Η πανδημία, η οποία εξακολουθεί δριμύτατη, εκτός από τις άμεσες και τραγικές συνέπειες στην ζωή και στην υγεία των ανθρώπων, επέφερε πολλές ανατροπές και ανέδειξε πολλά και κρίσιμα ζητήματα για τις κοινωνίες, τους θεσμούς και τους πολίτες τους. Οι κοινωνικές και διαπροσωπικές σχέσεις αλλάζουν, οι τρόποι εργασίας είτε πλήττονται είτε μετασχηματίζονται, οι ανορθολογισμοί και οι διάφορες εκδοχές τους επανεμφανίζονται, τα συστήματα υγείας δοκιμάζονται, το κράτος ως μηχανισμός πρόνοιας ξαναγίνεται επίκαιρο αλλά και αυξάνει τον επιτηρητικό του ρόλο. Φυσικό ήταν όλα αυτά τα ζητήματα που προέκυψαν και εξακολουθούν να προκύπτουν να πυροδοτούν ανάλογους προβληματισμούς και σχετικές απόπειρες ερμηνείας και ανάλυσης της νέας, μετά την πανδημία, κατάστασης. Μάλιστα, έχουν εκδοθεί ήδη αρκετά βιβλία που επιχειρούν να ανιχνεύσουν τα νέα προβλήματα.
Η αναφορά σε κάποια από αυτά δεν μπορεί να μην αρχίσει με το δοκίμιο του Ιταλού συγγραφέα Paolo Giordano με τον τίτλο Περί μετάδοσης και υπότιτλο Επιστήμη, άνθρωπος και κοινωνία στην εποχή της πανδημίας (μτφρ. Σώτη Τριανταφύλλου, Πατάκης 2020, σελ. 96), που μάλλον ήταν το πρώτο σχετικό βιβλίο, αφού γράφτηκε τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο του 2020, στις αρχές δηλαδή της εκδήλωσης της πανδημίας στην Ιταλία.
Ο συγγραφέας του, προδρομικός και προφητικός, στο σύντομο αλλά περιεκτικό αυτό δοκίμιο του, εντοπίζει και αναδεικνύει τις επιπτώσεις της εμφάνισης και της γρήγορης διασποράς του κορονοϊού στον συνδεδεμένο σύγχρονο κόσμο αλλά και στην ανυποψίαστη, αρχικά, κοινωνία της χώρας του, η ζωή της οποίας αλλάζει ριζικά. Αλλάζει, γιατί όπως επισημαίνει ο Giordano, η επιδημία είναι «μόλυνση στο δίκτυο των σχέσεων μας» και επιπλέον επιβάλλει νέους διαχωρισμούς στους ανθρώπους, πέρα από τους υπάρχοντες κοινωνικούς. Οι άνθρωποι πια διακρίνονται στους επίνοσους, δηλαδή σ’ εκείνους που κινδυνεύουν να μολυνθούν, στους μολυσμένους και στους αναρρώσαντες ή τους ανοσοποιημένους. Οι μαθηματικοί υπολογισμοί για την αυξητική διασπορά του ιού κυριαρχούν, νέα διλήμματα και μοιρολατρικές αντιλήψεις εμφανίζονται, το φάντασμα της Κίνας ως τόπου εκκίνησης της πανδημίας πλανάται επίφοβο και ο συγγραφέας συλλαμβάνει και περιγράφει τις απαρχές της νέας ανθρώπινης συνθήκης.
Ενα άλλο εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο είναι αυτό του καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου Ξενοφώντα Κοντιάδη με τον τίτλο Πανδημία, βιοπολιτική και δικαιώματα και υπότιτλο Ο κόσμος μετά τον Covid-19 (εκδ. Καστανιώτη, 2020, σελ. 192). Ο συγγραφέας εξετάζει τις επιπτώσεις της πανδημίας και των στρατηγικών της αντιμετώπισης της στο πεδίο των πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων και της λειτουργίας του κράτους.
Η χρήση της φουκοϊκής έννοιας της βιοπολιτικής, η οποία περιγράφει τις «τεχνικές ρύθμισης και διαχείρισης της ζωής, της αρρώστιας, της αναπαραγωγής, της επιθυμίας και του θανάτου των ανθρώπινων πληθυσμών», δείχνει την ερμηνευτική οπτική του Κοντιάδη. Ομως, η τρέχουσα πανδημία δεν είναι, κατ’ αυτόν, η αιτία για την άσκηση των βιοπολιτικών μεθόδων, αλλά ο «καταλύτης και ο επιταχυντής» για την εμφάνιση και την εδραίωση τάσεων και πρακτικών που προϋπήρχαν στις κοινωνίες της ύστερης νεωτερικότητας του τέλους του προηγούμενου αιώνα. Βλέπει δε σ’ αυτό το γεγονός το προείκασμα της συγκρότησης ενός νέου βιοπολιτικού παραδείγματος.
Ο συγγραφέας, στα κεφάλαια του λιτού αλλά πυκνού δοκιμίου του, εκδιπλώνει τις διάφορες εκδηλώσεις της βιοπολιτικής αυτής απέναντι στην πανδημία και αναλύει ταυτόχρονα και τα προβλήματα που αναφύονται. Ετσι, δεν βλέπει την πανδημία ως προϊόν της κοινωνίας της διακινδύνευσης αλλά ως αποτέλεσμα της ανθρώπινης παρέμβασης στο φυσικό περιβάλλον και των ελεύθερων συναλλαγών και επικοινωνιών της παγκοσμιοποίησης. Θεωρεί ότι το κοινωνικό κράτος πρόληψης απέτυχε στον έλεγχο των υγειονομικών διακινδυνεύσεων στις συνθήκες της παγκοσμιοποίησης λόγω της επιλογής άλλων προτεραιοτήτων και κυρίως της δημόσιας ασφάλειας, μετά την έκρηξη της τρομοκρατίας από τις αρχές του νέου αιώνα.
Θέτει δε και διερευνά το ιδιαίτερα κρίσιμο ζήτημα του περιορισμού των δικαιωμάτων που επιβάλει η βιοπολιτική διαχείριση της πανδημίας. Επισημαίνει ότι, πλέον, συνταγματικά και θεσμικά, η υγεία δεν είναι μόνο αγαθό αλλά και δικαίωμα των πολιτών και όσων διαμένουν στην εθνική επικράτεια. Για την προστασία αυτού του δικαιώματος αναγνωρίζει ότι κάποια άλλα κάμπτονται και περιορίζονται μπροστά στην πανδημία.
Στο πλαίσιο του διαλόγου για τη συνταγματικότητα των περιορισμών αυτών δέχεται ότι, στην πράξη, στις συνθήκες της πανδημίας, η προτεραιότητα της προστασίας της ζωής και της υγείας είναι εύλογη αλλά απαιτείται η αναλογικότητα και η προσωρινότητα των περιοριστικών μέτρων και η ευρύτατη συναίνεση των ειδικών επιστημόνων για την αναγκαιότητά τους.
Προέχει βέβαια και η ισότητα όλων ενώπιον των περιορισμών. Ο Κοντιάδης όμως αναδεικνύει και τη σύγχρονη επιτηρητική πραγματικότητα με την ανάπτυξη και τη χρήση των νέων τεχνολογιών. Η ηλεκτρονική καταγραφή προσωπικών δεδομένων, η χρήση καμερών, η παρακολούθηση πολιτών που γίνονταν κατ’ εξαίρεση για θέματα ασφάλειας γενικεύτηκαν και κανονικοποιήθηκαν με αφορμή τον κορονοϊό. Η επιτήρηση και ο έλεγχος των περιοριστικών μέτρων κατά της πανδημίας σε ορισμένα αυταρχικά ή ημιαυταρχικά καθεστώτα έγινε με τεχνολογίες παρακολούθησης και γεωεντοπισμού.
Απέναντι σ’ αυτήν τη νέα πραγματικότητα του διαδικτυακού χώρου που καταργεί την ιδιωτικότητα και του τρομακτικού εικονικού Πανοπτικού που δημιουργήθηκε, χρειάζεται να συγκροτηθούν, επιστημονικά και πολιτικά, στο πλαίσιο ενός νέου συνταγματισμού, τα δικαιώματα προστασίας των πολιτών. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι δεν θεωρεί τα μέτρα αναγκαία και απαραίτητα για την αντιμετώπιση της πανδημίας.
Διατυπώνει, όμως, την απορία του για το εάν οι μηχανισμοί επιτήρησης και παρακολούθησης και τα λογισμικά κατασκοπευτικά προγράμματα θα παραμείνουν και θα παγιωθούν ή η χρήση τους θα προκαλέσει ένα πολιτικό κίνημα ελέγχου. Πέρα από αυτά διαπιστώνει επιπλέον ότι η πανδημία είναι μια αποτυχία της παγκοσμιοποιημένης και πολλαπλά διασυνδεδεμένης ανθρωπότητας και για αυτό διακρίνει μια ορισμένη επιστροφή του κράτους, η οποία όμως δεν αμφισβητεί ούτε την ίδια την παγκοσμιοποίηση ούτε επαναφέρει την παλιά εθνική κυριαρχία.
Η οικονομική κρίση που ακολούθησε την πανδημία και οι άλλες επιδράσεις της, όπως οι αλλαγές στους τρόπους εργασίας, χρειάστηκαν και χρειάζονται κρατικές παρεμβάσεις, καταδικασμένες και συκοφαντημένες μέχρι πρότινος. Ετσι υπήρξαν πολιτικές τόνωσης της ζήτησης, επιδόματα σε ανέργους και εργαζόμενους, επιχορηγήσεις σε επιχειρήσεις, προσπάθειες ενίσχυσης των συστημάτων και των υποδομών υγείας.
Ο Κοντιάδης, ο οποίος συνέγραψε τελικά ένα σημαντικό, θεωρητικά πλήρως τεκμηριωμένο και σφαιρικό δοκίμιο, καταλήγει ότι, μετά την πανδημία, είναι αναγκαία η επιστροφή στην πολιτική και στη δι’ αυτής ανάδειξη του ζητήματος της κατανομής των πόρων και του πλούτου σε παγκόσμιο επίπεδο για την επίλυση παγκόσμιων προβλημάτων.
Οι πανδημίες όμως έχουν παρελθόν που συχνά είναι απωθημένο από τη συλλογική μνήμη, αλλά και από την ιστορία. Μια τέτοια πανδημία και σχετικά πρόσφατη ήταν η επιδημία της ισπανικής γρίπης που ξέσπασε στη δεύτερη δεκαετία του προηγούμενου αιώνα. Ο Γάλλος καθηγητής Γεωγραφίας Freddy Vinet στο βιβλίο του Η μεγάλη γρίπη του 1918, με υπότιτλο Η χειρότερη επιδημία του 20ού αιώνα - Ιστορία της ισπανικής γρίπης (μτφρ. Αριστέα Κομνηνέλλη, Μεταίχμιο, 2020, σελ. 336), ιχνηλατεί και χαρτογραφεί τη μεγάλη επιδημία που έπληξε ολόκληρο τον κόσμο από τον Απρίλιο του 1918 μέχρι τον Ιούνιο του 1919.
Η επιδημία αυτή εκτιμάται ότι επέφερε έναν τεράστιο αριθμό θανάτων που κυμαίνεται ανάμεσα στο 2% με 5% του τότε παγκόσμιου πληθυσμού, δηλαδή πενήντα με εκατό εκατομμύρια ανθρώπους. Ακόμα και μέχρι σήμερα, όμως, επισημαίνει ο συγγραφέας, το μυστήριο τόσο της επιθετικότητάς της όσο και της ονομασίας της ως ισπανικής γρίπης δεν έχει διαλευκανθεί. Εκτός από τον αναγκαίο παθογόνο παράγοντα, αποδίδει την επιθετική της εξάπλωση στην ήδη διαμορφωμένη τότε παγκοσμιοποίηση των μέσων μεταφοράς και βέβαια στις μετακινήσεις των στρατευμάτων που μετείχαν στις συγκρούσεις του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Αλλωστε οι πηγές για την εκδήλωση της επιδημίας και των αποτελεσμάτων της είναι τα στρατιωτικά ιατρικά αρχεία, μαζί βέβαια με τα ληξιαρχεία και τις επιστημονικές και δημοσιογραφικές αναφορές της εποχής.
Ο Vinet παρακολουθεί την εξέλιξη της γρίπης στη Γαλλία και στις ΗΠΑ κυρίως, αλλά και στον υπόλοιπο πλανήτη, μέχρι και τον Ειρηνικό, με απουσία όμως αναφορών στα Βαλκάνια και τη Νότια Ευρώπη. Την περίοδο εκείνη είχε αρχίσει η «επιδημιολογική μετάβαση» προς την υποχώρηση των λοιμωδών ασθενειών, λόγω και των πολλών επιστημονικών ιατρικών ανακαλύψεων, και η επιδημία και η τόσο μεγάλη επέκτασή της είναι ένα γεγονός παράδοξο. Το ίδιο δεν φαντάζει όμως και η τρέχουσα πανδημία του κορονοϊού, όταν μάλιστα η ιατρική επιστήμη έχει αναπτυχθεί τόσο και η μνήμη των παλιών επιδημιών και λοιμών έχει σβήσει εντελώς στον δυτικό κόσμο; Βέβαια τότε τα αντιβιοτικά δεν υπήρχαν ακόμα, ούτε η αναπνευστική υποστήριξη, και η ανάπαυση λόγω των γενικότερων συνθηκών και του πολέμου ήταν απαγορευμένη.
Το πλέον αξιοπερίεργο που επισημαίνει και ο συγγραφέας, δίνοντας όμως κάποιες ερμηνείες, είναι η πλήρης απώθηση της επιδημίας και των πολλαπλών επιπτώσεών της από τη συλλογική μνήμη αλλά και από την ιστορική έρευνα. Το κενό καλύπτεται από τον συγγραφέα και το παρόν βιβλίο του, που, πέρα από την ανάδειξη ενός πολλαπλά σημαντικού γεγονότος, συνεισφέρει και στη σύνδεση και στη σύγκριση με το ιστορικό και υγειονομικό παρελθόν.
Μια μικρή αναφορά, τέλος, σε έναν τόμο της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου με τον τίτλο Καιρός του ποιήσαι: Η Ορθοδοξία ενώπιον της πανδημίας του κορωνοϊού (επιμ. Νικόλαος Ασπρούλης - Nathaniel Wood, Εκδοτική Δημητριάδος, 2020, σελ. 176). Τα κείμενα των Ελλήνων και ξένων ορθόδοξων ιερωμένων και θεολόγων που αποτελούν τον τόμο προσπαθούν να συγκροτήσουν μια σοβαρή και νηφάλια θεολογική αντιμετώπιση της πανδημίας του κορονοϊού και των πολλών και ποικίλων ζητημάτων που έθεσε και στην Εκκλησία.
Πρόκειται ασφαλώς για μια όαση, όπως και συνολικά το έργο της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου, στην έρημο της απαιδευσίας και της διανοητικής ένδειας που δυστυχώς χαρακτηρίζει τη θεσμικά οργανωμένη Ορθόδοξη Εκκλησία. Τα κείμενα του τόμου συνιστούν ακόμα μια προσπάθεια επικοινωνίας μιας ορθόδοξης χριστιανικής θεολογίας με τον σύγχρονο κόσμο και τη δύσκολη εποχή του. Αξίζουν να διαβαστούν και να συνδιαλλαχθούν και όχι μόνο με τους πιστούς.