Ο κύριος Μιχάλης δεν μπορούσε πια να ζωγραφίσει το είδωλό του. Σε άσκηση που βρήκε κάπου στο διαδίκτυο η εγγονή του τον έβαζε μπροστά σε έναν καθρέφτη και του έδινε μολύβι και χαρτί να απεικονίσει με γραμμές και κύκλους το πρόσωπό του. Μάταια. Η αντανάκλαση που αναγνώριζε πλέον ήταν μια κουκκίδα. Με τη νόσο να έχει ρίξει ομιχλώδη ρωγμή, ο Μιχάλης, 91 ετών, περνούσε σκόπιμα άσκοπα τα απογεύματα στα λίγα τετραγωνικά της αυλής, μην αναγνωρίζοντας κανένα πρόσωπο, παρά μόνο τις γωνίες εκείνου της μόνης πλέον κουκκίδας του, της συζύγου του. Με τις αισθήσεις του ελεύθερες από τα δεσμά του μυαλού εκείνην ακολουθούσε, εκείνην αναζητούσε. Εκείνην μόνο αναγνώριζε πλέον.
Ένα μεσημέρι από μακριά τη φώναξε: «Ελένη». Σε δίνη, από τη ρωγμή των δεσμών του μυαλού, με φωνή απόγνωσης, σαν το παιδί που αναζητά τη μάνα, η 72χρονη Ελένη, μετά από 57 χρόνια γάμου, θα άκουγε για πρώτη φορά τον σύζυγό της να τη φωνάζει με το όνομά της. Σαν τη μάνα που ακούει τα πρώτα λόγια του παιδιού της. Είχε μάθει από εκείνον σε κραυγές, φωνές και μονοσύλλαβες άγριες εκφωνήσεις αντί του τρισύλλαβου ονόματός της. Το Αλτσχάιμερ του κύριου Μιχάλη τη βάπτιζε στις όχθες ενός ποταμού ερμητικού.
Με τον θάνατό του η Ελένη θα κλεινόταν σπίτι. Μάταια τα εγγόνια της την πίεζαν να αφήσει την αυλή και τη συντροφιά της ασπρόμαυρης φωτογραφίας τού εν πλήρει συνειδήσει αγέλαστου Μιχάλη. Έλεγαν ότι εκείνη ένιωθε ενοχές να τη δουν έξω, ότι δεν μπορούσε χωρίς τον Μιχάλη της. Η τρυφερότητά του, έλεγαν, συχνά μαραινόταν από τα λόγια του, την οξύτητά του. Η μνημονεμένη Ελένη δεν θα 'λεγε ποτέ η ίδια γιατί δεν άφησε την αυλή της.
Για να μείνει το «πέρας στους πέρα κάμπους» στους στίχους του: «Μα έχω γέρον άντρα και δυο μικρά παιδιά, π' ολημερίς με δέρνει έχει σκληρή καρδιά / Βαρύ σταμνί μού δίνει κι ένα κοντό σχοινί ν' αργήσω να γεμίσω για να 'βρει αφορμή». Σε κάμπους οργωμένους από νέους ενεστώτες χρόνους, κουκκίδες θα καλούνταν να συνθέσουν γραμμές σε επίμονα καλέσματα να πιάσουν πυρωμένα κάρβουνα με ψυχρές λαβίδες, χωρίς να πηδήξουν λαθρεπιβάτες σε στιχάκια. Με φώτα που θα θάμπωναν εγκαύματα σωμάτων και πνευμάτων που όλο γιατρεύονται κι όλο αγιάτρευτα είναι.
Και η αυλή; Με τα τετραγωνικά της ίδια, στο πέρας των κάμπων, με φωτογραφίες ασπρόμαυρες και έγχρωμες θα περίμενε απογεύματα σκοτεινά και φωτεινά για τραγούδια με στιχάκια. Σε κουκκίδες που αυτή θα ήξερε να συνθέσει.