Φαίνεται πως και οι αστυνομικοί αντιλαμβάνονται την 6η Δεκεμβρίου σαν σαν μια μέρα ξεχωριστή, διότι ακόμη και φέτος, δώδεκα ολόκληρα χρόνια μετά, ήταν και πάλι σεληνιασμένοι, αφηνιασμένοι, εξαγριωμένοι. Το πάθος με το οποίο ξυλοκοπούν εντελώς απρόκλητα, πατούν διαδηλωτές με τα δίκυκλά τους, διαλύουν ανθοδέσμες προς τιμήν του νεκρού μας, στριμώχνουν κόσμο μέσα σε πολυκατοικίες και συλλαμβάνουν ό,τι κινείται, δείχνει πως ενεργούν όχι (μόνο) βάσει των οδηγιών που λαμβάνουν από τον υπουργό τους αλλά και από προσωπικό σαράκι, από μίσος. Μοιάζουν να «τιμούν» την 6η Δεκεμβρίου σαν μια δική τους επέτειο, την επέτειο που ένας από αυτούς έκανε αυτό που ονειρεύονται χιλιάδες: φύτεψε μερικές σφαίρες στην καρδιά ενός παιδιού, μόνο και μόνο γιατί το παιδί ήταν στα Εξάρχεια.
Ολα κι όλα, έχει δίκιο ο κύριος Χρυσοχοΐδης που λέει και ξαναλέει πως η αστυνομία κάνει απλώς τη δουλειά της, κάθε φορά που κάποιος τολμά να καταγγείλει το κατασταλτικό αίσχος που βιώνουμε κάθε μέρα. Βγάζει πολύ περισσότερο νόημα το να αποδεχτούμε πως η δουλειά της αστυνομίας είναι να τρομοκρατεί τους πολίτες -αφού το επικροτεί και ο ίδιος ο υπουργός- παρά να προσπαθούμε ξανά και ξανά να αποδείξουμε ότι η δουλειά της είναι να τους προστατεύει.
Πράγματι, η αστυνομία κάνει τη δουλειά της, δουλειά για την οποία έχει λάβει σαφέστατες άνωθεν εντολές, δουλειά που κοστίζει στα κρατικά ταμεία όσα λείπουν από την Παιδεία, την Υγεία και την Πρόνοια, δουλειά που έχει στόχο την πλήρη υποδούλωση του λαού μέσα από έναν φόβο τόσο συνταρακτικό που παραλύει κάθε διάθεση για αντίδραση.
Διότι δεν είναι δυνατόν να στοχεύει αλλού μια τόσο λυσσαλέα, ευρεία και διαρκής επίθεση της αστυνομίας προς τους απλούς ανθρώπους. Μια επίθεση που δεν περιορίζεται μόνο σε όσους και όσες τολμούν ακόμα να διαμαρτύρονται, να διαδηλώνουν, να απεργούν, να τιμούν τη μνήμη των νεκρών τους, αλλά προς πραγματικά όλους και όλες που δεν ανήκουν στη νεοφιλελεύθερη ελίτ. Μια επίθεση που εκτυλίσσεται σε όλους τους δρόμους και τις πλατείες σε κάθε αστικό κέντρο της χώρας, όπου ανά πάσα στιγμή μπορεί να σε σταματήσουν χωρίς κανένα λόγο, να σε τραμπουκίσουν, να σε προσβάλουν με κάποιο χυδαίο σεξιστικό, ομοφοβικό, ρατσιστικό σχόλιο ή να σε συλλάβουν για όποιον απίθανο λόγο τούς έρθει στο κεφάλι.
Απέναντι, δε, σε όσους και όσες επιμένουν να αντιδρούν, η επίθεση έχει πολύ έντονο χαρακτήρα εκδικητικότητας και σαδισμού, όπως προδίδει η συμπεριφορά των αστυνομικών όποτε βρίσκονται απέναντι σε διαμαρτυρόμενη λαϊκή μάζα. Βρίζουν αισχρά, προκαλούν, ειρωνεύονται τα αγωνιστικά συνθήματα, προσβάλλουν τα δικά μας «ιερά», χαϊδεύουν τις σκανδάλες των όπλων τους με λαγνεία, φωτογραφίζουν ή βιντεοσκοπούν διαδηλωτές (και ποιος ξέρει τι κάνουν τις φωτογραφίες και πώς μας στοχοποιούν κατά το δοκούν). Ακόμη περισσότερο, όταν αποφασίζουν να διαλύσουν τις συγκεντρώσεις μας -μια απόφαση που εσχάτως λαμβάνεται από πριν, από την ίδια την Αστυνομική Διεύθυνση- μοιάζει να παίζουν με την εξαιρετικά λεπτή γραμμή που χωρίζει τη δολοφονική βία και τη δολοφονία. Φαίνεται στη συμπεριφορά τους ότι δεν θέλουν να δολοφονήσουν κάποιον από εμάς -πολλή σκοτούρα, μάλλον- αλλά θέλουν να πιέσουν τα όρια της βίας τους όσο γίνεται πιο κοντά στη δολοφονία, σαν να πρόκειται για κάποιο μεταξύ τους στοίχημα.
Η 6η Δεκεμβρίου μοιάζει να είναι εξίσου σημαντική επέτειος για εκείνους, όσο είναι και για εμάς που ποτέ δεν θα πάψουμε να νιώθουμε αυτόν τον απαίσιο κόμπο στο λαιμό, όταν σκεφτόμαστε πόσο άδικα μάς στέρησαν τον Γρηγορόπουλο. Φαίνεται πως κι εκείνοι αντιλαμβάνονται αυτή την ημέρα σαν πολύ ξεχωριστή, διότι ακόμη και φέτος, δώδεκα ολόκληρα χρόνια μετά, οι αστυνομικοί ήταν και πάλι σεληνιασμένοι, αφηνιασμένοι, εξαγριωμένοι. Το πάθος με το οποίο ξυλοκοπούν εντελώς απρόκλητα, πατούν διαδηλωτές με τα δίκυκλά τους, διαλύουν ανθοδέσμες προς τιμήν του νεκρού μας, στριμώχνουν κόσμο μέσα σε πολυκατοικίες και συλλαμβάνουν ό,τι κινείται, δείχνει πως ενεργούν όχι (μόνο) βάσει των οδηγιών που λαμβάνουν από τον υπουργό τους αλλά και από προσωπικό σαράκι, από μίσος. Μοιάζουν να «τιμούν» την 6η Δεκεμβρίου σαν μια δική τους επέτειο, την επέτειο που ένας από αυτούς έκανε αυτό που ονειρεύονται χιλιάδες: φύτεψε μερικές σφαίρες στην καρδιά ενός παιδιού, μόνο και μόνο γιατί το παιδί ήταν στα Εξάρχεια.
Η εντύπωση ότι ο Κορκονέας αποτελεί είδωλο για τα όργανα καταστολής ενισχύεται από τις πραγματικά αμέτρητες φορές από την πρώτη νύχτα της εξέγερσης του 2008 μέχρι και σήμερα, που έχουν προκαλέσει τον αντιστεκόμενο λαό με ύβρεις προς τον νεκρό Γρηγορόπουλο. Η διεστραμμένη ατάκα «πού είναι ο Αλέξης;» την οποία επιμένουν να ξεστομίζουν (είμαι βέβαιος πως θα έχετε ακούσει κι εσείς αν έχετε βρεθεί απέναντί τους στον δρόμο) δείχνει πως η δολοφονία του αποτελεί και γι’ αυτούς «σημαία», αλλά από την ανάποδη. Την 6η Δεκεμβρίου, απέκτησαν κι αυτοί τον δικό τους ήρωα.
Οσοι, λοιπόν, μιλούν για «εκδημοκρατισμό της αστυνομίας», μάλλον κάτι δεν έχουν καταλάβει καλά. Αυτές οι τρεις λέξεις θα μπορούσαν να είναι το συντομότερο… ανέκδοτο της γλώσσας μας, αν δεν υπήρχε ένα ακόμη συντομότερο, με μόλις τρία γράμματα: ΕΔΕ. Η ιδέα, δηλαδή, ότι η ίδια υπηρεσία που στέλνει στους δρόμους χιλιάδες επίδοξους Κορκονείς να δολοφονήσουν τη λαϊκή δίψα για ελευθερία, θα τιμωρήσει κάποιον από αυτούς γιατί έκανε… τη δουλειά του, όπως λέει ο κ. Χρυσοχοΐδης.
Και πώς μπορούμε να (αντι)σταθούμε εμείς απέναντι σε αυτήν την ασύμμετρη απειλή; Ο δρόμος είναι ένας και μοναδικός: να μην βουλιάξουμε στον φόβο μας, να αντιδράσουμε ξανά, να γίνουμε πολλοί, πραγματικά πολλοί. Να σπάσουμε την τρομοκρατία τους, να αγωνιστούμε μέχρι να τρομοκρατηθούν εκείνοι από τη δύναμη της αντίστασης.
Υ.Γ.: Μία από τις πιο καθηλωτικές και συγκινητικές στιγμές της εξέγερσης του ‘08 διαδραματίστηκε μερικές ώρες μετά τη δολοφονία του Γρηγορόπουλου, όταν εκατοντάδες χιλιάδες μαθητές, πλημμυρίζοντας σχεδόν όλο το μήκος της Πανεπιστημίου, ούρλιαζαν με όλη τους τη δύναμη για πάνω από 10 λεπτά «Εμπρός για της Γενιάς μας τα Πολυτεχνεία / Η Χούντα δεν τελείωσε το ‘73», πιάνοντας έτσι το νήμα της αντιδικτατορικής εξέγερσης και ενώνοντάς το με μια εξέγερση που μόλις γεννιόταν. Ας πιάσουμε σήμερα το νήμα του Δεκέμβρη και ας το ενώσουμε με το αγώνα του σήμερα για ζωή με αξιοπρέπεια.