Ο πρώτος «εμβολιαστικός» νόμος, που έγινε το 1835, και αφορούσε την «εισαγωγή του εμβολιασμού της δαμαλίδος (ευλογιά)», καθιστούσε τον εμβολιασμό υποχρεωτικό, προβλέποντας ποινικές κυρώσεις για όσους δεν έκαναν εμβόλιο.
Τα πρώτα «εμπόδια» για την πραγματοποίηση μαζικών εμβολιασμών εμφανίστηκαν με τη δημιουργία του σύγχρονου ελληνικού κράτους.
Το κυριότερο ήταν η έλλειψη γιατρών, ιδιαίτερα στην επαρχία, που θα έκαναν τους εμβολιασμούς. Ωστόσο, φαίνεται ότι -όπως και σήμερα- ένα μέρος του πληθυσμού εμφανιζόταν επιφυλακτικό ή και αρνητικό για να κάνει εμβόλιο.
Γι’ αυτό, ο πρώτος «εμβολιαστικός» νόμος, που έγινε το 1835 και αφορούσε την «εισαγωγή του εμβολιασμού της δαμαλίδος (ευλογιά)», καθιστούσε τον εμβολιασμό υποχρεωτικό, προβλέποντας ποινικές κυρώσεις για όσους δεν έκαναν εμβόλιο. Μάλιστα, όσοι δεν εμβολιάζονταν απαγορευόταν ακόμα και να εισέλθουν «εις σχολείον, διδασκαλείον, τεχνικόν κατάστημα ή στρατιωτικόν τάγμα».
Ωστόσο, 23 χρόνια αργότερα, σε μια συζήτηση στη Βουλή, θα αποκαλυφθεί ότι μεγάλο μέρος του πληθυσμού στις επαρχιακές πόλεις δεν είχε κάνει το εμβόλιο της ευλογιάς κυρίως λόγω της έλλειψης γιατρών!
Αυτή η έλλειψη οφειλόταν, όπως ειπώθηκε στη Βουλή, σε δύο λόγους:
1. Στο μειωμένο αριθμό πτυχιούχων από το μοναδικό Πανεπιστήμιο που υπήρχε.
2. Στην άρνηση της κυβέρνησης να διαθέσει περισσότερα κονδύλια για να δώσει κίνητρα σε γιατρούς να εγκατασταθούν στην επαρχία, εκχωρώντας ουσιαστικά σε ιδιώτες, ακόμα και ανειδίκευτους, τον εμβολιασμό!
Πάντως, φαίνεται ότι το εμβόλιο κατά της θανατηφόρου νόσου της ευλογιάς, που είχε ανακαλυφθεί το 1798 από τον Εντουαρντ Τζένερ (Edward Jenner), ξεκίνησε να γίνεται στον ελληνικό χώρο στη διάρκεια της απελευθερωτικής Επανάστασης, όπως είχε πει, στις 3 Μαρτίου 1858, στη Βουλή, ο βουλευτής Σπάρτης, γιατρός στο επάγγελμα, Ιωάννης Βαλασσόπουλος (1821- 1888).(1)
Εκείνα τα χρόνια, όπως είπε ο ίδιος, ο εμβολιασμός «εγίνετο υπό ιδιωτών, κουρέων και τοιούτων». Γι’ αυτό, αργότερα, με τον νόμο που έγινε, ανατέθηκε «εις επιστήμονας και το ανέθηκεν εις τους εν ταις επαρχίαις νομοϊατρούς».
Ωστόσο, Ελληνες του εξωτερικού και φιλέλληνες, εκτιμώντας τη σημασία του εμβολιασμού απέναντι σε αυτή την επικίνδυνη αρρώστια, που εξαλείφθηκε από τον πλανήτη μόλις το 1980, εξέταζαν διάφορους τρόπους για τη διάδοσή του στον ελληνικό χώρο.
Ηδη γνωρίζουμε ότι σχετική συζήτηση είχε γίνει στην «Ελληνική Εταιρία» του Παρισιού, που ιδρύθηκε στις 8 Νοεμβρίου 1828 με πρωτοβουλία του Αδαμάντιου Κοραή και λειτούργησε μέχρι το 1831, προσφέροντας μεγάλες υπηρεσίες στον Αγώνα.
Συγκεκριμένα, εξετάζοντας το ζήτημα της δημόσιας υγείας στην ελεύθερη Ελλάδα ο γιατρός Καραθεοδωρής (σ.σ. πρόκειται για τον Κωνσταντίνο Καραθεοδωρή, «Αδριανουπολίτη – ιατρού») πρότεινε και έγραψε, σε απλή γλώσσα, ένα εκλαϊκευτικό βιβλίο 178 σελίδων με τίτλο «Υγιεινά Παραγγέλματα», που εκδόθηκε, το 1829, στο Παρίσι, με χρήσιμες οδηγίες για την προστασία της Υγείας.
Επίσης, ο γιατρός Παναγιώτης Λαζαράς (1805 -1878, από τα Ανω Σουδενά της Ηπείρου), πρότεινε να μεταφράσει στα ελληνικά ένα σύγγραμμα σχετικά με το εμβόλιο και τη χρήση του.(2)
Τελικά, στις 11/23 Μαΐου 1835 δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως το Διάταγμα της Αντιβασιλείας του Οθωνα για τον πρώτο εμβολιαστικό νόμο, που αφορούσε το εμβόλιο της ευλογιάς.
Στο άρθρο 1 του νόμου οριζόταν ρητά ότι όποιος δεν είχε εμβολιαστεί ή δεν είχε νοσήσει έπρεπε να εμβολιαστεί. Τα δε νεογέννητα παιδιά έπρεπε, υποχρεωτικά, να εμβολιαστούν, κατά το πρώτο έτος της γέννησής τους.
Η διαδικασία του εμβολιασμού ακόμα και οι πιθανές παρενέργειες του εμβολίου (πρήξιμο του μπράτσου, πυρετός) καταγράφονταν, αναλυτικά, σε παράρτημα με τίτλο «Παραγγέλματα προς τους εμβολιαστάς», που συνόδευε το Διάταγμα.
Ακόμα, προβλεπόταν ότι κάθε εμβολιαζόμενος έπαιρνε βεβαίωση, κάτι σαν «υγειονομικό διαβατήριο» -μιλώντας με σημερινούς όρους- και πως ο εμβολιασμός θα γινόταν από γιατρούς, που θα εισέπρατταν μόνο από εύπορους δύο δραχμές για το πρώτο εμβόλιο αλλά, εάν χρειαζόταν και δεύτερο, θα ήταν δωρεάν.
Για να καλυφθεί η έλλειψη πτυχιούχων ιατρών προβλέφθηκε, με άλλο Διάταγμα, μια διαδικασία αδειοδότησης από το Ιατροσυνέδριο, ένα συμβουλευτικό όργανο, που λειτούργησε για πολλά χρόνια, με τη συμμετοχή κορυφαίων γιατρών. Σε αυτή την πρώτη φάση, πρόεδρος ήταν ο αρχίατρος του Οθωνα, Βίπμερ, και μέλη οι Ρέζερ, Τράυβερ, Δ. Μαυροκορδάτος, Γ. Λευκίας, Π. Ηπίτης και Ν. Λεβαδιεύς.
Ωστόσο, 23 χρόνια αργότερα, ο γιατρός και βουλευτής Σπάρτης Ιωάννης Βαλασσόπουλος αποκάλυπτε, στη Βουλή, ότι πολλοί κάτοικοι επαρχιακών πόλεων παρέμεναν ανεμβολίαστοι.
Οπως ανέφερε ο βουλευτής, οι εντεταλμένοι νομίατροι έχοντας πλήθος καθηκόντων, ακόμα και ιατροδικαστικών, «δεν αφιερώθησαν εις τον εμβολιασμόν».
Ετσι, η κυβέρνηση του Αθανασίου Μιαούλη «ηναγκάσθη να αναθέση πάλιν το έργον εις ιδιώτας», το οποίο ο ίδιος χαρακτήρισε επικίνδυνο, καθώς άλλοι εμβολίαζαν τους πολίτες χωρίς να εξετάζουν την κατάσταση της υγείας τους και δεν πήγαιναν στα μικρά χωριά. Γι’ αυτό επισήμανε τον κίνδυνο επανεμφάνισης επιδημίας ευλογιάς.
Ο ίδιος ζήτησε να δοθούν κίνητρα σε νέους γιατρούς να εγκατασταθούν στην επαρχία και πρότεινε «ανά δύο Δήμους να διορισθή ένας ιατρός επιστήμων, όστις να πληρώνηται υπό τε της Κυβερνήσεως και των δήμων και αναλάβη προς τοις άλλοις τα έργα του εμβολιαστού».
Απαντώντας ο υπουργός Εσωτερικών Κωνσταντίνος Προβελέγγιος (1800-1880), που είχε την αρμοδιότητα της Δημόσιας Υγείας, παραδέχτηκε αφοπλιστικά ότι ο νόμος παραβιάζεται, όπως του επισήμανε και ο βουλευτής, καθώς σε πολλές επαρχίες οι γιατροί δεν επαρκούσαν και ανέθεταν τον εμβολιασμό σε βοηθούς τους...
Ο υπουργός ισχυρίστηκε πως οι βοηθοί κάνουν τους εμβολιασμούς με την επιτήρηση των γιατρών. Ωστόσο, απέρριψε την πρόταση του βουλευτή λέγοντας ότι εάν γίνει αποδεκτή θα χρειαστεί να προσληφθούν 140 γιατροί ενώ μέχρι τότε απαιτούνταν μόλις 49.
Κατά τον Κ. Προβελέγγιο, τόσοι γιατροί δεν υπήρχαν, αλλά και να βρίσκονταν δεν μπορούσε να καλυφθεί η δαπάνη για την πρόσληψή τους...
Δυστυχώς, για τον 19ο αιώνα δεν υπάρχουν διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία αιτιών θανάτου για την Ελλάδα για να γνωρίζουμε εάν τελικά δημιουργήθηκε εμβολιαστικά η απαραίτητη ασπίδα προστασίας για την ευλογία. Πάντως, το 1921, που υπάρχουν στοιχεία, φαίνεται ότι η ευλογιά παρέμενε απειλητικά «παρούσα», αφήνοντας πίσω της εκείνη τη χρονιά 250 θύματα.(3)
Πηγές: