρεί επιμελώς για να μπορεί να κινεί τα πιόνια στη σκακιέρα της με άνεση.
Πέρα από αυτό, σίγουρα η Ελλάδα έχει το προνόμιο του πολύ καλού κλίματος που ευνοεί τις καλοκαιρινές διακοπές, έχει τέλειες θάλασσες, έχει πολλές φυσικές ομορφιές. Αλλωστε, κάθε χώρα, όταν πρόκειται για διαφήμιση, εξιδανικεύει και προβάλλει το δυνατό της χαρτί.
● Εσείς γιατί έχετε πάντα ανάγκη την αιρετική αφήγηση για να καταγράψετε τα πράγματα;
Δεν θέλω να είμαι αιρετική, ούτε επαναστατική. Δεν είμαι άλλωστε. Απλώς θέλω να βλέπω την αλήθεια πίσω από το περιτύλιγμα. Δεν με φοβίζει. Τόσο απλά.
● Στους σκηνοθέτες με τους οποίους συνεργάζεστε τι αναζητάτε;
Τη συνεννόηση. Το να μιλάμε -όσο γίνεται- την ίδια γλώσσα και να θέλουμε να πούμε το ίδιο πράγμα. Αναζητώ επίσης την καλοσύνη του άλλου. Να με γουστάρει και να μου το δείχνει. Να μη με καταπιέζει, να με κατανοεί, να γελάει με τα αστεία μου, να είναι ευγενικός, αλλά όχι ψεύτης.
● Πώς καταφέρνετε να βρίσκετε την ποίηση μέσα σε τόσο μεγάλες δόσεις ρεαλισμού;
Στη ζωή υπάρχει μόνο ρεαλισμός και αυτός περιέχει όλη την ποίηση. Το θέμα είναι πόσο ερεθίζεσαι από κάτι τόσο ρεαλιστικό. Ενα τοστ, ας πούμε, μέσα στην τοστιέρα είναι ένα τίποτα. Αλλά αν το δεις σαν κάτι που πατιέται, που τσουρουφλίζεται, που υποφέρει και καίγεται, αν το τυράκι του προέρχεται από μια αγελάδα που κάποιος κάποτε αγάπησε και φρόντισε σε ένα ελβετικό χωριό, αν ακούσεις τον ήχο του τοστ μέσα στην τοστιέρα, αυτό το μαγικό τςςςςςςςςςςςς όταν έχεις πεθάνει στην πείνα και σου τρέχουν τα σάλια, τότε μπορείς ίσως να γράψεις και ένα πολύ συγκινητικό διήγημα για ένα τοστ.
● Πότε ήταν η τελευταία φορά που στείλατε καρτ ποστάλ και τι έγραφε;
Δεν θυμάμαι πότε έστειλα, πάντως πρόλαβα την εποχή των καρτ ποστάλ. Θυμάμαι μία που έλαβα κάποτε, από έναν φίλο Γερμανό, εποχές Γυμνασίου, ο οποίος πήγαινε συνέχεια για σαφάρι και μου είχε στείλει μια καρτ ποστάλ από την Αφρική που απεικόνιζε έναν κροκόδειλο. Μου έγραφε πόσο κοντά είχε έρθει με το άγριο ζώο για να το φωτογραφίσει. Ενώ όλοι τον παρότρυναν να μπουν στο τζιπ και να φύγουν, εκείνος παρέμενε ξαπλωτός πάνω στο καπό με τη φωτογραφική μηχανή για να τραβήξει τον κροκόδειλο από όσο πιο κοντά μπορούσε.
● Σας αγχώνει η αίσθηση της μισοάδειας αίθουσας που σας περιμένει;
Τίποτα δεν με αγχώνει. Ολα είναι καλοδεχούμενα. Αυτή τη στιγμή η αίθουσα πρέπει να είναι μισοάδεια και ευτυχώς που θα είναι. Θα ακολουθήσουμε κι εμείς τη ροή της Ιστορίας.
🔴 INFO: Πρωταγωνιστούν: Γιώργος Βουρδαμής, Λένα Κιτσοπού λου, Κώστας Κουτσολέλος, Ιωάννα Μαυρέα, Θεανώ Μεταξά, Σοφία Πριόβολου, Gary Salomon. Κατάλληλο για άνω των 18 ετών. Η παράσταση περιέχει προκλητικές σκηνές και ακατάλληλη φρασεολογία. Σάββατο-Κυριακή, με αγγλικούς υπέρτιτλους (24-25.10, 31.10-1.11, 7-8.11).