Όλο και περισσότερες μονάδες ιχθυοκαλλιέργειας εγκαθίστανται στις δυτικές ακτές του νομού, με αποτέλεσμα τη σημαντική επιβάρυνση του περιβάλλοντος και ως εκ τούτου την κακή ποιότητα των ψαριών που παράγονται
Παρ' όλο που στην ευρύτερη περιοχή στις δυτικές ακτές της Αιτωλοακαρνανίας παράγεται εδώ και περισσότερα από 30 χρόνια το 18% έως 20% της συνολικής εθνικής παραγωγής ιχθυοκαλλιέργειας, σχεδιάζεται η αύξηση κατά 70% της ιχθυοκαλλιεργητικής παραγωγής στην περιοχή. Γεγονός που αναμένεται να επιδεινώσει περαιτέρω την ήδη έντονη επιβάρυνση στα θαλάσσια οικοσυστήματα, στον τουρισμό και στην αλιεία που έχει προέλθει από τη λειτουργία των υπαρχόντων ιχθυοτροφείων.
Η παραγωγή ιχθυοκαλλιέργειας στην περιοχή Αστακού, νήσων Εχινάδων, Καστού και Καλάμου γίνεται με υπερεντατικές πρακτικές κατά παράβαση των όρων αδειοδότησης, όπως π.χ. των όρων που ορίζουν τη μετακίνηση των μονάδων ανά τακτά χρονικά διαστήματα, κάτι που δεν έχει γίνει ποτέ, ούτε καν όταν βρίσκονται μέσα σε κλειστούς κόλπους και αβαθή νερά. Αυτό σημαίνει ότι οι ίδιες μονάδες παραμένουν μέσα σε κλειστούς κόλπους για όλα αυτά τα χρόνια.
Οι δυτικές ακτές της Αιτωλοακαρνανίας αποτελούν ακόμη μια περιοχή όπου εφαρμόζεται το απαρχαιωμένο μοντέλο ιχθυοκαλλιέργειας, σύμφωνα με το οποίο οι εγκαταστάσεις βρίσκονται κοντά στις ακτές σε περιοχές με χαμηλή κυκλοφορία νερών με γνώμονα το χαμηλό κόστος επένδυσης και συντήρησης. Αποτέλεσμα αυτού του μοντέλου είναι, εκτός των άλλων, η παραγωγή ψαριών χαμηλής ποιότητας και εμπορικής αξίας.
Αποτυχημένο μοντέλο
Οπως όμως επισημαίνει το Ινστιτούτο Θαλάσσιας Προστασίας «Αρχιπέλαγος» που έχει οριστεί μέλος του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης για την Ιχθυοκαλλιέργεια στην Ευρώπη, αποτελώντας τον μοναδικό ελληνικό περιβαλλοντικό φορέα που συμμετέχει, «αυτό το αποτυχημένο μοντέλο που εφαρμόζεται επί δεκαετίες έχει τελικά καταστρέψει τη βιωσιμότητα της ελληνικής ιχθυοκαλλιέργειας. Οι μεγάλες εταιρείες του κλάδου πορεύονται από χρεοκοπία σε χρεοκοπία, επιβιώνοντας αρχικά με επιδοτήσεις, έπειτα με το χρηματιστήριο, σε συνέχεια υπό τραπεζική επιτήρηση και διαγραφή χρεών και πιο πρόσφατα με το οικονομικό παιχνίδι μεταφοράς της ιδιοκτησίας από το ένα ξένο fund σε άλλο».
Ως αποτέλεσμα στην πλειονότητα του κλάδου η προστασία του περιβάλλοντος τίθεται ως τελευταία προτεραιότητα, ενώ είναι αυτονόητο ότι η ποιότητα του περιβάλλοντος καθορίζει και την ποιότητα των εκτρεφόμενων ψαριών.
Σε μια εποχή που η πολιτεία μας κατακλύζει με εξαγγελίες για αειφόρο, «πράσινη» και «γαλάζια» ανάπτυξη, θα περίμενε κανείς από την ίδια να έχει δρομολογήσει την αποκατάσταση της καταστροφής που έχει προκληθεί στην Αιτωλοακαρνανία με την ανοχή κρατικών αρχών και δομών. Αντ’ αυτού όμως προγραμματίζει μαζί με το ιχθυοκαλλιεργητικό λόμπι -το οποίο μάλιστα ανέλαβε και υλοποίησε για λογαριασμό του Ελληνικού Δημοσίου τον σχεδιασμό των «Περιοχών Οργανωμένης Ανάπτυξης Υδατοκαλλιεργειών» (ΠΟΑΥ)- την αύξηση κατά 70% της ιχθυοκαλλιεργητικής παραγωγής στις δυτικές ακτές της Αιτωλοακαρνανίας. Και μάλιστα δίχως να έχει προχωρήσει η θεσμοθέτηση πλαισίου για τον Θαλάσσιο Χωρικό Σχεδιασμό, κάτι που θα έπρεπε να έχει ολοκληρωθεί έως τον Μάρτιο του 2021.
«Προφανώς αυτός ο σχεδιασμός έγινε με γνώμονα την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του ιχθυοκαλλιεργητικού λόμπι και με την πλήρη παραγκώνιση των τοπικών κοινωνιών, τις οποίες κανείς δεν ρώτησε ποιο είναι το μοντέλο ανάπτυξης που θέλουν οι ίδιοι για τον τόπο τους» αναφέρει το «Αρχιπέλαγος».
Είναι αξιοσημείωτο ότι, ενώ στη συγκεκριμένη περιοχή έχουν μισθωθεί επί χρόνια περίπου 1.000 στρέμματα θαλάσσιας έκτασης, τώρα προγραμματίζουν να αυξήσουν τη μίσθωση στα 1.800 στρέμματα, δεσμεύοντας όμως 41.000 στρέμματα θαλάσσιας έκτασης. Δηλαδή 22 φορές μεγαλύτερη έκταση από αυτή που πρόκειται να αξιοποιήσουν. Το γιατί παραμένει ένα ερώτημα.
Η συνολική προτεινόμενη ετήσια δυναμικότητα της ΠΟΑΥ ανέρχεται σε 54.877 τόνους, που αντιστοιχεί σε αύξηση 172,52% (34.740 τόνοι) της υφιστάμενης δυναμικότητας, εκ των οποίων το 116,79% (23.516 τόνοι) αφορά την αύξηση της δυναμικότητας των υφιστάμενων μονάδων και 55,74% (11.223 τόνοι) την ίδρυση νέων μονάδων. Η προτεινόμενη ΠΟΑΥ αποτελείται από 10 ζώνες παραγωγής όπου θα καλλιεργούνται τσιπούρα, λαβράκι, μυτάκι, φαγκρί, λυθρίνι, σαργός, συναγρίδα, μουρμούρα και μελανούρι.
Νεκρό τοπίο
Το Ινστιτούτο «Αρχιπέλαγος», ως επιστημονικός σύμβουλος του Δήμου Ξηρομέρου και της Επιτροπής Αγώνα Πολιτών ενάντια στην ΠΟΑΥ Εχινάδων Νήσων και Αιτωλοακαρνανίας, υλοποίησε επιτόπια έρευνα για την Προκαταρκτική Εκτίμηση των Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων των Υδατοκαλλιεργειών στις ακτές και τις νησίδες της δυτικής Αιτωλοακαρνανίας. Τα αποτελέσματα είναι άκρως ανησυχητικά, αφού διαπιστώθηκε ότι η περιοχή γύρω από τις μονάδες ιχθυοκαλλιέργειας μοιάζει με νεκρό τοπίο με κατεστραμμένα θαλάσσια οικοσυστήματα που οφείλονται στην επί δεκαετίες παραμονή των μονάδων στα ίδια σημεία.
Το «Αρχιπέλαγος» διευκρινίζει ότι δεν είναι ενάντια στις ιχθυοκαλλιέργειες όταν αυτές τηρούν την πραγματική φέρουσα ικανότητα και γίνονται σύμφωνα τις ωκεανογραφικές συνθήκες της κάθε περιοχής καλλιέργειας. Πάγια θέση του Ινστιτούτου είναι ότι οι ιχθυοκαλλιεργητικές μονάδες πρέπει να μεταφερθούν στο ανοιχτό πέλαγος ή και σε περιοχές με καλή κυκλοφορία του νερού. Αυτή η προσέγγιση ως ένα πραγματικά περιβαλλοντικά και οικονομικά βιώσιμο μοντέλο ιχθυοκαλλιέργειας εφαρμόζεται εδώ και δεκαετίες σε πολλές περιοχές της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
«Σημαντικότερο όλων είναι να συνειδητοποιήσουμε πριν να είναι πολύ αργά ότι δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να πορευόμαστε καταστρέφοντας τα συγκριτικά μας πλεονεκτήματα, δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο κρίσεων» αναφέρει το Ινστιτούτο.
H προγραμματιζόμενη αύξηση της ιχθυοκαλλιεργητικής παραγωγής κατά 70% στο πλαίσιο της Περιοχής Οργανωμένης Ανάπτυξης Υδατοκαλλιεργειών Εχινάδων Νήσων και Αιτωλοακαρνανίας έχει προκαλέσει την έντονη κινητοποίηση αλλά και την εύλογη αγωνία των τοπικών κοινωνιών και αρχών, οι οποίοι βλέπουν να μετατρέπεται ο τόπος τους από περιοχή διεθνούς περιβαλλοντικής σημασίας και μοναδικής ομορφιάς σε μια βιομηχανική ζώνη που θα αποκλείει οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα ή χρήση από τους ίδιους τους κατοίκους.
Το παράδειγμα της Κύπρου
■ Οι μονάδες ιχθυοκαλλιέργειας έχουν εγκατασταθεί σε απόσταση μεγαλύτερη του 1,5 χιλιομέτρου από τις ακτές (και όχι κοντά στις ακτές, όπως συνηθίζεται στην Ελλάδα).
■ Εχουν ελάχιστη θνησιμότητα των ψαριών (σε αντίθεση με τις ελληνικές μονάδες εντατικής καλλιέργειας όπου τα ποσοστά θνησιμότητας φτάνουν και το 40%).
■ Εχουν πιστοποίηση για τη μη χρήση αντιβιοτικών (σε αντίθεση με την εκτεταμένη χρήση αντιβιοτικών που γίνεται στην πλειονότητα των μονάδων στην Ελλάδα).
■ Τα προϊόντα τους είναι περιζήτητα στις μεγάλες διεθνείς αγορές (σε αντίθεση με τα αντίστοιχα ελληνικά ψάρια ιχθυοκαλλιέργειας που πωλούνται από τις μεγάλες εταιρείες κάτω του κόστους).