Πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα, σε όρους οικονομικού κόστους και περιβαλλοντικής επιβάρυνσης, έχουν τα διάφορα είδη συστημάτων θέρμανσης, καθώς σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να μην είναι αρκετά αποδοτικά, σε άλλες να στοιχίζουν φθηνά στην «τσέπη» του καταναλωτή και ακριβά στο περιβάλλον ή και τη δημόσια υγεία και σε κάποιες να αποδεικνύονται στην πορεία του χρόνου και επί του πρακτέου πολύ ακριβότερα από ό,τι ανέμενε ο αγοραστής όταν τα εγκαθιστούσε, πχ, λόγω αλλαγής φορολογίας του καυσίμου ή πολύ εκτεταμένης χρήσης σε ένα κλιματιστικό.
Σε κάθε περίπτωση, για την επιλογή ενός συστήματος θέρμανσης, οι καταναλωτές πρέπει να εξετάζουν παράγοντες όπως: 1) η γεωγραφική περιοχή όπου κατοικούν (για παράδειγμα, τα air condition μπορεί να είναι καλή λύση θέρμανσης για ένα σπίτι σε νησί των Κυκλάδων, αλλά σίγουρα δεν είναι ό,τι καλύτερο για μια κατοικία στη δυτική Μακεδονία μέσα στο καταχείμωνο), 2) το αρχικό κόστος εγκατάστασης και η περίοδος απόσβεσης (λαμβάνοντας υπόψη και παράγοντες όπως η δαπάνη συντήρησης και η μεταβολή στην τιμή του καυσίμου λόγω θερμομόνωσης) αλλά και 3) χαρακτηριστικά του κτηρίου, όπως η θερμομόνωση του χώρου, αλλά ακόμα και τα υλικά επικάλυψης του πατώματος.
Ο δρ Άγις Παπαδόπουλος, καθηγητής στο Τμήμα Μηχανολόγων Μηχανικών του ΑΠΘ και διευθυντής του Εργαστηρίου Κατασκευής Συσκευών Διεργασιών, ερωτήθηκε από το ΑΠΕ-ΜΠΕ ποιο είναι, κατά την εκτίμησή του, το πιο συμφέρον σύστημα θέρμανσης για τέσσερις περιοχές της χώρας: τα αστικά κέντρα της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, ένα νησί του Αιγαίου και έναν οικισμό στη δυτική Μακεδονία.
«Η απάντηση σε αυτό εξαρτάται καθοριστικά από το πόσο καλά θερμομονωμένο είναι ένα σπίτι. Αν μιλάμε για ένα καλά θερμομονωμένο σπίτι, χτισμένο μετά το 2010, σχεδόν με όλα τα συστήματα θα είναι αποδοτικό. Στη Θεσσαλονίκη, που έχει πρόσβαση σε δίκτυο φυσικού αερίου, μπορεί κάποιος να λειτουργήσει θαυμάσια έναν λέβητα συμπύκνωσης αλλά και μία αποδοτική αντλία θερμότητας. Στη Βόρεια Ελλάδα γενικά, όπου οι θερμοκρασίες είναι χαμηλότερες, είναι πιο αποδοτικοί οι λέβητες φυσικού αερίου ή πετρελαίου κι αν είναι κατάλληλα σχεδιασμένα τόσο το σύστημα όσο και το σπίτι, μπορεί να γίνει ένα "πάντρεμα" με εναλλακτικές λύσεις όπως μία αντλία θερμότητας. Στη δυτική Μακεδονία λειτουργούν αποδοτικά οι λέβητες πετρελαίου ή και οι ξυλολέβητες. Για τη Νότια Ελλάδα και ιδίως τα νησιά, μια αντλία θερμότητας, ακόμα και αέρα-αέρα, μπορεί να είναι μια χαρά, γιατί εκεί το πρόβλημα δεν είναι τόσο το κρύο, αλλά η υγρασία. Οτιδήποτε και αν διαλέξει κανείς όμως, πρέπει να μελετήσει προσεκτικά όλες τις πτυχές, γιατί τη θέρμανση δεν την αποκτάς για λίγο, αλλά για 20 χρόνια και μια αλλαγή στη φορολογία π.χ., μπορεί να σε κάνει να νιώθεις ότι εγκατέστησες ένα ασύμφορο σύστημα που θα σε συνοδεύει επί μακρόν» απαντά.
Κυρίαρχα το πετρέλαιο και το αέριο, ολοένα πιο δημοφιλείς οι αντλίες θερμότητας. Τα μερίδια κάθε μορφής θέρμανσης
H συντριπτική πλειονότητα των κτηρίων στην Ελλάδα θερμαίνεται σήμερα με υδρογονάνθρακες, δηλαδή πετρέλαιο και αέριο και ακολουθεί ο ηλεκτρισμός, που όμως επίσης σε μεγάλο βαθμό προέρχεται από ορυκτά καύσιμα. «Τα τελευταία χρόνια έχει μειωθεί πολύ η χρήση του πετρελαίου, καθώς το 2010-2020 ήταν η περίοδος, που λόγω της οικονομικής κρίσης καταργήθηκαν στην πράξη οι κεντρικές θερμάνσεις, εξαιτίας της αδυναμίας μέρους των ενοίκων να συνεισφέρουν στην αγορά πετρελαίου. Σε πολλές περιπτώσεις, η χρήση πετρελαίου αντικαταστάθηκε από επιτοίχιους λέβητες αερίου στα μπαλκόνια. Για τον λόγο αυτό, έχει αυξηθεί πολύ η χρήση φυσικού αερίου, που είναι οικονομικά και περιβαλλοντικά αποδοτικότερη, αλλά και του ηλεκτρισμού.
Στο πολεοδομικό συγκρότημα Θεσσαλονίκης, όπου υπάρχει πρόσβαση σε δίκτυο φυσικού αερίου, το 2018 από τα 425.000 νοικοκυριά, περίπου το 56% (ήτοι 240.000) θερμαίνονταν με φυσικό αέριο, 23% με πετρέλαιο, 19% με ηλεκτρισμό (η εκτίμηση είναι πως τα μισά θερμαίνονταν με αντλίες θερμότητας, δηλαδή κυρίως κλιματιστικά και τα άλλα μισά με ηλεκτρικά καλοριφέρ, θερμοπομπούς κλπ) και 2% με βιομάζα (ξύλα, πέλλετς), θερμάστρες υγραερίου κ.ά. Τα ποσοστά αφορούν νοικοκυριά, όχι καταναλισκόμενη ενέργεια. Έχει ενδιαφέρον ότι η Θεσσαλονίκη είναι η πόλη με την υψηλότερη διείσδυση φυσικού αερίου» σημειώνει ο δρ Παπαδόπουλος και εξηγεί πως, αν εξετάσει κάποιος τους σύγχρονους λέβητες συμπύκνωσης, αυτοί έχουν εξαιρετικά υψηλό βαθμό απόδοσης. Ταυτόχρονα, σε όλον τον κόσμο γίνονται ολοένα και πιο δημοφιλείς οι αντλίες θερμότητας.
Τα τρία είδη των αντλιών θερμότητας
Ως προς τις αντλίες θερμότητας, ο καθηγητής επισημαίνει: «Γενικά η απόδοση των αντλιών θερμότητας εξαρτάται από δύο παράγοντες. Ο πρώτος είναι η εξωτερική θερμοκρασία. Στους μηδέν έως τέσσερις βαθμούς εξωτερικής θερμοκρασίας, η απόδοση αυτών των συστημάτων πέφτει πολύ, ενώ σε θερμοκρασίες υπό το μηδέν δύσκολα λειτουργούν. Ο δεύτερος είναι η διαφορά θερμοκρασίας που θέλουμε να πετύχουμε. Όταν έξω η θερμοκρασία είναι -10, δεν μπορείς να εύκολα να ζεστάνεις το νερό στους 60-70 βαθμούς. Με άλλα λόγια, στη Νότια Ελλάδα αυτά τα συστήματα μπορούν να λειτουργήσουν πολύ καλά, αλλά στη δυτική Μακεδονία, μέσα στο καταχείμωνο, δεν θα είναι ό,τι καλύτερο υπάρχει, αφού ή δεν θα λειτουργούν με υψηλό βαθμό απόδοσης ή η θέρμανση θα έχει πολύ μεγάλο κόστος.
Οι αντλίες θερμότητας χωρίζονται σε τρία είδη. Το πρώτο είναι οι αντλίες αέρος-αέρος, παρόμοιες με τα γνωστά σε όλους μας κλιματιστικά, που στις σύγχρονες εκδοχές τους είναι, κατά τον δρα Παπαδόπουλο, αποδοτικά συστήματα και έχουν το ατού ότι είναι και πολύ γρήγορης απόκρισης. Κι αυτό επειδή ανακυκλώνουν τον αέρα του σπιτιού και έτσι σε λίγα μόλις λεπτά μπορούν να αλλάξουν τη θερμοκρασία του χώρου. «Ωστόσο, στα παλιά ελληνικά σπίτια, με τα πατώματα από μωσαϊκό, πλακάκι και μάρμαρο, δηλαδή θερμοδυναμικά βαριά υλικά, δεν μπορείς να ζεστάνεις το δάπεδο με ένα κλιματιστικό χωρίς χαλί, ενώ π.χ. με το καλοριφέρ ζεσταίνεται. Επιπλέον, κάποιοι χώροι όπως η κουζίνα και το λουτρό μένουν ψυχροί, γιατί συνήθως δεν μπορείς να έχεις ένα κλιματιστικό σε κάθε δωμάτιο. Το αν αυτή η μορφή θέρμανσης είναι αποδοτική, εξαρτάται από το σε ποια περιοχή βρίσκεσαι και πόσο θα δουλέψεις τα κλιματιστικά, ενώ περιβαλλοντικά, το κρίσιμο θέμα είναι από πού παράγεται ο ηλεκτρισμός για τη λειτουργία του κλιματιστικού, καθώς συνήθως προέρχεται κι αυτός από ορυκτά καύσιμα» σημειώνει ο καθηγητής του ΑΠΘ.
Ο δεύτερος τύπος αντλίας θερμότητας είναι οι αέρα-νερού. Αυτές, αξιοποιώντας τη θερμοκρασία του περιβάλλοντος αέρα, θερμαίνουν νερό, που κυκλοφορεί είτε στα θερμαντικά σώματα είτε στην ενδοδαπέδια θέρμανση. Τα συστήματα αυτά διασφαλίζουν σαφώς καλύτερες συνθήκες θερμικής άνεσης και αν είναι σωστά μελετημένα, είναι και οικονομικά αποδοτικά, όπως επισημαίνει ο δρ Παπαδόπουλος.
Ο τρίτος τύπος είναι οι αντλίες θερμότητας νερού-νερού. Σε αυτή την περίπτωση χρησιμοποιείται θερμότητα από έναν γεωεναλλάκτη αβαθούς γεωθερμίας, για να ζεσταθεί το νερό στα θερμαντικά σώματα ή την ενδοδαπέδια θέρμανση. Αυτή είναι μια εξαιρετική μορφή θέρμανσης, από άποψη τόσο περιβαλλοντική όσο και οικονομική, γιατί η θερμοκρασία του εδάφους, τέσσερα-πέντε μέτρα κάτω από την επιφάνεια, είναι σαφώς υψηλότερη από εκείνη της επιφάνειας τον χειμώνα.
Ωστόσο, το σύστημα θέρμανσης αυτό έχει δύο θέματα: το ένα είναι ότι το αρχικό κόστος εγκατάστασης είναι μεγαλύτερο σε σχέση με τις άλλες μορφές θέρμανσης και το δεύτερο ότι χρειάζεσαι οικόπεδο για να εγκαταστήσεις τον γεωεναλλάκτη. Έτσι, αυτή η μορφή θέρμανσης είναι ευκολότερη για μια περιαστική κατοικία, από ό,τι για μια αστική. Π.χ., εξηγεί ο καθηγητής, για μια μονοκατοικία 150 τετραγωνικών, θα χρειαζόταν οικόπεδο ενός έως δύο στρεμμάτων, αν και το ακριβές εμβαδόν εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, όπως το είδος του εδάφους. Μπορεί επίσης να γίνει συνδυασμός αντλίας θέρμανσης και ηλιακών συλλεκτών. Αυτό είναι ένα σύστημα ακριβότερο, αλλά οδηγεί σε πολύ καλή απόδοση και για αυτό σε ταχεία απόσβεση.
Βιομάζα, ξυλεία και πέλλετ, τζάκια
Μετά υπάρχει η βιομάζα, π.χ., ξυλεία ή πέλλετ. Με αυτά τα συστήματα, «επιτυγχάνεται πολύ καλής ποιότητας θέρμανση, αλλά χρειάζεται χώρος αποθήκευσης της βιομάζας, γι' αυτό και το συγκεκριμένο σύστημα είναι επίσης πολύ ευκολότερο να εγκατασταθεί σε μια περιαστική κατοικία, παρά σε αστικό περιβάλλον, καθώς σε ένα διαμέρισμα συνήθως δεν υπάρχουν επαρκείς αποθηκευτικοί χώροι. Σε αυτήν τη μορφή θέρμανσης υπάρχει επίσης το πρόβλημα της εκπομπής αιωρούμενων σωματιδίων από την καύση της βιομάζας. Από άποψη εκπομπών CO2 τα συστήματα αυτά είναι ουδέτερα, αλλά εκπέμπονται σωματίδια, οπότε αν τα χρησιμοποιήσουμε σε μεγάλο αριθμό κτηρίων στο αστικό περιβάλλον θα είχαμε μείζον πρόβλημα» επισημαίνει ο δρ Παπαδόπουλος.
Ως προς το τζάκι, τέλος, επισημαίνει πως ως βασικό σύστημα θέρμανσης, ακόμα και αυτό που ονομάζεται -λανθασμένα- «ενεργειακό», δεν έχει μεγάλο βαθμό απόδοσης, αν και είναι σαφώς καλύτερο από το κοινό τζάκι. «Ναι, τα παλιά παραδοσιακά σπίτια ακόμα και στη δυτική Μακεδονία κάποτε θερμαίνονταν με τζάκια, αλλά εκείνα τα τζάκια ήταν πολύ μεγάλα, όχι διακοσμητικά, όπως είναι συνήθως τα σημερινά στα αστικά διαμερίσματα. Τα τζάκια, όπως και όλα τα συστήματα ακτινοβολίας, δεν βοηθούν στη θερμική άνεση. Μπορείς να καθίσεις στα 2-3 μέτρα μπροστά από ένα τζάκι και να ζεσταθεί το μπροστινό μέρος του σώματός σου και το πίσω να κρυώνει. Αν το συνδέσεις με το υπόλοιπο σύστημα για να θερμαίνεις το νερό που κυκλοφορεί στα θερμαντικά σώματα, προκύπτει όφελος. Επιπλέον, σε όποιο σύστημα χρησιμοποιεί ξυλεία ή πέλετ, καλό είναι να εξετάσει κανείς και τον παράγοντα της τιμής της ξυλείας, η οποία εξαρτάται από τη διαθεσιμότητα ξύλων και τις τιμές του πετρελαίου. Αν έχεις πρόσβαση σε φθηνή ξυλεία, πχ, γιατί ζεις σε ένα χωριό και την αγοράζεις από τον δασικό συνεταιρισμό, μπορείς να θερμάνεις ένα σπίτι σε σχετικά καλή τιμή. Στα αστικά κέντρα όμως, η τιμή της ξυλείας δεν είναι κατ' ανάγκην ό,τι οικονομικότερο υπάρχει» σημειώνει.
Πόσο μου κοστίζει η θέρμανση ανά σύστημα και περιοχή;
Μάλιστα, ο δρ Παπαδόπουλος συνόψισε τα αποτελέσματα έρευνας που έχει γίνει από το Εργαστήριο Κατασκευής Συσκευών Διεργασιών ως προς το ετήσιο κόστος θέρμανσης ενός στατιστικά τυπικού θερμομονωμένου διαμερίσματος, εμβαδού 105 τετραγωνικών μέτρων, καθώς και το λεγόμενο «ανηγμένο κόστος» (στο οποίο συνεκτιμάται και το κόστος αγοράς και συντήρησης του συστήματος). Όπως γίνεται εύκολα εμφανές, το κόστος θέρμανσης μπορεί να διαφέρει εντυπωσιακά τόσο από περιοχή σε περιοχή, όσο και αναλόγως συστήματος:
*Αντλία θερμότητας, κόστος ανά κιλοβατώρα 0,050 ευρώ.
Ετήσιο κόστος: 438 ευρώ για την Αθήνα, 659 ευρώ για τη Θεσσαλονίκη, 1.068 ευρώ για την Καστοριά
Ανηγμένο κόστος (περιλαμβάνει το κόστος αγοράς και συντήρησης του συστήματος): 670 ευρώ για την Αθήνα, 1.059 ευρώ για τη Θεσσαλονίκη, 1.568 ευρώ για την Καστοριά
*Λέβητας πέλετ, κόστος ανά κιλοβατώρα 0,064 ευρώ
Ετήσιο κόστος: 560 ευρώ για την Αθήνα, 844 ευρώ για τη Θεσσαλονίκη, 1.100 ευρώ για την Καστοριά
Ανηγμένο κόστος: 691 ευρώ για την Αθήνα, 975 ευρώ για τη Θεσσαλονίκη, 1.231 ευρώ για την Καστοριά
*Λέβητας αερίου, κόστος ανά κιλοβατώρα 0,071 ευρώ
Ετήσιο κόστος: 622 ευρώ για την Αθήνα, 659 ευρώ για τη Θεσσαλονίκη, 1.068 ευρώ για την Καστοριά
Ανηγμένο κόστος: 670 ευρώ για την Αθήνα, 1.059 ευρώ για τη Θεσσαλονίκη, 1.568 ευρώ για την Καστοριά
*Λέβητας πετρελαίου, κόστος ανά κιλοβατώρα 0,093 ευρώ
Ετήσιο κόστος: 814 ευρώ για την Αθήνα, 1.226 ευρώ για τη Θεσσαλονίκη, 1.683 ευρώ για την Καστοριά
Ανηγμένο κόστος: 854 ευρώ για την Αθήνα, 1.266 ευρώ για τη Θεσσαλονίκη, 1.723 ευρώ για την Καστοριά
*Ηλεκτρική θέρμανση, κόστος ανά κιλοβατώρα 0,150 ευρώ
Ετήσιο κόστος: 1.313 ευρώ για την Αθήνα, 1.978 ευρώ για τη Θεσσαλονίκη, 2.715 ευρώ για την Καστοριά
Ανηγμένο κόστος: 1.349 ευρώ για την Αθήνα, 2.014 ευρώ για τη Θεσσαλονίκη, 2.851 ευρώ για την Καστοριά
Τι άλλο πρέπει να έχουν υπόψη τους οι καταναλωτές
Η τακτική συντήρηση σε λέβητα και καυστήρα είναι απαραίτητη. Ακόμη και σε κτήρια σχετικά καινούργια, η κακή συντήρηση επιφέρει μείωση της απόδοσης θέρμανσης από 10% έως 20%. Η συντήρηση του καυστήρα πετρελαίου είναι απαραίτητη κάθε χρόνο, αυτή του φυσικού αερίου ανά διετία και ο καθαρισμός του λέβητα σε πιο αραιά διαστήματα. Ειδικά αν πρόκειται για λέβητα πετρελαίου ο καθαρισμός επιβάλλεται κάθε τετραετία.
Όταν, συνήθως για οικονομικούς λόγους, επιλέγονται μεμονωμένα συστήματα θέρμανσης, που λειτουργούν π.χ. σε ένα ή δύο δωμάτια, μπορεί η λύση να φαντάζει συμφέρουσα, αλλά τελικά αποδεικνύεται ακριβότερη από ό,τι υπολογίζεται αρχικά. Πχ, όταν υπάρχουν πολύ χαμηλές θερμοκρασίες εξωτερικά, η χρήση ενός παλιού κλιματιστικού για θέρμανση έχει πολύ χαμηλή απόδοση, άρα χρειάζεται να είναι συνέχεια σε λειτουργία, κάτι που τελικά κοστίζει ακριβά. Επίσης, τα ηλεκτρικά θερμαντικά σώματα είναι ενεργειακά δαπανηρά, ενώ ζεσταίνουν μόνο τοπικά και μόνο τον αέρα, αλλά όχι τους τοίχους ή το πάτωμα.
Η διακοπτόμενη λειτουργία στα συστήματα θέρμανσης στις οικοδομές (π.χ., κλείσιμο των καλοριφέρ όταν οι ένοικοι λείπουν στη δουλειά), ειδικά εφόσον το κτήριο είναι θερμομονωμένο, δεν είναι η οικονομικότερη λύση. Αν λείπει κάποιος οκτώ ή δέκα ώρες είναι πολύ καλύτερα να ρυθμίσει τη θερμοκρασία στους 15 βαθμούς, παρά να κλείσει το σύστημα τελείως.
Φέτος, που ο καλός αερισμός του σπιτιού είναι -λόγω της πανδημίας- ακόμα πιο σημαντικός, οι καταναλωτές πρέπει να έχουν υπόψη τους ότι ο καλύτερος -ως προς τη θέρμανση- τρόπος αερισμού είναι ο εντατικός σύντομης διάρκειας. Είναι δηλαδή καλύτερο να αερίζουμε όλο το σπίτι για 5 ή 10 λεπτά με ορθάνοιχτα παράθυρα κάθε 1 ή 2 ώρες, παρά για μισή ώρα με μισάνοιχτα, όταν η εξωτερική θερμοκρασία είναι χαμηλή ανάλογα με την εξωτερική θερμοκρασία. Κι αυτό διότι όταν τα παράθυρα ανοίξουν για σύντομο χρόνο, δεν προλαβαίνουν να κρυώσουν τα δομικά στοιχεία του σπιτιού (πάτωμα, τοίχοι).
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ