Αύξηση μόλις 0,3% κατέγραψε η χώρα μας στο πρώτο τρίμηνο του 2021, ενώ Τσεχία, Βέλγιο και Ολλανδία σημείωσαν άνοδο από 5% έως 3%, σύμφωνα με τη Eurostat.
Συνθήκες ασφυξίας με ολοένα και λιγότερες νέες θέσεις εργασίας για τους μισθωτούς κατέγραψε χθες το τριμηνιαίο δελτίο της ΕΛΣΤΑΤ, την ώρα που το εθνικό Κοινοβούλιο υπερψήφιζε τη διάταξη για τη δυνατότητα των επιχειρήσεων να αυξήσουν υπέρμετρα τις υπερωρίες και τον μέσο ημερήσιο χρόνο εργασίας του προσωπικού, μειώνοντας τις πιθανότητες προσφοράς εργασίας, άρα και νέων προσλήψεων.
Σύμφωνα με τη Eurostat, η Ελλάδα έχει τη μεγαλύτερη μείωση κενών θέσεων μεταξύ των κρατών-μελών για τα οποία υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία. Φέρεται να κατέγραψε αύξηση μόλις 0,3% στο πρώτο τρίμηνο του 2021, ενώ Τσεχία, Βέλγιο και Ολλανδία κατέγραψαν αύξηση από 5% έως 3%.
Αναλυτικότερα, σύμφωνα με το δελτίο της ΕΛΣΤΑΤ για το α' τρίμηνο, ο αριθμός των κενών θέσεων που θα πρέπει να καλυφθούν προσεχώς, δηλαδή σε διάστημα όχι μεγαλύτερο των τριών μηνών, στο σύνολο της οικονομίας και σε επιχειρήσεις με τουλάχιστον 3 εργαζόμενους (εκτός από τον πρωτογενή τομέα και τις οικονομικές δραστηριότητες των νοικοκυριών), παρουσιάζει μείωση 30,5% σε σύγκριση με το α' τρίμηνο του 2020 προς το 2019.
Βεβαίως, ο δείκτης εμφάνιζε συνεχόμενη μείωση όλη την προηγούμενη χρονιά, ενώ το δεύτερο τρίμηνο του 2020 ο δείκτης εμφανίζει ετήσια μεταβολή -61%. Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ η έρευνα είναι δειγματοληπτική και ως κενή θέση νοείται «μία νεοδημιουργηθεία θέση εργασίας, μία ήδη κενή ή μία θέση που πρόκειται να κενωθεί σύντομα και για την οποία ο εργοδότης έχει προβεί πρόσφατα σε δραστικές ενέργειες για να βρεθεί κατάλληλος υποψήφιος εκτός της επιχείρησης και η οποία είναι διαθέσιμη είτε αμέσως είτε στο εγγύς μέλλον».
Ωστόσο η πανδημία, εκτός από μείωση στην προσφορά θέσεων εργασίας, αποδεικνύεται ότι στοιχίζει πιο ακριβά ακόμη και στις επιχειρήσεις που δεν κάνουν νέες προσλήψεις. Αυτό προκύπτει από τον δείκτη μισθολογικού κόστους του α' τριμήνου 2021 που παρουσιάζει αύξηση 6,6% σε σύγκριση με τον αντίστοιχο δείκτη του α' τριμήνου 2020, έναντι αύξησης 1,6% κατά την αντίστοιχη σύγκριση του έτους 2020 προς το 2019.
Ο δείκτης μισθολογικού κόστους υπολογίζεται από την ΕΛΣΤΑΤ ως το πηλίκο του ωρομισθίου του εκάστοτε τριμήνου προς το μέσο ετήσιο ωρομίσθιο του έτους βάσης 2016. Δεδομένου ότι ως ωρομίσθιο ορίζεται το πηλίκο των ακαθάριστων αμοιβών προς τις πραγματοποιηθείσες ώρες εργασίας, σημαντικός παράγοντας για την αύξηση του μισθολογικού κόστους είναι οι απώλειας των ωρών εργασίας λόγω των ειδικών μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας.