Ενας γαϊδαράκος, όπως εσύ κι εγώ

Αποτελεί τον κανόνα για τα παιδιά να διαβάζουν βιβλία ή να βλέπουν θεατρικές παραστάσεις, κινηματογραφικές ταινίες και τηλεοπτικές σειρές όπου οι κεντρικοί ρόλοι ανήκουν σε ενηλίκους. Κι αυτό δεν είναι κατ’ ανάγκη κακό. Ακόμα και στις περιπτώσεις που οι πρωταγωνιστές είναι παιδιά ή/και στην ιστορία περιλαμβάνονται παιδιά, η θεματολογία είναι κατά κύριο λόγο αντλημένη από τον κόσμο της φαντασίας που μακράν απέχει από τις προσλαμβάνουσες ενός παιδιού. Και, φυσικά, ούτε αυτό είναι κακό.

Ισως χρειάζεται όμως, πού και πού, και μια «καταφυγή» στην καθημερινότητα που μπορεί να λειτουργεί απελευθερωτικά, λυτρωτικά και, γιατί όχι, διδακτικά για τα παιδιά. Σε μια καθημερινότητα την οποία τα παιδιά «μοιράζονται» με τους φανταστικούς χαρακτήρες ιστοριών με τους οποίους μπορούν να έχουν κοινές ανησυχίες, χαρές και απογοητεύσεις. Ετσι ώστε να νιώθουν μέλη μιας κοινωνίας όπου μπορεί ο καθένας να είναι διαφορετικός και ίσος με τους άλλους, αλλά τα περισσότερα από τα συναισθήματα και τα προβλήματα τα αντιμετωπίζουμε όλοι.

Κόσμοι στους οποίους τα παιδιά ήταν οι πρωταγωνιστές υπήρξαν πολλοί, όπως η γειτονιά και το σχολείο των γεμάτων νευρώσεις μικρών παιδιών των «Peanuts» του Τσαρλς Σουλτζ ή η οικογένεια με την εύθραυστη μεσοαστική ασφάλεια της «Μαφάλντα» του πρόσφατα χαμένου Κίνο. Αρκετοί από αυτούς τους κόσμους όμως απευθύνονταν κυρίως σε ενήλικους αναγνώστες καθώς οι ιδιοφυείς δημιουργοί τους αξιοποιούσαν τους αθώους παιδικούς χαρακτήρες ως μέσα προβολής και χιουμοριστικής αντανάκλασης του κόσμου των μεγάλων.

Πρωτοπόροι στο σπάσιμο αυτού του κανόνα ήταν οι Ρενέ Γκοσινί και Ζαν Ζακ Σανπέ με τις εικονογραφημένες ιστορίες του Μικρού Νικόλα, γεμάτες αθώο χιούμορ από τις περιπέτειες της παιδικής ηλικίας ενός μικρού Γάλλου μαθητή, τις πλάκες με τους φίλους και συμμαθητές του, τις γκάφες των δασκάλων του, τους καβγάδες, τις πρώτες «παραβατικές» συμπεριφορές κ.λπ.

Πιο σύγχρονες και για λίγο μεγαλύτερα παιδιά, ίσως, είναι προορισμένες οι κόμικς ιστορίες της δεκάχρονης Εστέρ («Τα Ημερολόγια της Εστέρ» κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Ποταμός) του Σατούφ Ριάντ που εκτός από το σχολικό χιούμορ απλώνονται σε πολλά κοινωνικά ζητήματα, όπως η ανεργία, η φτώχεια, ο καταναλωτισμός κ.ά. Σε αυτό το πλαίσιο των ιστοριών με χαρακτήρες παιδιά που είναι και συμπεριφέρονται ως παιδιά αλλά και απευθύνονται πρωτίστως σε παιδιά εντάσσονται και οι περιπέτειες του Αριόλ των Εμανουέλ Γκιμπέρτ στο σενάριο και Μαρκ Μπουταβάν στα σχέδια.

Μέχρι σήμερα έχουν κυκλοφορήσει τέσσερις τόμοι στα ελληνικά από τις εκδόσεις Κόκκινο σε μετάφραση του Φίλιππου Μανδηλαρά και της Μυρτώς Ράις, ενώ σύμφωνα με τον εκδοτικό οίκο η σειρά θα συνεχιστεί ώστε να καλύψει τη γαλλική παραγωγή που αριθμεί μέχρι σήμερα δεκατρείς συνέχειες. Η επιτυχία της στη Γαλλία είναι πολύ μεγάλη καθώς εκτός από τις πολλές πωλήσεις και τα επαινετικά σχόλια κριτικών και κοινού, έχουν ήδη γυριστεί δύο σεζόν για την τηλεόραση ενώ έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Και μια τέτοια επιτυχία δεν είναι τυχαία μια και οι ιστορίες του Αριόλ χαρακτηρίζονται από έναν γλυκύτατο ρεαλισμό της καθημερινής ζωής μέσα από τα μάτια των παιδιών και κυρίως ενός μικρού μαθητή, γιου μιας συνηθισμένης μεσοαστικής οικογένειας του Παρισιού. Δεν είναι όμως ένα «κανονικό» παιδί όπως και όλα τα υπόλοιπα «παιδιά» της σειράς.

Ο Αριόλ είναι ένας γαϊδαράκος, ενώ όλοι του οι φίλοι και συμμαθητές καθώς και όλοι οι χαρακτήρες είναι επίσης ζωάκια, συνθέτοντας μια ιδιόμορφη και πολύχρωμη πανίδα (ο καλύτερος φίλος του είναι γουρουνάκι, ο έρωτας της ζωής του είναι μια αγελαδίτσα, ο νυσταλέος μαθητής της τάξης είναι άλογο, ο δάσκαλος είναι σκύλος, ο γυμναστής είναι κόκορας κ.ο.κ.). Με την πολυχρωμία και την πολυμορφία αυτού του ιδιότυπου καστ χαρακτήρων οι Γκιμπέρτ και Μπουταβάν επιδιώκουν και επιτυγχάνουν να εκθειάσουν την αποδοχή της διαφορετικότητας και την αρμονική συνύπαρξη όλων των ειδών χωρίς διακρίσεις στη βάση εξωτερικών χαρακτηριστικών. Η γνωστή οργουελική φράση «όλα τα ζώα είναι ίσα αλλά μερικά είναι πιο ίσα από τα άλλα» από τη «Φάρμα των Ζώων» εδώ δεν ισχύει, χωρίς αυτό ωστόσο να οδηγεί σε μια απολίτικη και απονευρωμένη καταγραφή της κοινωνικής ζωής.

Στα κόμικς του Αριόλ, η κοινωνία δομείται και εξελίσσεται όπως οι γνωστές, σύγχρονες, δυτικές κοινωνίες με τις ταξικές και κοινωνικές αντιθέσεις να είναι παρούσες. Δεν εξωραΐζεται η πραγματικότητα ούτε εξιδανικεύεται για να μην είναι «ενοχλητική» προς τα παιδιά-αναγνώστες. Απλώς δεν αποτελούν καθοριστικό παράγοντα για την τοποθέτηση κάθε μέλους στο κοινωνικό σύνολο χαρακτηριστικά όπως το ζωικό είδος, το μέγεθος των αυτιών, το χρώμα του δέρματος και του τριχώματος, το ύψος, η ύπαρξη ράμφους και φτερών κ.λπ. Κι έτσι τα παιδιά εισάγονται σε έναν κόσμο που όλες του οι μονάδες αποδέχονται όλες τις άλλες όπως είναι, χωρίς να κατηγοριοποιούνται τα μέλη με γνώμονα τη διαφορά τους από τα υπόλοιπα. Καθώς επίσης, κάθε διαφορά δεν αποτελεί αιτία για διαφορετική συμπεριφορά ή διαφορετικές ικανότητες.

Ο Αριόλ και οι φίλοι του είναι όλοι τους «παιδιά» και ζουν όπως όλα τα παιδιά: πασχίζουν να ολοκληρώσουν τη συλλογή με αυτοκόλλητα όταν οι γονείς τους προσπαθούν να τα πείσουν ότι αυτό είναι αδύνατο και οικονομικά εξοντωτικό, ανταλλάσσουν ραβασάκια κρυφά από τους μεγάλους, διαβάζουν κόμικς, τρέμουν την επίσκεψη στον γιατρό, κάνουν φάρσες, βαριούνται τα μαθήματα, ανακαλύπτουν κι επινοούν τον κόσμο (τους) μέσω των μοναδικών εμπειριών της παιδικής ηλικίας. Αλλά όλα αυτά τα φαινομενικά κοινότοπα παρουσιάζονται με ένα γλυκό και συχνά ειρωνικό χιούμορ που καθιστά τις ιστορίες του Αριόλ ένα από τα καλύτερα «μαθήματα» ζωής για τον μικρό αναγνώστη τους. Μάθημα ενσωμάτωσης και ένταξης σε μια κοινότητα που στόχο της δεν έχει την ομοιομορφία και την εξομοίωση αλλά την αποδοχή της ιδιαιτερότητας και ταυτόχρονα μάθημα αποδοχής του παιδικού εαυτού και ενδυνάμωσης του αυτοσεβασμού.

Ολα αυτά θα μπορούσαν να εκπέσουν στον ανιαρό διδακτισμό, τον πατερναλισμό και τις διακηρυκτικού τύπου νουθεσίες που συχνά χαρακτηρίζουν τις απόπειρες των μεγάλων να πείσουν τα παιδιά με παρωχημένα εργαλεία περιγραφής της πραγματικότητας. Οι δύο Γάλλοι δημιουργοί το αποφεύγουν μέσω της χρήσης του χιούμορ που είναι απολαυστικό χωρίς ποτέ να γίνεται χυδαίο ή προσβλητικό, ιδιαίτερα για τον εύθραυστο και ευαίσθητο ψυχισμό των παιδιών. Αντιθέτως, συνθέτουν μια απολαυστική ηθογραφία αστικών παιδικών περιπετειών επιβίωσης στην καθημερινή ζωή και προετοιμασίας για την αναμενόμενη ενηλικίωση. Που δεν θα είναι ρόδινη και ανέφελη –και ποτέ δεν παρουσιάζεται ως τέτοια– αλλά μπορεί να γίνει ομαλότερα και λιγότερο οδυνηρά αν το χιούμορ καταλαμβάνει εξέχουσα θέση σε αυτήν.

Ο Μαρκ Μπουταβάν, εικονογράφος και σχεδιαστής του Αριόλ, έχει γίνει γνωστός κυρίως για τις τηλεοπτικές και έντυπες ιστορίες με πρωταγωνιστή τον Μουκ στα ταξίδια του σε όλο τον κόσμο. Εχει σχεδιάσει επίσης πολλά παιχνίδια, παζλ και άλλα παιδικά προϊόντα, ενώ εργάζεται σταθερά στους τομείς της διαφήμισης και της εικονογράφησης.

Ο Εμανουέλ Γκιμπέρτ, ο πολυβραβευμένος δημιουργός κόμικς και σεναριογράφος του Αριόλ, εκτός από τα δημοφιλή παιδικά του κόμικς έχει μεταξύ άλλων δημιουργήσει το «Brune», μια ιστορία για την άνοδο του ναζισμού τη δεκαετία του 1930, το «La Guerre d’ Alan» για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και το «Photographer», ένα υβρίδιο φωτορεπορτάζ και κόμικς για το Αφγανιστάν σε συνεργασία με τον φωτογράφο των Γιατρών Χωρίς Σύνορα, Didier Lefèvre.


Πηγή

Σχόλια

To ergasianews.gr θεωρεί δικαίωμα του κάθε αναγνώστη να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του. Ωστόσο, τονίζουμε ρητά ότι δεν υιοθετούμε τις απόψεις αυτές καθώς εκφράζουν τον εκάστοτε χρήστη και μόνο αυτόν. Παρακαλούμε πολύ να είστε ευπρεπείς στις εκφράσεις σας. Τα σχόλια με ύβρεις θα διαγράφονται, ενώ οι χρήστες που προκαλούν ή υβρίζουν θα αποκλείονται.

Δείτε επίσης

ΣΥΡΙΖΑ: Για τη νέα εκτίναξη της τιμής του ρεύματος, οι πολίτες αναζητούν λύσεις, όχι παρηγοριά

«Ακόμη και η κυβερνητική κοροϊδία προς την κοινωνία πρέπει να έχει κάποιο όριο», καταλήγει η …