Είναι απαραίτητο ένα σύστημα δημόσιων υπηρεσιών πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, έτσι ώστε οι νοσούντες να μη διοχετεύονται μαζικά στα νοσοκομεία δημιουργώντας εστίες υψηλού ιικού φορτίου και να μη διογκώνονται οι ανισότητες και η ταξικότητα του συστήματος υγείας.
Η ψυχή, όταν πονά, διαταράσσει το σώμα. Με υποτροπές των αυτοάνοσων νοσημάτων και κυτταρικές μεταλλάξεις, με ψυχοσωματικά που έχουν συνδεθεί με το παρατεταμένο χρόνιο στρες, την ψυχική οδύνη, το τραυματικό γεγονός.
Πώς αποτυπώνεται το βάρος της συνθήκης Covid στους χρόνια πάσχοντες; Τι ρόλο διαδραματίζει στην έκβαση της ίασης; Πώς κυλά η ζωή των ανθρώπων υψηλού κινδύνου κατά τη διάρκεια της υγειονομικής κρίσης; Ποιες είναι οι παράπλευρες απώλειες από την κατάργηση της ύπαρξής του από τη δημόσια σφαίρα έτσι ώστε να μην επιβαρύνουν επιπλέον την ήδη εύθραυστη υγεία τους; Ποιο (θα) είναι το τίμημα της μετατροπής των νοσοκομείων σε νοσοκομεία Covid;
Ο Δημήτρης Παπαθεοδώρου, διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών, χειρουργός γυναικολόγος-ογκολόγος, επιστημονικός υπεύθυνος Γυναικολογικής Κλινικής ΓΟΝΑ «Ο Αγιος Σάββας», μας μιλά για τις αιτίες και όψεις του αποτυπώματος της πανδημίας πάνω στους χρόνια πάσχοντες μέσα από την εμπειρία του σε γυναίκες καρκινοπαθείς.
Υπογραμμίζει τη σημαντικότητα ύπαρξης μιας συστηματικής επικοινωνίας-συνεργασίας μεταξύ ογκολόγων, ψυχιάτρων και ψυχολόγων, ιδίως αυτή την περίοδο που οι άνθρωποι υψηλού κινδύνου βγαίνουν εντελώς αποσωματικοποιημένοι από αυτή τη συγκυρία, διατηρώντας μόνο ανέπαφες επαφές.
Μας εξηγεί τη διαδικασία στην οποία υποβάλλεται ένας ασθενής αυτή τη δυστοπική περίοδο, η οποία θέτει ένα ερώτημα γύρω από την επίπτωση αυτής της συνθήκης στην εξέλιξη της νόσου, δηλαδή την πιθανή επιδείνωση των ογκολογικών ασθενών εν μέσω της πανδημίας εξαιτίας του ψυχολογικού φορτίου και της έλλειψης πρόσβασης σε μια οργανωμένη ψυχοκοινωνική ογκολογία.
«Η διαδικασία είναι πάρα πολύ δύσκολη τόσο γραφειοκρατικά όσο τεχνικά και νοσηλευτικά. Ακόμα και κατά τη διάρκεια της ανάρρωσης. Αρχικά παίρνουμε την ασθενή τηλέφωνο 48 ώρες πριν από την εισαγωγή για να της πάρουμε ιστορικό. Της ζητάμε να πάει πρώτα σε έναν άλλο χώρο για να κάνει τεστ Covid. Στην περίπτωση που είναι αρνητικό, μπαίνει κατευθείαν μέσα. Αν όμως είναι θετικό περιμένουμε περίπου 15 ημέρες κατά μέσο όρο μέχρι να αρνητικοποιηθεί και μετά προχωράμε σε θεραπεία. Στη συνέχεια, εφόσον όλα εξελιχθούν καλά, θα πρέπει να μπει στο νοσοκομείο μόνη της, σε έναν θάλαμο που θα είναι και πάλι μόνη της, έπειτα στο χειρουργείο μόνη της και τέλος, θα βγει χωρίς να έχει κανένα δικό της πρόσωπο κοντά της και θα περάσει μόνη της τις επόμενες ημέρες. Δεν θα έχει δηλαδή κανέναν να τη στηρίξει ψυχολογικά ή και σωματικά. Ούτε οι νοσηλεύτριες φτάνουν για να φροντίσουν τους ασθενείς. Υπήρχαν άνθρωποι που έκλαιγαν, δεν είχαν κανέναν κοντά τους και επιπλέον δεν είχαν εξοικείωση με την τεχνολογία για να κάνουν μια βιντεοκλήση σε έναν δικό τους άνθρωπο. Κάποιοι που είχαν την οικονομική δυνατότητα, έπαιρναν μια αποκλειστική νοσηλεύτρια μέχρι που νόσησαν και οι αποκλειστικές και δεν υπήρχε καμία διαθέσιμη. Είμαι βέβαιος πως η απομόνωση και ο φόβος επιδείνωσαν την κατάσταση των ασθενών. Ηταν ορατή η αγωνία στο βλέμμα τους. Σε βάθος χρόνου θα ξέρουμε με ακρίβεια τι είδους επίπτωση θα έχει όλο αυτό στην υγεία των ασθενών. Δεν μπορεί να εκτιμηθεί ακόμα το ψυχολογικό κόστος από την απομόνωση, από τη μη επαφή με αγαπημένα πρόσωπα. Δεν ξέρουμε ακόμα αν θα επηρεάσει τον αριθμό των υποτροπών ή το πόσο γρήγορα θα συμβούν αυτές, το γεγονός πως δεν μπορούν να έχουν τη στήριξη που χρειάζονται τη στιγμή που μαθαίνουν για πρώτη φορά για την ασθένεια και βρίσκονται σε σοκ ή όταν δεν μπορούν να έχουν την παρακολούθηση που χρειάζονται αργότερα, όταν αποδέχονται την ασθένεια ή όταν αναρρώνουν...».
Ο Δημήτρης Παπαθεοδώρου, ένας από τους πιο διακεκριμένους Ελληνες γυναικολόγους-ογκολόγους, θίγει τη σημαντικότητα διενέργειας μιας μελέτης πάνω στην ψυχολογική φθορά που προκάλεσε αυτή η συνθήκη για να διαπιστωθεί πως η θλίψη και το στρες επέδρασαν στο ανοσοποιητικό αλλά και με ποιους τρόπους αυτή η συνθήκη επιδείνωσε τη φροντίδα που δέχονται οι ασθενείς.
«Στο δικό μας νοσοκομείο μπορώ να σας πω με βεβαιότητα πως κάθε ασθενής βρήκε το κρεβάτι του, χειρουργήθηκε όταν το χρειάστηκε πραγματικά, έκανε τις χημειοθεραπείες και τις ακτινοβολίες του. Αυτό που όμως δεν είμαι σε θέση να πω είναι αν ο αριθμός των ασθενών που χειρουργήσαμε θα ήταν ακριβώς ο ίδιος με αυτόν που θα ζητούσαν τη συνδρομή μας υπό κανονικές συνθήκες, λόγω δυσκολιών στην πρόσβαση στα εξωτερικά ιατρεία. Κάποιοι δεν είχαν πρόσβαση στο follow up. Τις πραγματικές επιπτώσεις της πανδημίας στους καρκινοπαθείς θα τις μάθουμε πολύ αργότερα. Ομως υπάρχουν και άλλες νοσολογικές οντότητες που επηρεάστηκαν από την πανδημία. Γνωρίζουμε, για παράδειγμα, πως το στρες συνδέεται με δυσπλασίες στον τράχηλο της μήτρας λόγω HPV στα νέα κορίτσια. Θα έχει ενδιαφέρον να δούμε πώς εξελίχθηκε σε κυτταρολογικό επίπεδο η εξέλιξη ή μη τέτοιων βλαβών στον τράχηλο εν μέσω της πανδημίας καθώς αυτή η μόλυνση επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από τον τρόπο που συμπεριφέρεται το ανοσοποιητικό», καταλήγει υπενθυμίζοντάς μας τη σχέση μεταξύ ανοσοποιητικού συστήματος και ψυχικής κατάστασης.
Στην ψυχανάλυση εξάλλου, δεν υπάρχει ασθένεια, όπως στην ιατρική, αλλά μια ψυχική βαθμίδα του συμπτώματος – ως ασυνείδητου μορφώματος. Είναι μια προσέγγιση που βοηθά στην αποϊατρικοποίηση της ασθένειας, εστιάζοντας στο ανθρώπινο υποκείμενο που κατοικεί το σώμα του και όχι το αντίστροφο. Ισως γιατί η ιατρική εμμένει στο βιολογικό σώμα, ενώ η ψυχανάλυση επερωτά την οργανικότητα μέσω της ενόρμησης, κινούμενη στο μεταίχμιο σωματικού-ψυχικού. Γι’ αυτόν τον λόγο κάποιες φορές οι γιατροί βρίσκονται μπροστά σε αντιδράσεις ανθρώπινων σωμάτων που δεν δικαιολογούνται από τα βιολογικά δεδομένα.
Το στοίχημα, συνεπώς, όπως σημειώνει ο Ζακ Λακάν στο κείμενο «Επιστήμη και αλήθεια», είναι να παράξουμε έναν επιστημονικό λόγο που θα λαμβάνει υπόψη το ανθρώπινο υποκείμενο ως ψυχισμό και όχι μόνο ως βιολογικό σώμα. Και τότε ναι... ίσως γεννηθούν γόνιμες ιδέες για την αντιμετώπιση του ψυχικού πόνου, πέραν του σωματικού, έτσι ώστε ίσως η πανδημία Covid να μη μεταλλαχθεί σε πανδημία υποτροπών, αυτοάνοσων, ψυχικών νόσων και κυτταρικών μεταλλάξεων.
Για να συμβεί αυτό θα πρέπει να θέσουμε εκ νέου το ερώτημα γύρω από την ορθή περίθαλψη των χρόνια πασχόντων. Και η απάντηση δεν μπορεί παρά να εμπερικλείει την ενίσχυση της δημόσιας νοσοκομειακής περίθαλψης, μηχανισμούς επιδημιολογικής επιτήρησης και ιχνηλάτησης, ένα σύστημα δημόσιων υπηρεσιών πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, έτσι ώστε οι νοσούντες να μη διοχετεύονται μαζικά στα νοσοκομεία δημιουργώντας εστίες υψηλού ιικού φορτίου και να μη διογκώνονται οι ανισότητες και η ταξικότητα του συστήματος υγείας και τέλος, μια συνεργασία γιατρού και ψυχαναλυτή για να «ακούσουν» μαζί κάθε οδύνη του ανθρώπινου σώματος και να δώσουν στην ίαση την καλύτερη δυνατή έκβαση.