Η δράση του «Φαντομά» Περικλή Νικολαΐδη και των συνεργατών του μέσα από το νέο βιβλίο του Ανδρέα Βενιανάκη «Ποντάροντας στην γερμανική ρουλέτα» ● Το δίκτυο με καζίνα και χαρτοπαικτικές λέσχες που επεκτάθηκε στην Αθήνα, τα οργιώδη γλέντια και η κατεδάφιση των εβραϊκών οικισμών.
Μέρες και νύχτες καραντίνας που διανύουμε, αν ψάχνετε αναγνώσματα περιπετειώδη, με μυστήριο, πλοκή και δράση, δεν χρειάζεται πάντα να καταφεύγετε στη μυθοπλασία. Η ζωή έχει πλάσει γεγονότα με συστροφές της πλοκής που αιφνιδιάζουν και που θα ζήλευαν και οι πλέον ευφάνταστοι συγγραφείς. Ενα τέτοιο βιβλίο, στις σελίδες του οποίου αναπλάθεται η Θεσσαλονίκη της γερμανικής κατοχής, με λεπτομέρειες θαμμένες στην αμνησία που σώρευσε ο χρόνος, εκδόθηκε προσφάτως.
Οι πρωταγωνιστές του, δωσίλογοι και ταγματασφαλίτες, προδότες και θηριώδεις άρπαγες, έγιναν αφορμή να ανιχνευτούν τα γερμανικά κατασκοπευτικά δίκτυα της εποχής. Το βιβλίο, ακόμη κι αν ξέρεις από τις πρώτες αράδες ότι η λύτρωση –που χαρίζουν συνήθως τα βιβλία δράσης– δεν πρόκειται να έρθει, δεν σε αφήνει μέχρι να μάθεις και την τελευταία λεπτομέρεια που καταγράφει.
Ο Ανδρέας Βενιανάκης δεν είναι ιστορικός με σπουδές, έχει όμως πάθος και πείσμα που δύσκολα βρίσκεις κι έτσι το «Ποντάροντας στην γερμανική ρουλέτα - Καζίνο και πράκτορες στην κατοχική Θεσσαλονίκη 1941-44» συνεχίζει ό,τι ο ίδιος άρχισε με το πρώτο βιβλίο του που είχε προκαλέσει αίσθηση και μεγάλο ενδιαφέρον «Δάγκουλας, ο “δράκος» της Θεσσαλονίκης - Συμβολή στην ιστορία των Ταγμάτων Ασφαλείας επί Κατοχής, 1941-44» (και τα δύο στις εκδόσεις «Επίκεντρο»).
Οι διαφορές από το πρώτο είναι φανερές. Εκείνο είχε βασιστεί σε πρωτόλειο υλικό, τις διηγήσεις δηλαδή που ο συγγραφέας είχε συγκεντρώσει γυρίζοντας με το μαγνητοφωνάκι από χωριό σε χωριό κι από σπίτι σε σπίτι. Τώρα η προσπάθεια για ανεύρεση συγγενών και εμπλεκομένων στα κατασκοπευτικά δίκτυα, όπως γράφει ο ίδιος, «κατέστη μάταια» και επιπλέον «οι περισσότεροι αγνοούσαν τις δραστηριότητες των οικείων τους είτε επρόκειτο για άτομα που εργάστηκαν για τις αγγλικές ή τις γερμανικές υπηρεσίες πληροφοριών. Δεν ήταν λίγες οι φορές που οι πληροφορίες που κατατέθηκαν παραπληροφόρησαν την έρευνα λόγω άγνοιας ή προσπάθειας να ωραιοποιήσουν τις καταστάσεις που αφηγούνταν». Ευνόητο. Τα μυστικά ήταν βαριά και μεγάλα, αλλά τα γραπτά, τα έγγραφα δηλαδή που έχουν αρχίσει να αποχαρακτηρίζονται, κατέστησαν τους «τάφους» των πρωταγωνιστών σχετικά ρηχούς…
Σύμφωνα με τον συγγραφέα, ξεκίνησε να καταγράψει τη δράση του Περικλή Νικολαΐδη ή Περί Νικολά, χαρακτηρισμένου και ως «Φαντομά της Θεσσαλονίκης», και του κατασκοπευτικού δικτύου που είχε στήσει για τους Γερμανούς. Η συνέχεια, όμως, ήταν διαφορετική, καθώς τα έγγραφα που διαχειρίστηκε τον έκαναν να επικεντρώσει στο σύνολο των γερμανικών κατασκοπευτικών δραστηριοτήτων της εποχής στη χώρα.
Το υλικό που διαχειρίζεται ο Βενιανάκης δείχνει αχανές, πολύπλοκο, πολυσύνθετο, δεκάδες πρόσωπα παρελαύνουν στον σκοτεινό κόσμο της κατασκοπίας, οι δράσεις τους πρέπει κάθε φορά να εξηγούνται –διότι ανάμεσα στις προθέσεις των πρωταγωνιστών, τα αποτελέσματα των ενεργειών και τις συνέπειές τους εμφιλοχωρούν οι προσωπικές αντιπαραθέσεις και αντιζηλίες για την πρωτοκαθεδρία ή τα μικροσυμφέροντα– και όλα αυτά να υπόκεινται εντέλει στο ναζιστικό Ράιχ. Το έργο δεν είναι εύκολο. Ούτε και για τον αναγνώστη, που θα αναγκαστεί ίσως να κρατά σημειώσεις για να θυμάται τον ρόλο των προσώπων στις προηγούμενες σελίδες.
Το δίκτυο κατασκόπων του Νικολαΐδη δεν ήταν μόνο αντικομμουνιστικό. Στόχοι του ήταν οι Βρετανοί που είχαν διαφύγει τη σύλληψη και τα κατασκοπευτικά τους δίκτυα, οι εβραϊκές περιουσίες της πόλης, το χρήμα σε κάθε εκδοχή του. Τα βασικά μέλη των κατασκόπων ήταν φυσικά δεδηλωμένοι φασίστες και ναζιστές, με «ένσημα» σε οργανώσεις όπως η διαβόητη ΕΕΕ (Εθνική Ενωση Ελλάς). Ο Νικολαΐδης καθίσταται παράγοντας, αναλαμβάνει τα οχυρωματικά έργα των Γερμανών, κατεδαφίζει τους εβραϊκούς συνοικισμούς Χιρς και 151 και πουλά τα οικοδομικά υλικά έχοντας στο πλάι του τον πολυσυζητημένο μέχρι σήμερα Μαξ Μέρτεν.
Αλυσίδα καζίνων
Οι άνδρες της προσωπικής φρουράς του Νικολαΐδη δεν διστάζουν ποτέ και για τίποτα, με την ταυτότητα της γερμανικής αντικατασκοπίας στην τσέπη δολοφονούν μέχρι και... Γερμανούς στρατιωτικούς. Μεσούσης της κατοχής και με την πείνα να θερίζει, ο «Φαντομάς» στήνει αλυσίδα καζίνων («Ωραία Νάουσα», «Αιγαίον», «Νέον Φάληρον», «Μόντε Κάρλο», «Πανελλήνιο», «Φέμινα») στη Θεσσαλονίκη και χαρτοπαικτικές λέσχες μέχρι και την Αθήνα.
Αυτοχρηματοδοτούμενος και φονικά αποδοτικός, μοιράζοντας χρήμα και σε Γερμανούς αξιωματούχους, μπήκε και στον επιχειρησιακό ανταγωνισμό των γερμανικών μυστικών υπηρεσιών που παραλίγο να του στοιχίσει. Με όπλα το χρήμα, τη δωροδοκία, τις απάτες, σχέσεις με μοιραίες γυναίκες της εποχής όπως η τραγουδίστρια Τάντα Βάλιτς και τα οργιώδη γλέντια του, τα καζίνα προβάλλονταν από τη ναζιστική εφημερίδα «Νέα Ευρώπη» ως «κέντρα πολιτισμού»!
Ακόμη και κατά τη γερμανική οπισθοχώρηση ο Νικολαΐδης ήταν σε δίκτυο που ετοίμαζε «ένοπλο αντάρτικο», αφού πίστευαν ότι το φευγιό τους θα ήταν προσωρινό και θα επέστρεφαν. Ο ίδιος χάθηκε τελικά μέσα στις στάχτες της ηττημένης Γερμανίας, σκοτώθηκε ή άλλαξε ταυτότητα και συνέχισε τη ζωή του με τα κέρδη που είχε αποκομίσει.
Η τόλμη του Βενιανάκη θυμίζει στη σύγχρονη Θεσσαλονίκη ότι η δικαιοσύνη του μεταπολεμικού κόσμου ήταν απειροελάχιστη σε σχέση με τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν.