Οι Ελληνες του Καυκάσου αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και να έρθουν στην Ελλάδα, στις αρχές του 1920, με παρότρυνση του ελληνικού κράτους και της τότε κυβέρνησης Βενιζέλου.
Μια ανοιχτή επιστολή που είχαν δημοσιεύσει παραμονή Πρωτοχρονιάς του 1921 μερικοί από τους σημαντικούς κοινωνικούς και οικονομικούς παράγοντες της Θεσσαλονίκης έφερνε στο φως με τα πιο μελανά χρώματα τις εφιαλτικές συνθήκες υπό τις οποίες διαβίωναν, εγκαταλειμμένοι στη μοίρα τους, δεκάδες χιλιάδες Καυκάσιοι πρόσφυγες. Με συνέπεια, ένα πολύ μεγάλο ποσοστό από αυτούς να βρει τον θάνατο από το κρύο, την πείνα και τις κακουχίες.
Περιέγραφαν για τους Καυκάσιους, οι οποίοι αργοπέθαιναν στα Απολυμαντήρια της Καλαμαριάς: «Απορριφθέντων εν τη απολυμάνσει των ρακών, με τα οποία είχον έλθη, ευρίσκονται έκτοτε (μήνες τέσσαρες!!!) θεόγυμνοι, άνευ ουδεμίας περιβολής ή κλινοστρωμνής και ανυπόδητοι, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, διαμένουσιν εξ αιδούς έγκλειστοι εις τους θαλάμους των, περιτετυλιγμένοι έκαστος, νυκτός και ημέρας με ράκος ρυπαρού εφαπλώματος, το οποίον έλαβον από τους ευτυχεστέρους πρόσφυγας».1
Διατηρώντας την ελληνική εθνική συνείδησή τους
Οι πρόσφυγες αυτοί, που είχαν διατηρήσει επί αιώνες την ελληνική εθνική συνείδησή τους, κατοικούσαν κυρίως στην περιοχή του Καρς της Ρωσίας, ενώ επρόκειτο επίσης και για Ελληνες κατοίκους της Τσάλκας, του Βατούμ και του Σοχούμ, αλλά και για Ελληνες του Μικρασιατικού Πόντου, οι οποίοι μετά το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου είχαν μετοικήσει στον Καύκασο.
Σύμφωνα με τον ιστορικό Βλάση Αγτζίδη, το μεγάλο ελληνικό προσφυγικό ζήτημα στη Νότια Ρωσία προέκυψε μετά την εκκένωση του Καρς και Αρνταχάν (ρωσικός Καύκασος) λόγω της Συνθήκης του Μπρεστ Λιτόφσκ και στις περιοχές που παραχωρήθηκαν στους Νεότουρκους.2
Οπως έγραφε ο πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου των Ελλήνων του Αντικαυκάσου, Γρηγόριος Τηλικίδης,3 μεταφέρθηκαν από το Βατούμ στη Θεσσαλονίκη, κατά τα έτη 1920-1921, 52.878 άνθρωποι και 7.737 ζώα. Από αυτούς, επτά με οκτώ χιλιάδες πέθαναν από τις κακουχίες καθ’ οδόν για το Βατούμ, ενώ από τους Καυκάσιους που έφτασαν στην Ελλάδα θα πεθάνουν στην Καλαμαριά Θεσσαλονίκης 20.000-22.000.4
Δεν ήταν όμως μόνο οι ενήλικοι Καυκάσιοι που βίωναν την κόλαση στα Λοιμοκαθαρτήρια της Καλαμαριάς, αναμένοντας ως ανθρώπινοι σκελετοί τον θάνατο, αλλά επίσης, σύμφωνα με όσα αναφέρονταν στην ανοιχτή επιστολή, υπήρχαν και 400-450 ορφανά ανήλικα παιδιά, ηλικίας ενός μέχρι δώδεκα ετών. «Και τα έρημα ταύτα πλάσματα είναι γυμνά, περιβάλλονται δε με ρυπαρά ράκη».5
Οι Θεσσαλονικείς που υπέγραφαν εκείνη την επιστολή αποτελούσαν μέλη μιας «Επιτροπής Επικουρίας των Προσφύγων» η οποία είχε δημιουργηθεί στην πόλη από προσωπικότητες εγνωσμένου κύρους, όπως οι Νικόλαος Μάνος6, Φίλιππος Κοντογούρης7, Νικόλαος Δαρβέρης8, Ζήσης Σαββαρίκας9, Κωνσταντίνος Τάττης10, Γεώργιος Ρώμπαπας11, Σοφοκλής Τριανταφυλλίδης12, ενώ επίσης μετείχαν και οι Μ. Καρατζίδης, Η. Μιχιτσόπουλος, Μ. Σασαγιάννης και Δημήτριος Γεωργίου.
Τέλος, γινόταν έκκληση στους Θεσσαλονικείς «όπως θέσωσι εις την διάθεσιν ημών όσα παλαιά και ημιτετριμμένα φορέματα έχει έκαστος εις τας ιματιοθήκας του... Κάθε μητέρα ας μας στείλει όσα ασπρόρουχα δεν χρησιμεύουσι πλέον εις την αυξηθείσαν ηλικίαν του τέκνου της και ακόμη ας ελαττώση κατά έν ή δύο την παρακαταθήκην διά να ενδυθώσι και τα γυμνά σκέλη των αποκλήρων».13
Το δράμα των ορφανών Καυκάσιων προσφυγόπουλων περιγραφόταν λιτά στον Τύπο της εποχής: «Εχομεν προ ημών 300 ορφανά καυκασίων όχι υποφέροντα απλώς αλλά αποθνήσκοντα εκ της πείνης και των στερήσεων».14
H μεγάλη φυγή των Ελλήνων του Καυκάσου
Οι ελληνόφωνοι πληθυσμοί ζούσαν στον Βόρειο Καύκασο και στην Υπερκαυκασία ακόμη από την αρχαιότητα, όμως η νεότερη εγκατάσταση των Ελλήνων στις περιοχές της Νότιας Ρωσίας και της Υπερκαυκασίας σημειώθηκε τον 19ο αιώνα και οφειλόταν στην επέκταση των Ρώσων προς τον Νότο και την προσπάθεια των χριστιανικών πληθυσμών να φύγουν από την Οθωμανική Αυτοκρατορία.15
Λίγο πριν από το τέλος της Τουρκοκρατίας, είχαν μεταναστεύσει στον Καύκασο από τον Πόντο πάνω από 200.000 ελληνόφωνοι για να αποφύγουν την τουρκική τυραννία.16
Οι Ελληνες του Καυκάσου, που είχαν μετακινηθεί σε πιο ασφαλείς ρωσικές περιοχές κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, γνώρισαν τις συνέπειες της ελληνικής συμμετοχής στην εκστρατεία των δυτικών χωρών στην Ουκρανία κατά του Κόκκινου Στρατού, αλλά δέχτηκαν και τις επιθέσεις των δυνάμεων του Κεμάλ Ατατούρκ.
Αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και να έρθουν στην Ελλάδα, στις αρχές του 1920, με παρότρυνση του ελληνικού κράτους και της τότε κυβέρνησης Βενιζέλου. Οι πρώτες συζητήσεις για την εγκατάσταση των Καυκασίων στην Ελλάδα ξεκίνησαν το καλοκαίρι του 1919, όταν δημιουργήθηκε το Διαρκές Γενικό Συμβούλιο Ποντίων Ελλήνων, το οποίο συμφώνησε τελικά με την αναγκαιότητα της μετανάστευσης των Ελλήνων του Καρς, παρά τις αρχικές διαφωνίες μεταξύ των μελών για την παραμονή τους στις εστίες τους και την ένταξη στο σχεδιαζόμενο κράτος του Πόντου.17 Είχαν ήδη προηγηθεί 3.260 Καυκάσιοι που εγκαταστάθηκαν στη Μακεδονία το 1915.18
Χιλιάδες οι νεκροί
Οι Καυκάσιοι περιπλανιόνταν στα ρωσικά λιμάνια επί μήνες, μέχρι να φτάσουν τα πλοία που θα τους μετέφεραν στην Ελλάδα, και πολλοί ήταν αυτοί που πέθαναν από την ταλαιπωρία πριν από την άφιξή τους. Ενώ χιλιάδες από αυτούς άφησαν την τελευταία τους πνοή λίγο μετά που πάτησαν το πόδι τους στην ελληνική γη από τις κακουχίες, την πείνα, τις αρρώστιες.
Από τα τέλη Μαρτίου 1920 έως και τον Νοέμβριο 1921 μεταφέρθηκαν από το Βατούμ 30.718 πρόσφυγες με 16 ατμόπλοια και αργότερα άλλοι 20.610 πρόσφυγες με 7 ατμόπλοια. Από αυτούς, οι 30.000 ήταν Ελληνες από την περιοχή του Καρς και οι υπόλοιποι από άλλες περιοχές του Καυκάσου.19
Μόνο τον Ιούνιο του 1920 το αμερικανικό ατμόπλοιο «Ναβασί» είχε φέρει 1.000 και πλέον Καυκάσιους πρόσφυγες από το Βατούμ, οι οποίοι αμέσως οδηγήθηκαν στο Λοιμοκαθαρτήριο της Καλαμαριάς. Μέχρι την ημέρα εκείνη είχαν αφιχθεί στη Θεσσαλονίκη 18.500 πρόσφυγες, ενώ άλλοι 6.000 Καυκάσιοι είχαν εγκατασταθεί σε άλλες περιοχές της Μακεδονίας.20
Υπήρχε όμως και μια άλλη διάσταση στην υποχρέωση της ελληνικής κυβέρνησης να βοηθήσει τους Καυκάσιους πρόσφυγες, όπως την επισήμαινε σε άρθρο της η «Εφημερίδα των Βαλκανίων» που εκδιδόταν από τον Νίκο Καστρινό:
Στη δίνη κομματικών ανταγωνισμών
«Η προς τους Καυκασίους υλική βοήθεια, δεν πρέπει να θεωρηθεί θυσία ελεημοσύνης, αλλά δαπάνη κατ’ εξοχήν παραγωγική... Είναι πολύτιμος διά την Μακεδονίαν ευκαιρία, ότι θα αποκτήσει αμέσως 15.000 γεωργικάς οικογενείας μετά 10.000 μεγάλων ζώων, ενώ όλαι αι Μακεδονικαί γαίαι διψούν καλλιεργείας. Είναι ευτύχημα ανυπολόγιστον διά το ελληνικόν κράτος η προσθήκη 60-70.000 Ελλήνων γεωργών εις τον αραιότατον πληθυσμόν της χώρας μας».21
Οι Καυκάσιοι πρόσφυγες είχαν εκτός των άλλων την ατυχία να πέσουν στη δίνη των κομματικών ανταγωνισμών, καθώς η κυβέρνηση των δεξιών αντιβενιζελικών κομμάτων που κέρδισε τις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920, θεωρώντας ότι οι εκ Καυκάσου πρόσφυγες ήταν διακείμενοι προς τη βενιζελική παράταξη, τους εγκατέλειψαν στην τύχη τους.
Ενώ και σε όσους δόθηκε γη για να καλλιεργήσουν στην ύπαιθρο της Μακεδονίας, δέχτηκαν το ανελέητο κυνηγητό από τσιφλικάδες, Ελληνες και Τούρκους, δεδομένου ότι δεν είχε γίνει ακόμη η ανταλλαγή των πληθυσμών.
Ενα πολύ μεγάλο μέρος των 50.000 Καυκάσιων προσφύγων, που διαπνέονταν από προοδευτικές ιδέες, μετά τη διαπίστωση του εμπαιγμού και της αδιαφορίας του επίσημου ελληνικού κράτους απέναντί τους, θα ενταχθεί στην Αριστερά. Ηταν χαρακτηριστικό ένα δημοσίευμα της συντηρητικής εφημερίδας «Εμπρός»: «Εις ολόκληρον την περιφέρειαν Κιλκίς και ιδίως είς τινα παραμεθόρια χωρία, κατοικούμενα υπό Καυκασίων, ο κομμουνισμός επεκράτησεν απ’ άκρου εις άκρον».22
Η ανοιχτή επιστολή
Η ανοιχτή επιστολή της Επιτροπής Επικουρίας των Καυκάσιων Προσφύγων είχε δημοσιευτεί στις εφημερίδες «Μακεδονία», στις 31 Δεκεμβρίου 1920, και «Εφημερίδα των Βαλκανίων», την 1η Ιανουαρίου 1921 και έχει ως εξής:
Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΩΝ ΚΑΥΚΑΣΙΩΝ
ΣΩΣΩΜΕΝ ΑΔΕΛΦΟΥΣ ΑΠΟ ΒΕΒΑΙΟΝ ΘΑΝΑΤΟΝ!
ΚΑΛΥΨΩΜΕΝ ΤΗΝ ΓΥΜΝΙΑΝ ΤΩΝ!
ΜΙΑ ΘΕΡΜΗ ΕΚΚΛΗΣΙΣ
Η προς επικουρίαν των Προσφύγων Επιτροπή, λαμβάνει την τιμήν να καταστήση γνωστόν εις τους συμπολίτας, ότι το μέγιστον μέρος των εκ Καυκάσου προσφύγων, ένεκα των επί δύο έτη περιπλανήσεων και ταλαιπωριών εις τας παραλίους πόλεις του Ευξείνου, στερούνται εσωρούχων και υποδήσεως.
Ιδιαιτέρως όμως, μεταξύ αυτών διασώζεται ακόμη (ΔΙΟΤΙ ΟΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟΙ ΑΠΕΘΑΝΟΝ) αριθμός 1200-1300 προσφύγων πάσης ηλικίας, εν Καλαμαριά, οι οποίοι στερούνται ΠΑΣΗΣ ενδυμασίας και στρωμνής, διότι ο πλοίαρχος, αφού εφόρτωσε τα ενδύματα και τας αποσκευάς των, απέπλευσεν εκ Βατούμ, χωρίς να παραλάβη και τους πρόσφυγας οίτινες, φθάσαντες μετά δύο μήνας εις Θεσσαλονίκην, ουδέν ίχνος των ενδυμάτων και στρωμνών των συνήντησαν.
Απορριφθέντων εν τη απολυμάνσει των ρακών, με τα οποία είχον έλθη, ευρίσκονται έκτοτε (μήνες τέσσερας!!!) θεόγυμνοι, άνευ ουδεμίας περιβολής ή κλινοστρωμνής και ανυπόδητοι, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, διαμένουσιν εξ αιδούς έγκλειστοι εις τους θαλάμους των, περιτετυλιγμένοι έκαστος, νυκτός και ημέρας, με ράκους ρυπαρού εφαπλώματος, το οποίον έλαβον από τους ευτυχεστέρους πρόσφυγας.
Απαίσιον και σπαραξικάρδιον θέαμα! Εκτός των γυμνών τούτων ανθρωπίνων σκελετών, οίτινες αναμένουσιν, ως μόνην ελπίδα, τον θάνατον, υπάρχουν και 400-450 εντελώς ανήλικα ορφανά, από ηλικίας ενός μέχρι 12 ετών, τα οποία εστερήθησαν των φροντίδων των γονέων και των οποίων ενεργείται η περισυλλογή υπό της Στρατιωτικής Υγειονομικής Υπηρεσίας, όπως στεγασθώσιν εις ιδιαίτερον θάλαμον. Και τα έρημα ταύτα πλάσματα είναι γυμνά, περιβάλλονται δε με ρυπαρά ράκη.
Η Επιτροπή δεν έχει τα χρηματικά μέσα, όπως προμηθευθή τα αναγκαία διά την κάλυψιν της γυμνότητος αυτών ενδύματα, διότι τα ολίγα χρήματα, άτινα από τας αυθορμήτους συνδρομάς των Σωματείων και συμπολιτών μέχρι τούδε συνέλεξε, διέθεσεν άπαντα προς προμήθειαν 200 κιβωτίων αναγκαιοτάτου γάλακτος και προς επικουρίαν του λειτουργούντος από τεσσάρων ημερών συσσιτίου.
Απεφάσισεν όθεν όπως κάμη έκκλησιν προς τας φιλανθρώπους καρδίας των συμπολιτών μας και να παρακαλέση αυτούς, όπως θέσωσιν εις την διάθεσιν ημών, όσα παλαιά και ημιτριμμένα φορέματα έχει έκαστος εις τας ιματοθήκας του. Κάθε φιλεύσπλαχνος οικοδέσποινα ας θελήση να καθαρίση τα ιματιοφυλάκιά της από τα παλαιά της ενδύματα, τα οποία δεν σκέπτεται πλέον να φορέση δι’ οιονδήποτε λόγον. Κάθε μητέρα ας μας στείλη όσα ασπρόρουχα δεν χρησιμεύουσι πλέον εις την αυξηθείσαν ηλικίαν του τέκνου της και ακόμη ας ελαττώση κατά έν ή δύο την παρακαταθήκην, διά να ενδυθώσι και τα γυμνά σκέλη των αποκλήρων.
Ο μέγας Διδάσκαλος της ελεημοσύνης εκήρυξεν: “Ο έχων δύο χιτώνας τον ένα δότω τω μη έχοντι”.
Ημείς περιορίζομεν την θερμήν παράκλησιν εις την προσφοράν των παλαιών, των ημιτετριμμένων, των αχρήστων, η θυσία των οποίων είναι εντελώς ανεπαίσθητος εις την οικιακήν οικονομίαν, ενώ δι’ αυτών θα καλύψωμεν τους γυμνούς και ετοιμοθάνατους νεομάρτυρας της ελληνικής φυλής.
Ουδεμίαν έχομεν αμφιβολίαν ότι η έκκλησίς μας θα εισακουσθή, διότι η πόλις μας διακρίνεται διά την φιλευσπλαχνίαν των κατοίκων της. Προς ευκολίαν δε των φιλευσπλάχνων κυριών, οι αιδεσιμότατοι ιερείς των ενοριών παρεκλήθησαν να περιελθώσι τας οικίας των ενοριών, όπως παραλάβωσι τας προσφοράς αυτών, αναγράφοντες αυτάς εις ειδικόν κατάλογον. Αλλ’ οι συμπολίται μας δύνανται ν’ αποστείλωσι τα ενδύματα εις τας διευθύνσεις των ελληνικών εφημερίδων, αίτινες προσηνέχθησαν εις τούτο, εις την Εισαγγελίαν των Εφετών και εις τα γραφεία των μελών της επιτροπής.
Η επιτροπή δέχεται την συνεργασίαν πάσης φιλανθρώπου κυρίας διά την συλλογήν των ενδυμάτων εις τους πρόσφυγας. Γίνονται δεκτά ενδύματα και υποδήματα διά πάσας ηλικίας. Τα μέχρι της εορτής των Φώτων συλλεχθησάμενα θα διανεμηθώσι την 8ην Ιανουαρίου υφ’ ημών αυτοπροσώπως.
Εν Θεσσαλονίκη τη 28 Δεκεμβρίου 1920
Η επιτροπή της επικουρίας.
Σημειώσεις