Του Δημήτρη Καραγεωργόπουλου
Γραμματέα Τύπου και Δημοσίων Σχέσεων ΓΣΕΕ
Οι κοινωνικοί εταίροι διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπιση των επιπτώσεων του ψηφιακού μετασχηματισμού τόσο σε μακροοικονομικό όσο και σε μικροοικονομικό επίπεδο. Τα τελευταία χρόνια, πρωτοβουλίες κοινωνικού διαλόγου αναλαμβάνονται και βασίζονται σε προσεγγίσεις διαρθρωτικής αλλαγής, στοχεύουν στην εφαρμογή ολοκληρωμένων στρατηγικών και συνοδευτικών πολιτικών για την πλοήγηση στην ψηφιακή μετάβαση και την υιοθέτηση τεχνολογιών. Οι περισσότερες από αυτές τις προσεγγίσεις συνεπάγονται τόσο τριμερή όσο και διμερή κοινωνικό διάλογο, καθώς είναι ευρέως αποδεκτό ότι οι συνδικαλιστικές οργανώσεις εργαζομένων και οι οργανώσεις εργοδοτών πρέπει να συμμετέχουν στη διαχείριση της αλλαγής.
Η υιοθέτηση ψηφιακών τεχνολογιών στο χώρο εργασίας, την οικονομία και την κοινωνική σφαίρα βρέθηκε στο επίκεντρο μετά το ξέσπασμα της πανδημίας και τις σχετικές αλλαγές στον κόσμο εργασίας που χαρακτηρίστηκε από τηλεργασία, κοινωνική αποστασιοποίηση και υγειονομικά πρωτόκολλα. Νέοι τρόποι επιχειρηματικής δραστηριότητας ήταν απαραίτητοι για τον έλεγχο της εξάπλωσης και των επιπτώσεων του COVID-19. Η κατάσταση αυτή ίσχυε επίσης ιδιαίτερα για τους εργαζομένους και τις οργανώσεις τους: το διαδίκτυο και τα συστήματα που ήταν προσβάσιμα στο διαδίκτυο έγιναν ζωτικής σημασίας για τις καθημερινές λειτουργίες των συνδικάτων.
Οι νέες μορφές εργασίας δεν ξεκίνησαν με τον COVID-19. Ορολογίες όπως η «τηλεεργασία» ή «τηλεργασία» επινοήθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1970, για να σημαίνει αντίστοιχα τη χρήση της τεχνολογίας αντί της μετακίνησης προς την εργασία. Οι δύο όροι αντικαθίστανται σταδιακά από όρους παρόμοιας σημασίας όπως "απομακρυσμένη εργασία", "κατανεμημένη εργασία", "μετατόπιση εργασίας", "έξυπνη εργασία", "κινητή εργασία", "εργασία από το σπίτι" και "εργασία μακριά από το γραφείο".
Πριν από την πανδημία, οι περισσότερες συνδικαλιστικές οργανώσεις ήταν λίγο πολύ «χαλαρές» όσον αφορά την υιοθέτηση ψηφιακών τεχνολογιών και πλατφόρμων για την εκτέλεση των αποφάσεών τους, συνεχίζοντας να βασίζονται κυρίως σε υλικές αλληλεπιδράσεις και υψηλή κινητικότητα. Ωστόσο, με το ξέσπασμα της νόσου COVID-19, η ψηφιοποίηση έχει αυξηθεί σημαντικά σε κλίμακα, ταχύτητα και πολυπλοκότητα και αλλάζει γρήγορα, ασκώντας πίεση στις συνδικαλιστικές οργανώσεις να χρησιμοποιούν την ψηφιακή τεχνολογία για τη διαμόρφωση του τρόπου λειτουργίας τους, την προώθηση της εξυπηρέτησης των μελών και την ενίσχυση της υπεράσπισης και της δέσμευσης με άλλους εθνικούς και διεθνείς φορείς.
Το 2023 και γενικά η επόμενη τριετία θα προκαλέσει τα συνδικάτα να επανεξετάσουν τον τρόπο με τον οποίο δραστηριοποιούνται, τον τρόπο με τον οποίο μπορούν να προσαρμοστούν, καθώς και εάν ο «ψηφιακός ή διαδικτυακός συνδικαλισμός» θα πρέπει να είναι η νέα κανονικότητα. Οι οργανώσεις των εργαζομένων απαιτείται να κάνουν συγκεκριμένα βήματα για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των αρνητικών εξωτερικοτήτων της τεχνολογικής αλλαγής, αξιοποιώντας παράλληλα τις δυνατότητές της. Ορισμένες συνδικαλιστικές οργανώσεις προχωρούν ήδη καινοτόμα σε αυτά τα ζητήματα, για παράδειγμα γύρω από την προστασία των δεδομένων και την επιτήρηση στο χώρο εργασίας, καθώς και την οργάνωση στην οικονομία των πλατφόρμων, δημιουργώντας πολλές καλές πρακτικές που θα μπορούσαν να είναι υποδειγματικές για το εργατικό κίνημα στο σύνολό του. Σε πολλές όμως περιπτώσεις, αυτές οι προσπάθειες είναι «νησιωτικές» και δεν οδηγούν σε μια πιο ολοκληρωμένη απάντηση από το εργατικό κίνημα. Η αυξημένη πρόσβαση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τόσο εντός όσο και εκτός του χώρου εργασίας, σημαίνει ότι οι εργοδότες και οι συνδικαλιστικές οργανώσεις δεν έχουν πλέον την πολυτέλεια να αγνοούν αυτό το αυξανόμενο φαινόμενο ή να το αντιμετωπίζουν ως δευτερεύον ζήτημα.
Πιο σημαντικό είναι το πώς να διατηρηθεί η κουλτούρα των σταδιακών αλλαγών με τη μορφή βελτιώσεων ή προσθηκών στις συνδικαλιστικές πρακτικές, διατηρώντας ταυτόχρονα τις βασικές αρχές και αξίες των οργανώσεων για την προώθηση και προάσπιση των δικαιωμάτων των εργαζομένων.
Ωστόσο, η ψηφιακή οικονομία αντιμετωπίζει μια σειρά προκλήσεων, οι οποίες τείνουν να περιορίζουν τη βέλτιστη αξιοποίηση των ψηφιακών τεχνολογιών και του διαδικτύου προς όφελος των συνδικαλιστικών οργανώσεων, παρόλο που μπορεί να αναγνωρίζουν και να εκτιμούν την αναγκαιότητα μόχλευσης αυτών των τεχνολογιών. Τα lockdown αποκάλυψαν το γεγονός ότι τα συνδικαλιστικά στελέχη βασίζονταν μέχρι εκείνη τη στιγμή περισσότερο στη σύνδεση στο διαδίκτυο στα γραφεία παρά στα προσωπικά τους δεδομένα. Έτσι, το κλείσιμο των γραφείων κατά τις περιόδους του lockdown περιόρισε -κυρίως το πρώτο διάστημα της πανδημικής κρίσης- τα συνδικαλιστικά στελέχη από το να συνδεθούν αποτελεσματικά στο διαδίκτυο και να ασκήσουν τα συνδικαλιστικά τους καθήκοντα.
Το κόστος δε του εύρους ζώνης διαδικτύου παραμένει υψηλό στη χώρα μας και καθιστά δύσκολη την αποτελεσματική απομακρυσμένη συνεργασία. Το υψηλό κόστος για τα κινητά δεδομένα οφείλεται στην έλλειψη σοβαρών τηλεπικοινωνιακών υποδομών, στο υψηλό επίπεδο φορολογίας στον τομέα της κινητής τηλεφωνίας και στον χαμηλό ανταγωνισμό στον τομέα. Το κόστος ενός gigabyte είναι ακριβότερο στην Ελλάδα για την πλειονότητα των εργαζομένων, ειδικά εκείνων που δραστηριοποιούνται στην άτυπη οικονομία όπου τα εισοδήματα είναι χαμηλά και ασταθή. Ακόμη και για τους εργαζόμενους στην επίσημη οικονομία, οι πολύ χαμηλοί μισθοί σε συνδυασμό με την κρίση κόστους ζωής καθιστούν τα δεδομένα διαδικτύου και τα έξυπνα gadgets ακριβά, με τους ενεργά συνδικαλιζόμενους να πρέπει να αποφασίσουν μεταξύ διαδικτύου και άλλων εξίσου σημαντικών ζητημάτων οικογενειακής ευημερίας (τρόφιμα, ενοίκια και δίδακτρα).
Από την άλλη, η ένταξη και η συμμετοχή των νέων εργαζομένων στις συνδικαλιστικές οργανώσεις κέρδισαν έδαφος, αν και σε βραδύτερη κλίμακα. Η πανδημία κατέστησε πιο εμφανές ότι οι συνδικαλιστικές οργανώσεις πρέπει να υιοθετήσουν ψηφιακά προγράμματα που προσελκύουν την προσοχή των νέων εργαζομένων, καθώς η πλειονότητα αυτών είναι πλέον πιο δραστήριοι στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Οι εξελίξεις στην ψηφιακή τεχνολογία παράσχουν τη δυνατότητα στα συνδικάτα που ήδη αγωνίζονται, να συνδεθούν με νεότερους εργαζόμενους με ένα μέσο επικοινωνίας με το οποίο η νεότερη γενιά είναι πιο άνετη. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας κατέστη πιο εμφανές ότι οι συνδικαλιστικές οργανώσεις πρέπει να επανεξετάσουν, να αναπτύξουν και να πειραματιστούν με διάφορους ψηφιακούς τρόπους επικοινωνίας και προσέγγισης νέων και νεότερων δυνητικά μελών.
Επίσης, στο πλαίσιο της μείωσης της πυκνότητας των συνδικαλιστικών οργανώσεων και ελλείψει μαζικών συναντήσεων με φυσική παρουσία και των περιορισμών κινητικότητας που επέβαλλε η πανδημία, αποδείχθηκε κρίσιμο για τις συνδικαλιστικές οργανώσεις να κλιμακώσουν την ηλεκτρονική εκστρατεία και την ηλεκτρονική κινητοποίηση των μελών και των μη μελών (εργαζομένων και γενικά των πολιτών) συμπεριλαμβανομένων των εργαζομένων στην άτυπη οικονομία μέσω διαφόρων μέσων κοινωνικής δικτύωσης και άλλων διαδικτυακών πλατφορμών. Δεδομένου ότι οι πλατφόρμες μέσων κοινωνικής δικτύωσης έχουν γίνει δημοφιλείς πλέον στον πολιτικό τομέα, το ίδιο πρέπει να ισχύει και για τον συνδικαλισμό, ώστε να διασφαλίζεται ότι η προβολή των συνδικάτων και η συνάφεια διατηρείται και κλιμακώνεται με συνέπεια.
Οι παγκόσμιες εμπειρίες έχουν αποδείξει ότι οι εκστρατείες μέσω ψηφιακών πλατφορμών (ειδικά ομάδων Facebook, Twitter, Viber και WhatsApp) και συνδικαλιστικών ιστότοπων, έχουν βοηθήσει τα συνδικάτα να συνδεθούν και να οικοδομήσουν συμμαχίες, δίκτυα και αλληλεγγύη όχι μόνο μεταξύ εργαζόμενων αλλά και με άλλες οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών. Η στροφή προς την ηλεκτρονική εκστρατεία και την ηλεκτρονική κινητοποίηση έχει καταστεί επιτακτική ανάγκη για τη συμπλήρωση -και όχι για την εξάλειψη- των παραδοσιακών μορφών άσκησης πίεσης από τα συνδικάτα στις κυβερνήσεις, τους εργοδότες, τους βουλευτές και τους διαμορφωτές της κοινής γνώμης για την προάσπιση των δικαιωμάτων των εργαζομένων και της αξιοπρεπούς εργασίας εν γένει.
Ακόμα, η αύξηση της συμμετοχής των γυναικών στα συνδικάτα, την ηγεσία και τις δομές λήψης αποφάσεων παραμένει θεμελιώδης πρόκληση για το εργατικό κίνημα. Η αξιοποίηση των ψηφιακών τεχνολογιών παρέχει μια ευκαιρία στις γυναίκες συνδικαλίστριες να ξεπεράσουν τα φυσικά και οικονομικά εμπόδια που ιστορικά περιόριζαν την αποτελεσματική συμμετοχή τους σε συνδικαλιστικές δραστηριότητες. Οι γυναίκες μέλη θα πρέπει να αυτο-κινητοποιηθούν για να κεφαλαιοποιήσουν και να ενισχύσουν τη δικτύωση και την αλληλεγγύη μεταξύ τους, χρησιμοποιώντας τους πολυάριθμους διαύλους που προκαλούν οι ψηφιακές τεχνολογίες και οι διαδικτυακές πλατφόρμες. Θα πρέπει να δημιουργήσουν το δικό τους περιεχόμενο και να το διαδώσουν όσο το δυνατόν περισσότερο ψηφιακά. Ήδη οι διάφορες διαδικτυακές πλατφόρμες έχουν αποτελέσει εφαλτήριο για μεγαλύτερη συμμετοχή μεταξύ των εργαζομένων γυναικών, αλλά οι συζητήσεις πρέπει να κλιμακωθούν και -από την απλή ανταλλαγή προκλήσεων και τη δικτύωση- να πυροδοτήσουν εποικοδομητικές συζητήσεις γύρω από πατριαρχικούς κανόνες στο συνδικαλισμό· να διεκδικήσουν από τον εαυτό τους χώρους ηγεσίας και λήψης αποφάσεων· κλιμάκωση των διαδικτυακών προγραμμάτων καθοδήγησης και οικοδόμησης εμπιστοσύνης, τα οποία διαφορετικά δεν θα ήταν δυνατά σε δια ζώσης συμμετοχή ·ηλεκτρονική κινητοποίηση και ηλεκτρονική εκστρατεία για τη βία και την παρενόχληση στον κόσμο της εργασίας ·και ενίσχυση της αλληλεγγύης μεταξύ των εργαζομένων γυναικών.
Οι συλλογικές διαπραγματεύσεις, μία από τις βασικές εντολές των συνδικαλιστικών οργανώσεων, που απειλούνταν ήδη, από τις αντεργατικές μνημονιακές παρεμβάσεις στο συλλογικό εργατικό δίκαιο και εν συνεχεία από την έξαρση της νόσου COVID-19, λόγω των αναδυόμενων μορφών απασχόλησης (επισφαλής εργασία) και της μείωσης της πυκνότητας των συνδικαλιστικών οργανώσεων, επιδεινώθηκαν την περίοδο της πανδημίας. Την περίοδο της πανδημίας τα δικαιώματα συλλογικής διαπραγμάτευσης στην πραγματικότητα ανεστάλησαν. Σε μεμονωμένες περιπτώσεις, οι εργοδότες και τα συνδικάτα κατέφυγαν σε ψηφιακές συλλογικές διαπραγματεύσεις μέσω διαφόρων πλατφόρμων όπως το Zoom και το Skype. Για τα συνδικάτα, τα εσωτερικά τεχνολογικά ελλείμματά τους, συμπεριλαμβανομένων των περιορισμένων έξυπνων συσκευών και των οικονομικών πόρων είχαν αρνητικές επιπτώσεις στην αποτελεσματική συμμετοχή τους σε ψηφιακές διαδικασίες συλλογικών διαπραγματεύσεων.
Οι ψηφιακές συλλογικές διαπραγματεύσεις παρουσιάζουν τις δικές τους προκλήσεις σε σύγκριση με τις συλλογικές διαπραγματεύσεις με φυσική παρουσία. Η τέχνη των συλλογικών διαπραγματεύσεων ενσωματώνει παράγοντες όπως η ανάγνωση και η μέτρηση των συναισθημάτων, οι εκφράσεις του προσώπου και η γλώσσα του σώματος και από τα δύο μέρη. Για τα συνδικάτα, τα οποία βρίσκονται συνήθως στην ασθενέστερη θέση, αυτοί οι παράγοντες τους βοηθούν να επικοινωνούν, να παρακινούν τον εαυτό τους και να ξεπερνούν στρατηγικά τις συγκρούσεις και να καταλήγουν σε συμφωνία, στοιχεία που αφαιρούνται από τις ψηφιακές συλλογικές διαπραγματεύσεις. Επιπλέον, οι μηχανισμοί πρόσβασης για την οργάνωση και τη διοργάνωση μιας εικονικής συνάντησης συλλογικών διαπραγματεύσεων παραμένουν σε μεγάλο βαθμό στα χέρια των εργοδοτών, πράγμα που σημαίνει ότι υπάρχει κίνδυνος χειραγώγησης των ρυθμίσεων που χρησιμοποιούν. Κακοί εργοδότες ή κακοί συντονιστές τέτοιων διαπραγματεύσεων - διαβουλεύσεων, μπορούν να αποφασίσουν να θέσουν σε σίγαση ή να καταργήσουν τη σίγαση των ομιλητών ως τρόπο υπονόμευσης των συνδικαλιστικών εκπροσώπων, ειδικά εκείνων που είναι πιο ειλικρινείς.
Ένα τέτοιο παράδειγμα κακής πρακτικής κατεγράφη κατά τη διάρκεια δύο επίσημων ψηφιακών διαβουλεύσεων για την έγκριση ομαδικών απολύσεων σε μεγάλη λιπασματοβιομηχανία της χώρας. Στην πρώτη εικονική συνάντηση ο δικηγόρος - εκπρόσωπος του εργοδότη και συντονιστής της εικονικής διαβούλευσης έκλεισε πρόωρα τη σύνδεση στην πλατφόρμα Zoom με αποτέλεσμα οι εκπρόσωποι των εργαζομένων να μην καταφέρουν να λάβουν αντίγραφο της βιντεοσκόπησης και συνεπώς να μην έχουν πρόσβαση στα πρακτικά της πολύ κρίσιμης διαβούλευσης που αφορούσε την ομαδική καταγγελία συμβάσεων εργασίας δεκάδων εργαζομένων. Στη δεύτερη εικονική διαβούλευση, η οποία έγινε ενώπιον του Ανωτάτου Συμβουλίου Εργασίας, δεν κρατήθηκε αντίγραφο της εικονικής διαβούλευσης και συνεπώς δεν υπήρχαν πειστήρια της κρίσιμης ψηφοφορίας που κατέληξε σε καταψήφιση του αιτήματος του εργοδότη για τις ομαδικές απολύσεις. Συνεπώς, είναι κρίσιμο για τα συνδικάτα να μπορούν να έχουν την αναγκαία υλικοτεχνική υποδομή, ώστε να αναλάβουν την ευθύνη ή τη συνευθύνη της οργάνωσης τέτοιων ψηφιακών συναντήσεων.
Γενικά οι ψηφιακές τεχνολογίες επιτρέπουν στις συνδικαλιστικές οργανώσεις να αναπτύξουν τις δικές τους συνδικαλιστικές και εργατικές εφαρμογές και βάσεις δεδομένων στις οποίες θα έχουν πρόσβαση τα μέλη τους. Αυτό μπορεί να λειτουργήσει ως σημείο μόχλευσης μελών και να προσελκύσει το ενδιαφέρον των νέων εργαζομένων να συμμετάσχουν σε συνδικαλιστικές οργανώσεις. Οι διαδικτυακές εφαρμογές μπορούν να περιέχουν κρίσιμες πληροφορίες, όπως κατευθυντήριες γραμμές για τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, πληροφόρηση για το εργατικό δίκαιο και κανονισμούς, κοινωνικοοικονομικά δικαιώματα, ευκαιρίες μαθητείας και κατάρτισης, θέματα που σχετίζονται με τις γυναίκες και τη νεολαία, ενημέρωση για το διεκδικητικό πλαίσιο, τις δράσεις και τις κινητοποιήσεις των συνδικάτων, μεταξύ άλλων. Αυτές οι εφαρμογές θα διατηρήσουν τη συμμετοχή των μελών και θα ενισχύσουν τις ευκαιρίες για την άρθρωση των θεμάτων τους. Θετικό παράδειγμα οι νέες εφαρμογές για κινητά του Κέντρου Πληροφόρησης Εργαζομένων και Ανέργων της Συνομοσπονδίας (ΚΕ.Π.Ε.Α/Γ.Σ.Ε.Ε), που σε συνδυασμό με την καινοτόμα πλατφόρμα διαχείρισης εργατικών και ασφαλιστικών ερωτημάτων και καταγγελιών, προσέφεραν πολύτιμες υπηρεσίες σε δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενους την περίοδο της πανδημίας. Δεν είναι τυχαίο ότι κάθε χρόνο μερικά εκατομμύρια εργαζόμενοι συμβουλεύονται την ιστοσελίδα του ΚΕ.Π.Ε.Α για ζητήματα που άπτονται των εργασιακών και ασφαλιστικών τους ζητημάτων, ενώ πάνω από 150.000 εργαζόμενοι έκαναν εγγραφή στην πλατφόρμα του ΚΕΠΕΑ μέσα στο 2022, για να μπορούν να κάνουν χρήση των ψηφιακών εφαρμογών και να λαμβάνουν ενημέρωση για τις δράσεις της Συνομοσπονδίας.
Η Τέταρτη Βιομηχανική Επανάσταση δημιούργησε τόσο μεγάλες ευκαιρίες όσο και κινδύνους. Θα αυξήσει περαιτέρω τις διαφορές μεταξύ των εργαζομένων και το μόνο νομικό μέσο για τον καθορισμό των κοινωνικών προτύπων είναι η συλλογική προστασία και η διεθνής συνεργασία που παρέχουν οι συνδικαλιστικές οργανώσεις. Σε όλο τον κόσμο, η τεχνολογία αλλάζει τον κόσμο της εργασίας. Στη βιομηχανία, οι νέες τεχνολογίες παραγωγής οδηγούν περισσότερο την αυτοματοποίηση και τον εξορθολογισμό. Οι τομείς υπηρεσιών μετασχηματίζονται μέσω της χρήσης εφαρμογών, ψηφιακών πλατφορμών, Big Data και τεχνητής νοημοσύνης. Ισχυρές νέες διεθνικές ψηφιακές εταιρείες έχουν εμφανιστεί και αρχίζουν να διαμορφώνουν την παγκόσμια οικονομία με τις στρατηγικές τους για «δημιουργική καταστροφή» που συχνά υπονομεύουν τα καθιερωμένα εργασιακά δικαιώματα. Ο νέος κόσμος της ψηφιακής εργασίας αναδιαρθρώνει τις σχέσεις ισχύος μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Έχει σαφή αντίκτυπο στη δύναμη των εργαζομένων να διαπραγματεύονται αξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας. Η οργανωμένη εργασία τίθεται σε άμυνα, καθώς η τάση προς την άτυπη, επισφαλή και εξωτερική εργασία έχει ενταθεί.
Για το λόγο αυτό, οφείλουμε εγκαίρως να διερευνήσουμε πώς τα συνδικάτα και ενδεχομένως νέες οργανώσεις εργαζομένων οικοδομούν δύναμη για να αντιμετωπίσουν τον νέο κόσμο της εργασίας. Η οργανωμένη εργασία είναι πολύ ζωντανή, χρησιμοποιώντας καθιερωμένες αρένες για τη διαπραγμάτευση νέων ζητημάτων και αναζητώντας νέους τομείς αγώνα για την υπεράσπιση ή την ανάκτηση της αξιοπρέπειας της εργασίας σε μια οικονομία που τις αντιμετωπίζει καθημερινά με νέες προκλήσεις . Η καινοτομία, η επικοινωνία και οι έξυπνες στρατηγικές - όλες βασισμένες στην αξία της αλληλεγγύης - είναι τα κρίσιμα δομικά στοιχεία για τους εργαζόμενους και τα συνδικάτα για να αντιμετωπίσουν ισχυρούς εργοδότες και πλατφόρμες και να εξασφαλίσουν νίκες για τους εργαζόμενους. Ο ρόλος μας ως συνδικάτα είναι να αναδείξουμε τις καινοτομίες, να παρέχουμε έμπνευση, να δημιουργούμε χώρο για διάλογο και να αναπτύσσουμε νέες στρατηγικές.
Οι ψηφιακές τεχνολογίες έχουν τη δυνατότητα να λαμβάνουν υπόψη ευρύτερες πρωτοβουλίες σε επίπεδο βάσης. Γινόμαστε μάρτυρες της διεύρυνσης του παραδοσιακού χώρου του λογισμικού γραφείου με πολλά νέα ψηφιακά εργαλεία. Αυτά τα εργαλεία θα συνεχίσουν να αναπτύσσονται και ιδιαίτερα οι νεότερες γενιές των λεγόμενων ψηφιακών ιθαγενών, αλλά και όλο και πιο έμπειροι εργαζόμενοι, θα εξοικειωθούν στη χρήση αυτών των εργαλείων.
Το ερώτημα για τα συνδικάτα είναι αν το κάνουμε εμείς ως πρωτοπόροι ή ουραγοί; Υποστηρίζουμε τα μέλη μας σε αυτές τις προσπάθειες με τις κατάλληλες συμβουλές και μέσω των συνδικαλιστικών εκπαιδευτικών και ερευνητικών δομών ή αφήνουμε τα μέλη μας να πειραματιστούν με τις δικές τους εμπειρίες σε αυτόν τον σημαντικό τομέα;
Συμπερασματικά: Στον εικοστό πρώτο αιώνα, τα συνδικάτα πρέπει να γίνουν πιο δυναμικά και να εφαρμόσουν νέες μεθόδους και εργαλεία, αλλά παρ' όλα αυτά να παραμείνουν στο παραδοσιακό, πολύ ισχυρό τους έδαφος: αλληλεγγύη και ώθηση μεταξύ των εργαζομένων, ανεξάρτητα από τη μορφή της απασχόλησής τους. Οι συνδυασμένες προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης, του ψηφιακού μετασχηματισμού, της μαζικής μετανάστευσης και της γήρανσης του πληθυσμού δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν με απομόνωση. Ως πραγματικοί υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τα συνδικάτα οφείλουν να τα εξετάζουν όλα μαζί για να κατανοήσουν πλήρως τις πολλαπλές και σύνθετες συνέπειές τους στον κόσμο της εργασίας.