Η γοητευτική Γαλλίδα ηθοποιός, που έγινε παγκόσμια σταρ λόγω της σειράς «Πάρε τον μάνατζέρ μου», ερμηνεύει στην ταινία «Εκθαμβοι» του 21ου Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου μια μητέρα που εξαναγκάζει τα παιδιά της να ζήσουν σε οπισθοδρομική και παρανοϊκή καθολική κοινότητα.
Σε κανονικές συνθήκες, δηλαδή χωρίς Covid, θα είχαμε αυτές τις μέρες στην Αθήνα, σταρ αδιαμφισβήτητη του 21ου Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου Ελλάδας, την Καμίγ Κοτέν. Την Γαλλίδα ηθοποιό που όχι μόνο εδώ, αλλά σε ολόκληρο τον κόσμο, έγινε διάσημη μετά τα 40 χρόνια της -σπάνιο πράγμα για γυναίκα- χάρη στη γαλλική σειρά του Νέτφλιξ «Dix pour cent» («Πάρε τον μάνατζέρ μου»).
Κωμική και σινεφίλ. Εκεί που ως λεσβία, δυναμική και ελαφρώς κυνική ατζέντισσα ηθοποιών καταφέρνει και επισκιάζει ακόμα και τους σταρ, που εναλλάσσονται ως γκεστ σε κάθε επεισόδιο παίζοντας τους εαυτούς τους και πελάτες της (Ιζαμπέλ Ιπέρ, Ζιλιέτ Μπινός, Ιζαμπέλ Ατζανί, Μόνικα Μπελούτσι, Φαμπρίς Λουκινί, Σαρλότ Γκενσμπούργκ, Σιγκούρνεϊ Γουίβερ και πλήθος άλλοι).
Η γοητευτική Κοτέν, Γαλλίδα 100%, ακόμα και στη στάση της απέναντι στην τέχνη της, δηλαδή προσγειωμένη μπροστά στην τεράστια επιτυχία που την έκανε ανάρπαστη στο Χόλιγουντ, συμμετέχει στο Γαλλόφωνο Φεστιβάλ με τη συγκλονιστική και πολιτική με την ευρεία έννοια πρώτη ταινία της Σαρά Σουκό «Οι έκθαμβοι». Σε ένα ρόλο τρομερά δύσκολο, εντελώς κόντρα στο απελευθερωμένο και σύγχρονο πρόσωπο που παίζει στο «Πάρε τον μάνατζέρ μου». Γιατί εδώ γίνεται μια μητέρα, που παγιδεύει τα τέσσερα παιδιά της, και κυρίως την έφηβη κόρη της, στον εφιαλτικό κόσμο μιας καθολικής σέχτας. Στην κοσμική Γαλλία του σήμερα! Για να μη νομίζουμε ότι οι μόνοι επικίνδυνοι φονταμενταλιστές είναι οι μουσουλμάνοι.
Σαρά Σουκό και Καμίγ Κοτέν συζήτησαν την Τετάρτη το απόγευμα διαδικτυακά με τον διευθυντή του φεστιβάλ Θοδωρή Κουτσάφτη (και τους φίλους της διοργάνωσης). Η σκηνοθέτις ποτέ δεν έκρυψε ότι οι «Εκθαμβοι» είναι καθαρά αυτοβιογραφική ταινία. Εζησε κι αυτή δέκα χρόνια μέσα σε μια τέτοια θρησκευτική κοινότητα, από τα 8 μέχρι τα 18 της, και κατάφερε να ξεφύγει, έχοντας να δει τους γονείς της από τότε.
Ηταν κατηγορηματική, αλλά και προσεχτική. «Κάθε χρόνο στη Γαλλία 50-60 χιλιάδες παιδιών πέφτουν θύματα αυτών των σεχτών, που εισήχθησαν από τις ΗΠΑ τη δεκαετία του ’70», είπε. «Και, ναι μεν ήθελα να αναδείξω το πρόβλημα με μια μαχητική ταινία, αλλά χωρίς να γίνω καταγγελτική. Φαντάζομαι ότι τέτοιοι άνθρωποι, σαν τη μαμά της μικρής μου ηρωίδας, υπάρχουν και στην Ελλάδα. Δεν είναι ότι δεν αγαπάνε τα παιδιά τους. Αναζητώντας, όμως, σ’ αυτές τις θρησκευτικές οπισθοδρομικές κοινότητες πνευματικότητα, αλληλεγγύη, βοήθεια στους άλλους και ομορφιά, σταδιακά μεταμορφώνονται, ξεπερνάνε τα όρια, φτάνουν σε μια γκρίζα ζώνη, που πνίγει την προσωπικότητα και θυσιάζει το μέλλον των παιδιών τους.
Η γυναίκα που υποδύεται η Καμίγ δεν είναι τρελή, είναι κουρασμένη, χωρίς εμπιστοσύνη στον εαυτό της. Βρίσκει στη σέχτα ηρεμία και ανακούφιση. Είναι πολύπλοκο το γιατί και πώς άνθρωποι της διπλανής πόρτας, σύγχρονοι και καλών προθέσεων, μπορούν να κλείσουν τα παιδιά τους έξω από την κοινωνία. Εγώ έζησα δέκα χρόνια χωρίς τηλεόραση, κινητό, ραδιόφωνο. Εμαθα τον Μάικλ Τζάκσον στα 18 μου. Είδα εξορκισμούς και πολύ πιο άγρια πράγματα από αυτά που επέλεξα να δείξω στην ταινία. Και ακόμα δεν έχω καταλάβει ποιοι άνθρωποι και με ποιους μηχανισμούς αφήνονται στη θρησκευτική χειραγώγηση».
Η Καμίγ Κοτέν είχε να ερμηνεύσει, έναν εντελώς «απωθητικό ρόλο», όπως τον χαρακτήρισε. Οταν, μάλιστα, διάβασε το σενάριο, είπε στην Σουκό: «όχι, όχι, δεν την καταλαβαίνω αυτήν τη σκληρή γυναίκα, δεν θα την παίξω». Κατάφερε, όμως, με τη βοήθεια της σκηνοθέτιδας και αφού συνάντησε ανθρώπους που ζουν σε τέτοιες σέχτες ή είδε ρεπορτάζ με κρυφή κάμερα από τις κοινότητές τους, να καταπιέσει το υπερεγώ της και την αποστροφή που ένιωθε -όπως είπε- να βρει έναν τρόπο να πλησιάσει αυτή τη γυναίκα, να ανακαλύψει τα στοιχεία στον χαρακτήρα της, που την οδήγησαν στη σταδιακή απογύμνωση από κάθε λογική.
Μακάρι οι «Εκθαμβοι» να βγουν στις ελληνικές αίθουσες. Να μη βλέπουν στο εξής οι σινεφίλ την αγαπημένη τους Καμίγ Κοτέν μόνο σε αμερικάνικες ή αγγλικές παραγωγές, αφού η καριέρα της μετά το «Πάρε τον μάνατζέρ μου» εκτινάχτηκε. Οπως είπε η ηθοποιός την Τετάρτη, μόλις τελείωσε μια ταινία με τον Ρίντλεϊ Σκοτ.
Πρόκειται για το πασίγνωστο ήδη «House of Gucci», γύρω από τη δολοφονία του μεγάλου σχεδιαστή, το 1995. Η Κοτέν είναι η «αντίζηλος» της Lady Gaga. Ερμηνεύει, δηλαδή, την Πάολα Φράνκι, ερωμένη του Μαουρίτσιο Γκούτσι, τη γυναίκα που συγκρούστηκε στα δικαστήρια και παντού με τη χήρα του και υπεύθυνη για τη δολοφονία του, Πατρίτσια Ρετζιάνι. Ετοιμάζεται ακόμα και για μια αγγλική τηλεοπτική σειρά. «Θα εκπροσωπώ, όμως, πάντα τη Γαλλία», διαβεβαίωσε τον Θοδωρή Κουτσάφτη, που, όπως και πολλοί άλλοι, δεν θα ’θελαν να χάσει το γαλλικό σινεμά ένα τέτοιο ταλέντο.
Αλλωστε, η Κοτέν έχει αποδείξει ότι πατάει τα πόδια της γερά στη γη. Παριζιάνα γέννημα θρέμμα, γεννημένη το 1978, είναι παντρεμένη με αρχιτέκτονα και έχει δυο παιδιά. Εζησε την εφηβεία της στο Λονδίνο, ακολουθώντας την οικογένειά της, εξ ου και τα άψογα αγγλικά της. Η Γαλλία, όμως, την έπλασε καλλιτεχνικά. Ξεκίνησε από το θέατρο, κυρίως σε μικρές ομάδες, που έκαναν off παραστάσεις, έκανε όμως και εμφανίσεις σε σινεμά και τηλεόραση. Τίποτα το σπουδαίο.
Αργησε πολύ, στα 35 της, να εκτιναχθεί και αναγνωριστεί χάρη στην τηλεοπτική σειρά «Connasse» που, όταν γέννησε και μια ομότιτλη ταινία, της χάρισε υποψηφιότητα για Σεζάρ. Από κει και πέρα άνοιξε ο δρόμος, πλατύς και με ποικίλους ρόλους. Απολαύστε την και στο Ertflix, στο «The Mystery of Henry Pick» του Ρεμί Μπεζανσόν, ευφυή αλλά και αστεία ματιά στον εκδοτικό κόσμο, στο πλευρό του Φαμπρίς Λουκινί.