Κοινή στρατηγική γραμμή ανάμεσα στις προτάσεις του ΟΟΣΑ και του ΣΕΒ και των σχολαρχών: αυτονομία σχολείων με ενίσχυση της αυτονομίας των διοικήσεων τους στη λήψη αποφάσεων για τη διαμόρφωση του προγράμματος και τη διαχείριση του προϋπολογισμού τους και πλήρης υπαγωγή στην τοπική αυτοδιοίκηση. ● Οι παρενέργειες από την αποκοπή του δημόσιου σχολείου από την κρατική χρηματοδότηση. ● Ορατός ο κίνδυνος δημιουργίας σχολείων πολλών ταχυτήτων.
Νέο νομοσχέδιο που θα αφορά την «αποκέντρωση του συστήματος» για να γίνουν τα σχολεία «πιο ελεύθερα και πιο αυτόνομα» προανήγγειλε η Νίκη Κεραμέως σε ραδιοφωνική της συνέντευξη χθες Κυριακή.
Η υπουργός Παιδείας τόνισε ότι «υπάρχει μια θεμελιώδης διαφορά μεταξύ της Ελλάδας κι άλλων χωρών κι αυτό έχει να κάνει με το πώς είναι δομημένο το εκπαιδευτικό σύστημα. Σας θυμίζω ότι η χώρα μας έχει ένα από τα πιο υπερσυγκεντρωτικά εκπαιδευτικά συστήματα στην Ευρώπη. Αυτό το αλλάζουμε και θα το αλλάξουμε προσεχώς και με ένα άλλο νομοσχέδιο, στο οποίο αποκεντρώνουμε διαρκώς εξουσίες».
Δεν είναι η πρώτη φορά που η Νίκη Κεραμέως προβάλλει την αποκέντρωση του εκπαιδευτικού συστήματος και την αυτονομία των σχολείων σαν το ελιξίριο της εκπαιδευτικής αναγέννησης.
Από την επόμενη διακυβέρνησης της Ν.Δ., κατά την ομιλία της στη Βουλή τον Ιούλιο του 2019, τόνισε την ανάγκη για «αυτονομία» των σχολικών μονάδων και των Πανεπιστημίων, την αξιολόγηση και σύνδεσή της με τη χρηματοδότηση.
Λίγο νωρίτερα ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε παρουσιάσει ως εξής το όραμα και το σχέδιό του για την εκπαίδευση: «Η Παιδεία έχει ανάγκη από πιο αυτόνομα και δημιουργικά σχολεία. Με μεγαλύτερη ελευθερία στην οργάνωση, στη διαχείριση πόρων, στην επιλογή διδακτικού προσωπικού, στην κατάρτιση προγράμματος σπουδών. Να ξεφύγουμε από την τυραννία του ωρολογίου προγράμματος… και αξιολόγηση παντού».
Οφείλουμε να επισημάνουμε στο σημείο αυτό τα παρακάτω:
Η υιοθέτηση των κατευθυντήριων γραμμών των παραπάνω φορέων από την κυβέρνηση και την υπουργό Παιδείας Νίκη Κεραμέως δεν προκαλεί καμιά έκπληξη. Είναι η κεντρική γραμμή του νεοφιλελευθερισμού.
Κοινός τόπος των εκθέσεων της Ε.Ε., του ΣΕΒ, του ΟΟΣΑ, αλλά και των «πορισμάτων» του λεγόμενου εθνικού διαλόγου είναι η άμεση απαίτηση για δρομολόγηση της αυτονομίας της σχολικής μονάδας, της αποκέντρωσης του εκπαιδευτικού συστήματος, της μείωσης του μισθολογικού κόστους και της γενικευμένης αξιολόγησης στην εκπαίδευση.
Η κοινή στρατηγική γραμμή ανάμεσα σε αυτά που προτείνει ο ΟΟΣΑ και στις προτάσεις που αποτυπώνει ο ΣΕΒ και οι σχολάρχες στις αναφορές τους δεν πρέπει να ξαφνιάζει κανέναν, καθώς πρόκειται για αποτύπωση των κυρίαρχων επιλογών του κεφαλαίου για την εκπαίδευση.
Θυμίζουμε ότι η κεντρική πρόταση του Συνδέσμου Ελλήνων Βιομηχάνων (ΣΕΒ), των σχολαρχών (ιδιοκτήτες ιδιωτικών σχολείων) και του ΟΟΣΑ στο θέμα αυτό συνοψίζονται στα παρακάτω:
● Αυτονομία σχολικών μονάδων-ενίσχυση της αυτονομίας των διοικήσεων των σχολείων στη λήψη αποφάσεων που αφορούν τη διαμόρφωση του εκπαιδευτικού προγράμματος και τη διαχείριση του προϋπολογισμού του σχολείου (αυτοχρηματοδότηση των σχολείων στο πλαίσιο της «αυτονομίας» και κατηγοριοποίησή τους ανάλογα με τις επιδόσεις ή τις εγγραφές).
● Αμεση και πλήρης υπαγωγή στην τοπική αυτοδιοίκηση.
Η λεγόμενη αυτονομία της σχολικής μονάδας, η διαφοροποίηση στο ίδιο το περιεχόμενο του σχολείου, η μετατροπή των σχολείων σε οικονομικές μονάδες που μόνες τους θα προσπαθούν να εξασφαλίσουν το «ψωμί» τους (προφανώς από τους γονείς ή από κάποιους χορηγούς), η λεγόμενη «ελεύθερη επιλογή» του διδακτικού προσωπικού (που σημαίνει εδραίωση μηχανισμών ρουσφετιού), μαζί με την ενίσχυση του ρόλου της γονεϊκής επιλογής, της δυνατότητας δηλαδή των γονιών να επιλέξουν σχολείο, αποτελούν τη «χημεία» της αποδόμησης του δημόσιου χαρακτήρα του εκπαιδευτικού συστήματος.
Η ανάθεση μεγάλου μέρους της ευθύνης για τη χρηματοδότηση, τη λειτουργία, τους προσανατολισμούς κάθε
εκπαιδευτικού ιδρύματος στο εκπαιδευτικό προσωπικό, στους εκπαιδευόμενους, στους γονείς, στην «τοπική κοινωνία» και στους «παραγωγικούς φορείς» είναι φανερό ότι καλλιεργεί την τάση των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων να υποχωρούν στις απαιτήσεις των «πελατών», αφού η συντήρηση ή η ανάπτυξή τους εξαρτάται άμεσα από τη «ζήτηση» των εκπαιδευτικών «προϊόντων» τους.
Η παιδαγωγική και η διδακτική οδηγούνται στην υποταγή σε μια νέα αντίληψη, που έχει σχέση περισσότερο με την επιχειρηματική λογική, αφού το σχολείο θα λειτουργεί με κριτήριο την εξεύρεση κονδυλίων και πρέπει να προσαρμόζει τη λειτουργία του σ’ αυτήν την προοπτική.
Στο όνομα του «αποτελεσματικού σχολείου» και του ανταγωνισμού με βάση τα κριτήρια της αγοράς, είναι ορατός ο κίνδυνος δημιουργίας σχολείων πολλών και διαφορετικών ταχυτήτων, με αποτέλεσμα τη δημιουργία γκρίζων μορφωτικών ζωνών στις ήδη γκρίζες κοινωνικές περιοχές.
Κοντολογίς:
1. Η αυτονομία της σχολικής μονάδας σημαίνει την αποκοπή του δημόσιου σχολείου από την κρατική χρηματοδότηση και τη μετατροπή του σε εμπορευματοποιημένη και ιδιωτικοποιημένη ζώνη. Είναι η ευθεία αναζήτηση από τα σχολεία οικονομικών πόρων από την τοπική ή την ευρύτερη αγορά με αντάλλαγμα ιδεολογικές, πολιτιστικές και οικονομικές εξαρτήσεις στη διαμόρφωση του εκπαιδευτικού προγράμματος, στην επιλογή και διαχείριση του προσωπικού, στους εκπαιδευτικούς στόχους και στο κοινωνικό προφίλ κάθε σχολείου.
2. Η αποκέντρωση του εκπαιδευτικού συστήματος είναι η βάση για τη ραγδαία μείωση της χρηματοδότησης και της διαφοροποιημένης λειτουργίας των σχολικών μονάδων με βάση τις διαφοροποιημένες ανάγκες και τις οικονομικές δυνατότητες των τοπικών κοινωνιών.