Γοητευτικός κι ανυπότακτος. Λάτρης της κλασικής μουσικής και της ποίησης. Συνθέτης με 1.000 και πλέον τραγούδια στο ενεργητικό του, συμφωνικά έργα, όπερες, ορατόρια, μουσικές για κορυφαία θεατρικά έργα, περίφημα μπαλέτα και κινηματογραφικές υπερπαραγωγές που του χάρισαν ένα βραβείο BAFTA και υποψηφιότητες για Γκράμι. Δημιουργός που έζησε την απόλυτη δόξα καθώς συνθέσεις του ερμήνευσαν καλλιτέχνες όπως οι Beatles, η Σίρλεϊ Μπάσεϊ και η Εντίθ Πιαφ. Καλλιτέχνης που μελοποίησε τους μεγαλύτερους ποιητές, από τους νομπελίστες Γιώργο Σεφέρη, Οδυσσέα Ελύτη και Πάμπλο Νερούδα έως τον Γιάννη Ρίτσο και τον Τάσο Λειβαδίτη. Συνθέτης που με τον Μάνο Χατζιδάκι αποτέλεσαν το απόλυτο δίπολο της ελληνικής δημιουργίας.
Ο Μίκης Θεοδωράκης άφησε το στίγμα της πληθωρικής του προσωπικότητας στις πόλεις με τις οποίες συνδέθηκε, διέδωσε την ελληνική μουσική σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Γης, πλημμύρισε τη σύγχρονη μουσική δημιουργία με συγκίνηση, σπουδαία έργα, ποιητικό λόγο και τόνους συναισθημάτων. Ο μεγαλύτερος εν ζωή Ελληνας συνθέτης πέθανε στις 2 Σεπτεμβρίου 2021, στα 96 του χρόνια. Εζησε μια μυθιστορηματική ζωή, συμπορεύτηκε με τις σοβαρότερες πολιτικές εξελίξεις αυτού του τόπου και άφησε πίσω του ένα χειμαρρώδες και ανεξάντλητο μουσικό έργο.
Αυτή είναι η ζωή του.
Τα πρώτα του χρόνια
Ο Μιχαήλ Θεοδωράκης γεννήθηκε στις 29 Ιουλίου 1925 στη Χίο, γιος του Κρητικού Γιώργη και της Μικρασιάτισας Ασπασίας (Πουλάκη) Θεοδωράκη. Ο πατέρας του ήταν άνθρωπος που εξέπεμπε άπειρη αγάπη. Η μητέρα του γελούσε πολύ κι ήταν η «αρχόντισσα της κουζίνας». Μαζί της τραγούδησε τα πρώτα τραγούδια. «Η μητέρα μου είχε μια φωνή καθαρά λαϊκή, ήταν σοπράνο, αλλά η φωνή της είχε τόσο πόνο μέσα, που, όταν τραγουδούσε, όλοι κλαίγαμε», παραδέχτηκε χρόνια αργότερα.
Κρητικός στην καταγωγή, λοιπόν, αλλά πατρίδες του θεωρούσε πολλές ελληνικές επαρχιακές πόλεις από τις οποίες πέρασε, καθώς ο δημόσιος υπάλληλος πατέρας του υποχρέωνε την οικογένεια σε συχνές μεταθέσεις. Ετσι, τα παιδιά του χρόνια τον βρήκαν ανά διαστήματα στη Μυτιλήνη, τα Γιάννενα, την Κεφαλλονιά όπου πρωτοαντίκρισε πιάνο, την Πάτρα όπου είδε πρώτη φορά παρτιτούρα, τον Πύργο Ηλείας όπου ολοκληρώθηκε η στροφή του στη μουσική, και κυρίως στην Τρίπολη Αρκαδίας, η οποία όπως έλεγε πάντα έπαιξε τον πιο καθοριστικό ρόλο. «Εκείνο που με συνόδευε όλη μου τη ζωή ήταν ο πόνος για τα έπιπλα του σπιτιού μας. Είχαμε πάντα τα ίδια που είχαμε αγοράσει όταν ήμουν μικρός και τα πηγαίναμε από πόλη σε πόλη. Εκτός από την πληγή των επίπλων, μου άρεσε πολύ που άλλαζα περιβάλλον».
Από την εφηβεία δηλώνει ξεκάθαρα ότι τον απασχολούσαν βαθιά η μουσική αλλά και οι ανθρωπιστικές αξίες. Πειραματίζεται με μουσικά όργανα (από φυσαρμόνικες μέχρι βιολί και πιάνο) και συνθέτει τα πρώτα σύντομα έργα του. Στην Τρίπολη, μόλις 17 ετών, κάνει ντεμπούτο στη σκηνή παρουσιάζοντας στην πρώτη του συναυλία το έργο του «Κασσιανή».
Στην Αθήνα γνωρίζει την Μυρτώ Αλτίνογλου, ενεργό μέλος της ΕΠΟΝ, που θα γίνει συζυγός του
Το αίμα του βράζει: το 1942, κατά τη διάρκεια μιας αντικατοχικής εκδήλωσης στην Τρίπολη χτύπησε έναν Ιταλό αξιωματικό. Συλλαμβάνεται, φυλακίζεται, τρώει το πρώτο του ξύλο, ενώ, ένα χρόνο μετά, στη μεγάλη διαδήλωση της 25ης Μαρτίου 1943, συλλαμβάνεται για πρώτη φορά από τους Ιταλούς και βασανίζεται. Διαφεύγει στην Αθήνα και συνεχίζει μαθήματα στο Ωδείο Αθηνών με καθηγητή τον Φιλοκτήτη Οικονομίδη, ενώ η πραγματικότητα που τρέχει σαν νερό τον φέρνει αντιμέτωπο με τον θάνατο του Παλαμά (πρώτου ποιητή που λάτρεψε), την απόφαση να πάει στη Νομική, τη γνωριμία του με τη Μυρτώ Αλτίνογλου –ενεργό μέλος της ΕΠΟΝ–, η οποία δέκα χρόνια αργότερα θα γίνει σύζυγός του, την Αντίσταση και τον αγώνα, την αποχώρηση των Γερμανών από την Ελλάδα αλλά και τα μεγάλα συλλαλητήρια του ΕΑΜ στα οποία λαμβάνει μέρος. «Θυμάμαι ότι η Μυρτώ μού έκανε εντύπωση γιατί ήταν ένα πάρα πολύ λεπτό κορίτσι. Την ίδια εντύπωση της έκανα κι εγώ. Ημουν πολύ ψηλός κι αδύνατος, περίπου πενήντα κιλά. Δηλαδή ήταν αρνητικές οι πρώτες εντυπώσεις του ενός για τον άλλον».
Δεκαετία 1940-1950
Εγκατεστημένος στην Αθήνα από το 1943, ο Μίκης (έχοντας ήδη γράψει πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο κάποιες πρώτες συνθέσεις) επενδύει μέρα με τη μέρα στην αγάπη του για τη μουσική, έχοντας πάντα δίπλα του τον δάσκαλό του Φιλοκτήτη Οικονομίδη. Παράλληλα, αναπτύσσει αντιστασιακή δράση, μέσα από τις τάξεις της ΕΠΟΝ και του ΚΚΕ. Θα συλληφθεί από τους Ιταλούς και στη φυλακή θα γνωρίσει το έργο του Μαρξ. Το
1947, κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου (1946-1949) θα εξοριστεί πρώτα στην Ικαρία και στη συνέχεια στη Μακρόνησο. Βασανισμοί, έλλειψη φαγητού, απάνθρωπες πρακτικές, καιρικές συνθήκες αφόρητες. «Καθόμασταν στους βράχους και βλέπαμε το Σούνιο απέναντι, τη θάλασσα να μας χωρίζει. Η γαλάζια θάλασσα ήταν το όριο που δεν μπορούσες να περάσεις. Περνούσαν και τα πλοία του στόλου κι έβλεπες εκεί στο βάθος τη νύχτα που δεν είχε καθόλου φώτα, αυτό το στέμμα της Αθήνας, φαινόταν από τη Μακρόνησο, ένα πράγμα φοβερό, αυτό πονούσε! Ελεγες: “εκεί κάτω είναι η ελευθερία, η κόρη μου, η γυναίκα μου”. Αυτά είναι μεγάλα βασανιστήρια».
Οταν, δε, επέστρεψε στην Αθήνα, η παρανομία τον υποχρέωσε σε μια επίσης δύσκολη καθημερινότητα: ο Μάνος Χατζιδάκις τον τάιζε κάνα σάντουιτς σε σπίτια φίλων υπεράνω πάσης υποψίας, ο πατέρας του τον καλούσε σε υπόγειες ταβέρνες να φάει με παράνομους φίλους, η μητέρα του τον προμήθευε καθαρά ρούχα κρυφά στις τουαλέτες κινηματογράφων, η Μυρτώ κρυβόταν από το σπίτι της και τις αρχές για να τον συναντήσει.
Οι πολιτικές του διώξεις και τα δύσκολα χρόνια της εξορίας όχι μόνο δεν ανακόπτουν το δημιουργικό του έργο αλλά στοίχειωσαν το καλλιτεχνικό του έργο σε κάθε περίοδο της ζωής του. Για παράδειγμα εκείνο το διάστημα, έχοντας ως «μπούσουλα» και βασική αναφορά την κλασική μουσική, γράφει κι εκείνος έργα «κλασικής». Ετσι, στις 5 Μαρτίου 1950 παρουσιάζεται στο θέατρο «Ορφέας» της Αθήνας από την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών (με μαέστρο τον δάσκαλό του Φιλοκτήτη Οικονομίδη) το πρώτο του έργο, το «Πανηγύρι της Ασή-Γωνιάς» (1946), εμπνευσμένο από τις εικόνες της πατρίδας Κρήτης και τις πατρικές αφηγήσεις. «Ηταν συγκλονιστική εμπειρία. Ακουσα τη μουσική την οποία είχα στο μυαλό μου, σαν φαντάσματα. Δεν την είχα δοκιμάσει ποτέ ούτε στο πιάνο, ούτε πίστευα από το χαρτί και από τη φαντασία μου να δω όλα αυτά τα όργανα της Κρατικής Ορχήστρας να παίζουν και να βγαίνουν αυτοί οι ήχοι. Επίσης τότε επιβεβαιώθηκα ότι μπορώ να γράφω μουσική με το μυαλό, χωρίς να την επιβεβαιώνω στο πιάνο».
Δεκαετία 1950-1960
Στις 19 Μαρτίου 1953 παντρεύεται τη γιατρό Μυρτώ Αλτίνογλου, λίγο μετά παίρνει μια δουλειά στη Ρώμη και κατόπιν αναχωρεί για το Παρίσι και φοιτά στο Conservatoire με υποτροφία, έχοντας δασκάλους τον Ολιβιέ Μεσιάν (στη μουσική ανάλυση) και τον Εζέν Μπιγκό (στη διεύθυνση ορχήστρας). Η περίοδος 1954-1960 είναι μια εποχή έντονης δραστηριότητας για τον Θεοδωράκη στον χώρο της ευρωπαϊκής μουσικής. Συνθέτει μουσική για το μπαλέτο της Λουντμίλα Τσερίνα, το Κόβεντ Γκάρντεν, το Μπαλέτο της Στουτγάρδης και επίσης για τον κινηματογράφο.
Το 1957 του απονέμεται το πρώτο βραβείο του Φεστιβάλ της Μόσχας από τον Σοστακόβιτς για το έργο του «Suite No 1 για πιάνο και ορχήστρα». Συγχρόνως συνθέτει πολλά έργα συμφωνικής μουσικής και μουσικής δωματίου, αναλαμβάνει τη μουσική για την ταινία «Η απαγωγή του Στρατηγού Κράιπε» κι απολαμβάνει την περίφημη χορεύτρια της εποχής Λουντμίλα Τσερίνα να χορεύει τους «Εραστές του Τερουέλ» του.
Ενα βράδυ του 1958, ο Μίκης περιμένει στο «Οπελάκι», με το οποίο κυκλοφορούσε στο Παρίσι, τη γυναίκα του Μυρτώ να επιστρέψει από ψώνια. Εκεί στην άκρη του δρόμου ανοίγει τον «Επιτάφιο» (που του είχε στείλει ο Ρίτσος), ο οποίος από καθαρή τύχη υπήρχε στο αυτοκίνητο. Τον διαβάζει, αρχίζει με ένα μολύβι να σημειώνει νότες, κι επιτόπου μελοποιεί τα πρώτα ποιήματα. «Εβρεχε καταρρακτωδώς, τα τζάμια είχαν θολώσει. Εως ότου γυρίσει η Μυρτώ, είχα γράψει είκοσι τραγούδια». Δύο χρόνια μετά, στις 5 Μαΐου 1960 γεννιέται στο Παρίσι ο γιος του Γιώργος.
Δεκαετία 1960- 1970
Το έργο που πρωτοεμπνεύστηκε σε εκείνο το αμαξάκι έμελλε να αποτελέσει μια από τις μεγαλύτερες τομές στην ιστορία της ελληνικής μουσικής, καθώς πρώτη φορά με τέτοιο έξοχο τρόπο «παντρεύτηκε» η σύγχρονη λαϊκή σύνθεση με τη σύγχρονη ελληνική ποίηση. Το 1960 θα ηχογραφηθούν με τη φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση και τον Μανώλη Χιώτη στο μπουζούκι (υπήρξε και μια δεύτερη εκδοχή σε ενορχήστρωση Χατζιδάκι με ερμηνεύτρια τη Νάνα Μούσχουρη), εγκαινιάζοντας την εποχή όπου ο Θεοδωράκης περνάει στον χώρο του τραγουδιού και «παντρεύει» τους λαϊκούς ρυθμούς, τα λαϊκά όργανα, τους λαϊκούς τραγουδιστές και την ποίηση των κορυφαίων εκπροσώπων της Γενιάς του ’30 (Σεφέρης, Ελύτης, Ρίτσος κ.ά.).
Συνεχίζει να γράφει μουσική για κορυφαίες θεατρικές παραστάσεις («Φοίνισσες» σε σκηνοθεσία Μινωτή, «Αιας» κ.ά.), πηγαινοέρχεται στο Παρίσι, συναντιέται με τον Φιντέλ Κάστρο και τον Τσε Γκεβάρα το 1962 στην Αβάνα, αναλαμβάνει να μελοποιήσει ποιήματα του Λειβαδίτη και κάπως έτσι προκύπτουν σημαντικά έργα, με πιο ξεχωριστά τα «Αρχιπέλαγος», «Πολιτεία Α΄ και Β΄», «Επιφάνεια», «Μαουτχάουζεν», «Αξιον Εστί».
Στο καφέ του Λουμίδη, μια μέρα τον πλησίασε ο Οδυσσέας Ελύτης και του είπε: «Μόλις τελείωσα μια ποιητική σύνθεση, το “Αξιον Εστί”, τη γράφω πολλά χρόνια και θα κυκλοφορήσει αυτόν τον καιρό. Πιστεύω ότι είναι ένα ποίημα που θα σας οδηγήσει να κάνετε κάτι άλλο, πιθανώς μια λειτουργία, ένα ορατόριο», θυμάται. «Το καταβρόχθισα κι άρχισα να γράφω μουσική. Δεν προλάβαινα στο πεντάγραμμο, τα περισσότερα τα έγραψα στο πλάι. Σε μια εβδομάδα είχα τελειώσει όλο το έργο, πλην του φινάλε, του Δοξαστικού».
Επίσης, θα γράψει μουσική για την ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη «Ζορμπάς» (1964) και για δύο θεατρικές παραστάσεις που σημάδεψαν τη δεκαετία του 1960, τη «Μαγική Πόλη» και «Η γειτονιά των Αγγέλων».
Το 1963, μετά τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη, μέσα σε αυτό το πρωτόγνωρο κλίμα ιδρύεται η «Νεολαία Λαμπράκη», της οποίας εκλέγεται πρόεδρος.
Την ίδια εποχή εκλέγεται βουλευτής της ΕΔΑ και δείχνει σε όλους, άλλη μια φορά, πως μέσα στην αστάθεια και την ανασφάλεια που προκαλούν οι πολιτικές συγκυρίες της εποχής, εκείνος δεν μπορεί να διαλέξει αν θα αφοσιωθεί στη μουσική ή στην πολιτική. Ως εκ τούτου, συνεχίζει να μοιράζεται ανάμεσα στα δύο.
Με την επιβολή της δικτατορίας της 21ης Απριλίου 1967 θα αρχίσει ένας νέος κύκλος από διώξεις και εξορίες για τον συνθέτη, που θα τελειώσει το 1970 με την αμνηστία που θα του χορηγηθεί, ύστερα από διεθνή κατακραυγή και προσπάθειες προσωπικοτήτων, όπως ο Ντμίτρι Σοστακόβιτς, ο Λέοναρντ Μπέρνσταϊν, ο Χάρι Μπελαφόντε, ο Αρθουρ Μίλερ, ο Λόρενς Ολίβιε, ο Αραγκόν και ο Χανς Αϊσλερ.
Εκείνο το πρωι της 21ης Απριλίου που οι συνταγματάρχες βύθιζαν στο σκοτάδι τη χώρα, ο Θεοδωράκης ετοιμαζόταν να δώσει συνέντευξη Τύπου για να αναγγείλει το πρόγραμμα του «Μουσικού Αύγουστου» στον Λυκαβηττό. «Οταν τα τανκς ήταν ήδη στους δρόμους, εγώ δεν ήξερα τίποτα. Τηλεφωνούσα στους συνθέτες και τους ρωτούσα: “Πώς πάει, παιδιά; Αύριο κάνω πρες κόνφερανς. Μπορώ να σας αναγγείλω; Τι έργα να αναγγείλω;”».
«Οταν με πιάσανε, είχα το φόβο των βασανιστηρίων, το φόβο του θανάτου»
Από την άγνοια των πρώτων ωρών ο συνθέτης βρέθηκε πολύ γρήγορα στην ανησυχία για το προσωπικό του αμφίβολο μέλλον εν μέσω χούντας. Οι αρχές έδιναν γην και ύδωρ για να εντοπίσουν πού κρυβόταν, οπότε άρχισε το γνωστό ανελέητο κυνηγητό. Τέσσερις μήνες μετά τα καταφέρνουν. «Οταν με πιάσανε, είχα το φόβο των βασανιστηρίων, το φόβο του θανάτου. Το χειρότερο για μένα όμως ήταν ότι δεν ήμουν κάποιος με ένα κόμμα πίσω μου, ένα λαό δίπλα μου, ήμουν απομονωμένος. Πήγαινα σαν το σκυλί στ’ αμπέλι. Το κόμμα στο οποίο είχα δώσει όλη μου τη ζωή με είχε στην ουσία αποκηρύξει και, από την άλλη μεριά, ενώ περίμενα να έχω μια άλλη οργάνωση δίπλα μου, δεν είχα προλάβει να τη δημιουργήσω».
Στις Φυλακές Αβέρωφ, όπου πέρασε ένα διάστημα, άρχισε να συνθέτει τα «Επιφάνεια Αβέρωφ», έπειτα τον μετέφεραν στη Ζάτουνα και κατέληξε στον Ωρωπό. Εκεί η φυματίωσή του επιδεινώνεται και μεταφέρεται στο «Σωτηρία». Παρ’ όλα αυτά, εν μέσω χούντας και διώξεων, παραμένει εξαιρετικά δημιουργικός. Στο Βραχάτι τελείωσε τα «Λαϊκά», έγραψε τα «Τραγούδια του Ανδρέα», τη «Νύχτα θανάτου» σε στίχους Μάνου Ελευθερίου, την «Κατάσταση Πολιορκίας» σε στίχους Ρένας Χατζηδάκη, όπως επίσης και το «Η αδερφή μας Αθηνά», που συμπεριέλαβε στην «Εβδομη Συμφωνία».
Και για τα παιδιά ένιωσε ποτέ τύψεις που τα υποχρέωσε σε αυτόν τον τρόπο ζωής από την κούνια; «Οχι τύψεις, μόνο μια μεγάλη λύπη. Η πίκρα μου ήταν φοβερή. Δεν ήθελα να ακούσω τα ονόματα των παιδιών μου. Μια μέρα πήγα να στραγγαλίσω κάποιον που είπε το όνομα Μαργαρίτα όταν ήμουν στο νοσοκομείο. Δεν ήθελα να ακούσω το όνομα της κόρης μου, γιατί μολυνόταν μέσα σε εκείνη τη βρόμα. Ηξερα ότι ήθελαν ο πατέρας τους να είναι ένας άνθρωπος με τιμή. Και αυτό ήταν η προίκα που τους έδινα, όσο κι αν ήταν επίπονο. Υπέφεραν, αλλά ήξεραν ότι έχουν να κάνουν με έναν πατέρα που κάνει το χρέος του και είναι περήφανος γι’ αυτό».
Μόλις εφτασε στο Παρίσι εγκαινίασε το καινούργιο του πιάνο με το «Canto General» του Νερούντα
Με τη βοήθεια του Σρεμπέρ (διευθυντής του περιοδικού «Express») θα διαφύγει στο Παρίσι, όπου τον περιμένει η Μελίνα Μερκούρη και μια σημαντική ομάδα ανθρώπων της τέχνης που ενώνουν τις δυνάμεις τους και ετοιμάζουν παγκόσμια εκστρατεία κατά της χούντας. Οι δεκάδες συναυλίες που έδινε (συνήθως με τη Μαρία Φαραντούρη, τον Αντώνη Καλογιάννη αλλά και τους Μαρία Δημητριάδη και Πέτρο Πανδή) έπαιρναν διαστάσεις επαναστατικού μανιφέστου εναντίον των συνταγματαρχών, οι συναντήσεις του με πολιτικούς ηγέτες σε όλον τον κόσμο διαδέχονται η μία την άλλη κι έτσι πολύ σύντομα θα γίνει σύμβολο του αντιδικτατορικού αγώνα.
Ο ίδιος τις χαρακτήριζε πάντα «καθαρά πολιτικές πράξεις», καθώς «εντάσσονταν στο πλαίσιο μιας πολιτικής προπαγανδιστικής καμπάνιας με στόχο την απελευθέρωση της Ελλάδας».
Δεκαετία 1970- 1980
Με την εξωστρέφειά του δεδομένη και την κατάκτηση του διεθνούς κοινού εξασφαλισμένη, ο Μίκης –αν και αυτοεξόριστος ακόμα στο Παρίσι– μπαίνοντας στη δεκαετία του 1970 είναι φανερά έτοιμος για μια ακόμα διεθνή κατάκτηση. Η τοποθέτηση του Πάμπλο Νερούντα στη θέση του πρεσβευτή της Χιλής στη γαλλική πρωτεύουσα του έδωσε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία.
Το πρώτο δείπνο στην πρεσβεία φέρνει μια πρόσκληση γνωριμίας με τον Αλιέντε στη Χιλή, όπου και του δωρίζουν δύο τόμους του «Canto General» με την «παραγγελία» να το μελοποιήσει. «Διάβασα κάποια ποιήματα στο αεροπλάνο και άρχισα να συνθέτω τη μουσική εν πτήσει. Μόλις έφτασα στο Παρίσι, εγκαινίασα το καινούργιο μου πιάνο με το “Canto General”. Σκέφτηκα να μελοποιήσω όλα τα ποιήματα, αλλά έτσι έβγαινε εκατό ώρες μουσική. Το “Αmore America” ήταν το πρώτο που έγραψα. Αφού σουλούπωσα τα πρώτα έξι, ήρθε και ο Νερούντα να τα ακούσει».
Το 1974 με την πτώση της δικτατορίας, ο Μίκης επέστρεψε στην Ελλάδα, αλλά η οικογένεια έμεινε στο Παρίσι. Εγκαταστάθηκε στο Βραχάτι, όπου καθημερινά εισέβαλλε κόσμος, άλλοι για να τον επισκεφθούν, άλλοι για να κατασκηνώσουν στους κήπους.
Συγχρόνως, συνέχισε να συνθέτει, να διεκδικεί χώρο στα πολιτικά δρώμενα (το 1976 ίδρυσε το Κίνημα «Πολιτισμός της Ειρήνης», ενώ το 1983 του απονεμήθηκε το Βραβείο Λένιν για την Ειρήνη) και να περιοδεύει εντός κι εκτός ασταμάτητα.
Με βασική του ερμηνεύτρια τη Μαρία Φαραντούρη, θα γνωρίσει ευρεία αποδοχή, μια και η μουσική του ακουγόταν πάλι ελεύθερα, θα γεμίσει στάδια (αξιομνημόνευτες είναι οι δυο του βραδιές στο κατάμεστο «Καραϊσκάκης»). «Οπου και να πηγαίναμε αντικρίζαμε πρόσωπα φωτεινά που γελούσαν, που μας αγαπούσαν. Στα στάδια δεν είχαν πού να καθίσουν – τόσο πολύς ήταν ο κόσμος. Ηταν ένα λουτρό χαράς κι αγάπης, ένα λουτρό που το χρειαζόμασταν ύστερα από επτά ολόκληρα χρόνια δικτατορίας και μοναξιάς. Οταν κάναμε συναυλίες στο εξωτερικό, είχαμε το παράπονο γιατί να μην ήταν Ελληνες αυτοί που μας άκουγαν. Θέλαμε να μας ακούσουν οι Ελληνες. Ε, αυτό τελικά το ζήσαμε».
Θα βρει, όμως, ευκαιρία να εκδώσει έργα που συνέθεσε κατά τη διάρκεια της επταετίας και οι μήτρες τους ήταν καλά κρυμμένες από τους ανθρώπους της χούντας («Ο ήλιος και ο χρόνος», «Τα Λαϊκά», «Τα τραγούδια του Ανδρέα», «Λιανοτράγουδα», «Κάντο Χενεράλ», «Επιφάνεια Αβέρωφ»), θα γίνει σημείο αναφοράς μιας νέας περιόδου που ξεκινούσε για τη χώρα και συγχρόνως θα μετατραπεί σε σύμβολο για όσους –στον υπόλοιπο κόσμο– αγωνίζονταν ενάντια σε ολοκληρωτικά καθεστώτα. «Αρχισε τότε η παραγωγή των απαγορευμένων τραγουδίων μου που ήταν κατά 80% της Κολούμπια, της οποίας το εργοστάσιο δούλευε σε τρεις βάρδιες. Κόπηκαν δηλαδή εκατομμύρια δίσκοι μέσα σε λίγο διάστημα. Θυμάμαι μια μέρα που ήμουν στο στούντιο –γιατί το εργοστάσιο με το στούντιο ήταν στον Περισσό– ήρθε ο γενικός διευθυντής της Κολούμπια από το Λονδίνο για να δει το φαινόμενο. Δεν είχε ξαναδεί ένα εργοστάσιο, σε τρεις βάρδιες, να κόβει συνεχώς δίσκους».
Την ίδια εποχή διεκδικεί με τις ηχογραφήσεις των έργων «1η Συμφωνία 1948-1952», «Σουίτα αρ. 1 για πιάνο και ορχήστρα», μερίδιο στον χώρο της συμφωνικής μουσικής.
1990-2000
Μια δεκαετία που ξεκίνησε με την ενεργό συμμετοχή του στην πολιτική και τελειώσε με την παγκόσμια πρώτη της όπερας «Αντιγόνη» το 1999 στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών ήταν αυτή του 1990. Ο συνθέτης εξελέγη βουλευτής, ανέλαβε υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου παρά τω πρωθυπουργώ, στην κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, και συγχρόνως δέχτηκε παραγγελία για τη σύνθεση ενός συμφωνικού έργου αφιερωμένου στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Βαρκελώνης (1992) που αργότερα κυκλοφόρησε και σε cd. «Από άποψη φιλοσοφίας και μορφής, το “Canto Olypmico” δεν στοχεύει απλά στην προβολή της παγκοσμιότητας του ολυμπιακού ιδεώδους, προσπαθεί να αποδώσει ό,τι διαχρονικό και αναλλοίωτο στην ψυχή του λαού που το δημιούργησε», αναφέρει ο ίδιος.
Η δεκαετία του '90 ξεκίνησε με την ενεργό συμμετοχή του στην πολιτική, στην κυβέρνηση Μητσοτάκη και τελείωσε με την παγκόσμια πρώτη της οπερας «Αντιγόνη» στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών
Τίποτα, όμως, από όλα αυτά δεν εμπόδισε τη συναυλιακή του δραστηριότητα (ήδη από το 1990 καταγράφονται 36 συναυλίες του σε όλη την Ευρώπη υπό την αιγίδα της Διεθνούς Αμνηστίας) αλλά και τη σθεναρή του υποστήριξη στα πιο ετερόκλητα και φλέγοντα ζητήματα (συναυλίες για την ηλιακή ενέργεια, μουσικές παραγωγές κατά του αναλφαβητισμού, κατά των ναρκωτικών). Διόλου τυχαία φυσικά το 1994 γιορτάστηκε στο Οσλο με ένα δικό του έργο («Μαουτχάουζεν» με ερμηνεύτρια τη Μαρία Φαραντούρη) η υπογραφή της Συμφωνίας μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων, παρουσία των Σιμόν Πέρες και Γιάσερ Αραφάτ. Μια ακόμα επιτελική θέση, αυτή του γενικού διευθυντή των Μουσικών Συνόλων της ΕΡΤ, του δίνεται το 1993 (αν και τον επόμενο χρόνο παραιτήθηκε), ενώ την ίδια χρονιά επιστρέφει στο Σαντιάγκο της Χιλής για να διευθύνει το «Canto General».
Ενα όνειρο ετών, η δημιουργία της δικής του ορχήστρας, έγινε πραγματικότητα τον Μάιο του 1997 από μουσικούς-συνεργάτες του Μίκη Θεοδωράκη με την παρουσίαση της Λαϊκής Ορχήστρας «Μίκης Θεοδωράκης». Το σύνολο, που προφανώς είχε στόχο να αναδείξει το έργο του Μίκη Θεοδωράκη, το έκανε με τρόπο που επαινέθηκε («οργώνοντας» με λαϊκές συναυλίες την Ελλάδα και τον κόσμο) αλλά και κατακρίθηκε για τις συμπράξεις της που ξεκινούσαν από τους Νένα Βενετσάνου, Δημήτρη Μπάση, Γιάννη Μπέζο κι έφταναν ώς τον Αντώνη Ρέμο.
Δισκογραφικά, το 1990 μάς χάρισε πάνω από εκατό εκδόσεις σε όλον τον κόσμο. Ανάμεσά τους άλμπουμ όπως τα «Μήπως ζούμε σ’ άλλη χώρα;» (κύκλος τραγουδιών σε στίχους Μάνου Ελευθερίου με ερμηνεύτρια τη Μαρία Δημητριάδη), «Πολιτεία Δ΄» σε ποίηση Μάνου Ελευθερίου - Σπύρου Τουπογιάννη (ερμηνεία: Πέτρος Γαϊτάνος), το «Ασίκικο Πουλάκη», με τη συνεργασία τριών φίλων-καλλιτεχνών (Γιάννη Σπάθα, Βασίλη Λέκκα, Μιχάλη Γκανά), και οι «Σερενάτες», ένας ακόμη δίσκος με τη Μαρία Φαραντούρη.
Ομως κορυφαία στιγμή υπήρξε η συνεργασία των δυο ιερών τεράτων της ελληνικής μουσικής, του Μ. Θεοδωράκη και του Μάνου Χατζιδάκι, καθώς το 1995 κυκλοφόρησε από τον «Σείριο» ο δίσκος «Διόνυσος», ένα σύγχρονο μουσικό θρησκευτικό δράμα σε δική του ποίηση (ερμηνεία Θανάσης Μωραΐτης).
«Κάθε φορά που θέλησα να παίξω σοβαρά, βρήκα απεριόριστη τη συμπαράσταση του φίλου μου Μίκη Θεοδωράκη, εξαίσιου τεχνίτη των ήχων και των αισθημάτων. Είναι αλήθεια πως πολλές φορές διαφωνήσαμε στο παρελθόν, μα πάντα στα δευτερεύοντα και στα τριτεύοντα, ποτέ στα πρώτα και πρωταρχικά. Σ’ αυτά υπήρξαμε πάντα συναγωνιστές», έγραφε ο Μ. Χατζιδάκις υποδεχόμενος τον Θεοδωράκη στο νέο του εγχείρημα. «Ετσι και τώρα με τον Σείριο. Θέλω να παίξω τον τροχονόμο και τον αρχειοθέτη μιας μουσικής ελληνικής κι επιλεγμένης, που θα ασκήσει επιρροή και σε προέκταση παιδεία, σε ακροατές που δεν έχουν ακόμα εφησυχάσει σε δημοσιογραφικές και κομματικές “υποδείξεις” περί Μουσικής και περί Τέχνης γενικά. Μόλις έμαθε ο Θεοδωράκης το καινούριο παιχνίδι μου, δεν έχασε καιρό, βάζει φτερά κι έρχεται να με βρει στο Σείριο – εκεί που, καθώς γνωρίζετε, “κατοικούν παιδιά” κι εγώ μαζί τους. Και μου ’φερε τη Φαίδρα και τον Διόνυσό του. Πολύ χάρηκα την εμπιστοσύνη του. Και φρόντισα μαζί μ’ αυτόν, μέσα σε αρκετά μερόνυχτα εργασίας, ν’ αποκτήσουν τα πρόσωπα αυτά όλη την ερωτική έλξη που οφείλουν να έχουν, σαν κορυφαία έργα από την πιο πρόσφατη εργασία του».
Πηγές: «Αξιος εστί - Ο Μίκης Θεοδωράκης αφηγείται τη ζωή του στον Γ. Π. Μαλούχο και συνθέτει την ιστορία της νεότερης Ελλάδας».