[...]Με μόνο οδηγό το ένστικτό μου, δεν θα μπορούσα να φανταστώ, εκείνη την περίοδο, ότι άρχιζε να εκκολάπτεται ο δεύτερος βασικός κανόνας που θα πλαισίωνε με ασφάλεια τους ανθρώπους οι οποίοι με εμπιστεύονταν. Ο κανόνας που θα έλεγε: «Βρες το φαγητό σου και μη το παραλείπεις καμία μέρα. Κι αν έχεις βουλιμίες, ικανοποίησέ τες και ξαναγύρνα στη διατροφή σου. Συνέχισε!».
Αυτό το στοιχείο δημιούργησε εντάσεις και ανάμεικτα συναισθήματα· εξέπληξε αλλά και καθησύχασε. Ζητούσα από τους πελάτες μου να τρώνε και τους απέτρεπα από το να μην τρώνε... Ακουγόταν οπωσδήποτε αντιφατικό, καθώς οι άνθρωποι είναι συνηθισμένοι, όταν κάνουν δίαιτα αδυνατίσματος, να υποχρεώνουν τον εαυτό τους να μην τρώει και να του απαγορεύουν να τρώει ό,τι επιθυμεί.
Σε ό,τι με αφορά, αμέσως «εκχωρούσα» (τρόπος του λέγειν) ένα άλλο δικαίωμα: το δικαίωμα να τρέφεται κανείς όπως όλοι οι άνθρωποι που πεινούν, έχουν ανάγκη να φάνε και δεν μπορούν να συγκρατούνται συνεχώς. Εξηγούσα σαφώς ότι εμείς εδώ θα δουλεύαμε αντίστροφα, εστιάζοντας μάλλον στο «Τι θα βρω να φάω» παρά στο «Τι δεν πρέπει να φάω» (από τα απαγορευμένα).
Θα δίναμε ελάχιστη σημασία στο θέμα «Να μη φάω σοκολάτα», αλλά έμφαση στο θέμα «Πού θα βρω τις σαλάτες μου».
Ενα απόγευμα που είχα τη Μαρία Δ. απέναντί μου, έκανα ένα ταξίδι στη χώρα της μνήμης μου και ξαναβρέθηκα πάνω σ’ ένα πλοίο, στην ηλικία των τριών ετών.
Στην τραπεζαρία όπου τρώγαμε ήρθε και κάθισε στο τραπέζι μας ο καπετάνιος. Ηθελε να δει αυτό το τρίχρονο κοριτσάκι το οποίο, όπως του είχαν μεταφέρει, χρησιμοποιούσε μαχαίρι και πιρούνι, ήξερε ποια σερβίτσια πηγαίνουν με το πρώτο πιάτο, ποια με το δεύτερο και ποια με το επιδόρπιο, που σκούπιζε με την πετσέτα το στόμα του προτού πιει και αφότου είχε πιει από το ποτήρι, και που γνώριζε τόσο καλά το savoir vivre, τους «καλούς τρόπους»...
Για τον καπετάνιο ήταν εντυπωσιακό να βλέπει έναν τόσο μικρής ηλικίας άνθρωπο, ένα μικρό παιδάκι, να διαχειρίζεται τόσο καλά και σωστά το πρωτόκολλο ενός γεύματος. Για μένα όμως ήταν πολύ καταπιεστικό και κουραστικό να ακολουθώ όλους αυτούς τους κανόνες στη σειρά. Βέβαια, καθώς με πλημμύριζε ο φόβος ότι αν δεν έτρωγα «θα τις έτρωγα» (και γενικά, αν δεν ήμουν «comme il faut»…), αναγκάστηκα να μάθω όλα τα σχετικά κι έτρεμα μην τυχόν και κάνω λάθος.
Οπότε; «Θέλω» και τιμωρία ή «πρέπει» και ασφάλεια; Κάνοντας ό,τι έπρεπε, γλίτωνα την τιμωρία. Ούτε που μου περνούσε από το μυαλό, έστω και για ένα δευτερόλεπτο, ότι πολύ θα ήθελα να φάω με τα χέρια και να μη με νοιάζει αν θα πασαλειβόμουν – ειδικά με το παγωτό σοκολάτα. Ημουν άψογη σε όλα, πεντακάθαρη και αλάνθαστη!
Οταν επανήλθα από το ταξίδι της μνήμης μου και αντίκρισα πάλι τη Μαρία Δ., μπόρεσα να κάνω τη σύγκριση και να δω πόσο και αυτή προσπαθούσε να είναι σε όλα άψογη και αλάνθαστη, ιδίως στη δίαιτά της. Οπως εγώ όταν ήμουν μικρή, έτσι κι εκείνη έτρεμε μην τυχόν κάνει λάθη και χαλάσει τη διατροφή της.
Τα «λάθη» της ήταν οι βουλιμίες και οι παρασπονδίες της, οπότε η τιμωρία ήταν να παχαίνει. Πάχαινε όταν έκανε διατροφικές παρεκτροπές -ή τουλάχιστον έτσι πίστευε- κι εγώ είχα βαλθεί να της ανατρέψω αυτή την αντίληψη, λεκτικά και θεωρητικά σε έναν πρώτο χρόνο, ώσπου να φτάσει η στιγμή που θα το έπραττε η ίδια.
Οταν τελείωνα τη δουλειά μου τα βράδια κι έμενα μόνη στο γραφείο μου, αναρωτιόμουν αν είχα σώας τας φρένας. Επανεξέταζα όσα έλεγα στους θεραπευόμενούς μου και μελετούσα τις συνομιλίες, τις προτροπές μου και τη γενικότερη επικοινωνία μας, καθώς και τις προτάσεις μου να τρώνε και να αποδέχονται τις βουλιμίες τους ακυρώνοντας τις απαγορεύσεις και τη στέρηση των γευστικών τους επιθυμιών, όταν ξεπερνούσαν τα όρια της αντοχής τους.
Συνήθιζα να λέω: «Εχουμε ανάγκη να κάνουμε λάθη· να μπορέσουμε να κάνουμε λάθη· να δούμε τι θα γίνει και τι θα πάθουμε αν φάμε». Ενιωθα ότι βρισκόμουν εκτός σχηματισμού, αλλά εντός πορείας. Το μόνο που με καθησύχαζε όταν έχανα την αυτοπεποίθησή μου και αμφέβαλλα για την ίδια μου την ισορροπία ήταν το γεγονός ότι άκουγα τους πελάτες μου να λένε: «Οντως, έτσι είναι».
Σε κάθε νέα συνάντησή μας, οι πελάτες μου εξομολογούνταν πως από τη στιγμή που άρχιζαν να σκέφτονται τα παραπάνω, άρχιζαν επίσης να αισθάνονταν πιο καλά και πιο ήρεμοι. Οι πιο τολμηροί πραγματοποιούσαν και γευστικές ικανοποιήσεις που προηγουμένως δεν θα επέτρεπαν στον εαυτό τους ή έτρωγαν και μεγαλύτερες μερίδες. Ηταν πιο ανάλαφροι, πιο ευχαριστημένοι, φοβούνταν λιγότερο μήπως παχύνουν, πιο δυνατοί. Και το πιο θαυμαστό; Πιο αδύνατοι...
Αυτή ήταν η βοήθεια που μου έδιναν εκείνοι: τη διαπίστωση πως ήμουν σε καλό δρόμο, κάτι που μου πρόσφερε ικανοποίηση και ελπίδα ότι θα μπορούσα να γίνω ακόμα πιο αποτελεσματική.
Ηταν μια αμφίδρομη σχέση μέσα στην οποία οι πελάτες μου προπορεύονταν εφαρμόζοντας την «αντίθετη», την «παράδοξη» μέθοδό μου, ενώ εγώ τους ακολουθούσα.[...]*
* Απόσπασμα από το βιβλίο μου «Εγώ και η ανάγκη μου για τροφή», εκδόσεις opera, 2014
Φύλλα ελιάς
Τα φύλλα ελιάς χρησιμοποιούνται εδώ και εκατοντάδες χρόνια για τη θεραπεία του πυρετού, της μαλάριας, του κρυολογήματος και των μυκητιάσεων. Η σύγχρονη έρευνα δείχνει πως η ελαιοευρωπεΐνη, ένα πικρό συστατικό των φύλλων της ελιάς, έχει αντιβακτηριδιακή, αντιιική και αντιπρωτοζωική δράση. Ο καλύτερος τρόπος πρόσληψης ενός φύλλου ελιάς ως συμπληρώματος, είναι ως εκχύλισμα σε υγρή μορφή ή σε κάψουλα.
Εχινάτσεα
Το βότανο αυτό, κάποιες φορές σε συνδυασμό με χρυσόριζα, αποτελεί ένα ιδιαίτερα αποτελεσματικό μέσο που τονώνει το ανοσοποιητικό σύστημα, αλλά λειτουργεί καλύτερα όταν χρησιμοποιείται πριν από τη λοίμωξη. Κάποιοι είναι αλλεργικοί σε αυτό, οπότε σε περίπτωση που μετά από την πρώτη δόση νιώσετε χειρότερα, είναι καλύτερο να το σταματήσετε!
Καρποί κουφοξυλιάς
Οι Ινδιάνοι της Αμερικής χρησιμοποιούσαν για πολλά χρόνια τους καρπούς της κουφοξυλιάς, κυρίως για τη θεραπεία λοιμώξεων. Οι καρποί αυτοί περιέχουν αντιφλεγμονώδη βιοφλαβονοειδή, τα οποία σύμφωνα με μελέτες σε δοκιμαστικούς σωλήνες αναστέλλουν την ανάπτυξη του ιού. Πιο συγκεκριμένα, τα φλαβονοειδή των καρπών αυτών μπορούν να καταστείλουν τη δράση κάποιας πρωτεΐνης που είναι απαραίτητη για τον πολλαπλασιασμό και την εξάπλωση του ιού.*
Οιι πληροφορίες είναι από την ιστοσελίδα Εναλλακτική Δράση.