Μετά από δεκαετίες ολοκληρώνεται η διαπραγμάτευση για μία συμφωνία ελεύθερου εμπορίου με τις χώρες της Λατινικής Αμερικής, ανακοίνωσε την Παρασκευή η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν
Από το Μοντεβιδέο της Ουρουγουάης η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ανακοίνωσε τα χαρμόσυνα νέα: μετά από 25 χρόνια επίπονων διαπραγματεύσεων και υπαναχωρήσεων, η ΕΕ και η «ζώνη Mercosur» των μεγαλύτερων χωρών της Λατινικής Αμερικής ολοκληρώνουν με επιτυχία τις διαπραγματεύσεις για μία ζώνη ελεύθερου εμπορίου για περισσότερους από 700 εκατομμύρια καταναλωτές. «Η σημερινή ημέρα αποτελεί ιστορικό ορόσημο» εκτιμά η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, η οποία κάνει λόγο για ένα «ισχυρό μήνυμα» σε όλον τον κόσμο και για «μία από τις μεγαλύτερες συμφωνίες εμπορικών ανταλλαγών και επενδύσεων που έχουν επιτευχθεί ποτέ».
Αμοιβαία εμπορικά συμφέροντα
Τη ζώνη Mercosur συναποτελούν έξι μεγάλες αγορές της Νότιας Αμερικής: Βραζιλία, Αργεντινή, Ουρουγουάη, Παραγουάη, Βενεζουέλα και Βολιβία. Όμως η συμμετοχή της Βενεζουέλας έχει ανασταλεί, ενώ για τη Βολιβία, που είναι το νεότερο μέλος της ομάδας, δεν θα ισχύσει ακόμη η εμπορική συμφωνία με την ΕΕ. Στα κύρια σημεία της διαπραγμάτευσης είχε επέλθει από το 2019 συμφωνία, η οποία προβλέπει ότι Ευρωπαίοι και Λατινοαμερικανοί καταργούν το 90% των εκατέρωθεν δασμών που ισχύουν σήμερα. Για τους εξαγωγείς στην Ευρώπη αυτό σημαίνει ότι μπορούν να εξοικονομήσουν τουλάχιστον τέσσερα δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως. Ο συνολικός όγκος των εμπορικών συναλλαγών ανέρχεται σε 110 δισεκατομμύρια (με βάση τα στοιχεία του 2023).
Κατά κύριο λόγο τα κράτη-μέλη της ΕΕ ενδιαφέρονται να εξάγουν αυτοκίνητα, μηχανολογικό εξοπλισμό, χημικά και φαρμακευτικά προϊόντα στη Λατινική Αμερική. Από την πλευρά τους οι χώρες Mercosur εξάγουν στην Ευρώπη κυρίως πρώτες ύλες, αγροτικά προϊόντα, τρόφιμα και ποτά. «Πολιτική αναγκαιότητα» χαρακτηρίζει τη συμφωνία η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, καθώς η Ευρώπη επιχειρεί να απεξαρτηθεί από κινεζικές εισαγωγές, ιδιαίτερα όσον αφορά τις πολύτιμες «σπάνιες γαίες», οι οποίες αφθονούν στη Λατινική Αμερική.
Αντιδράσεις και από τις δύο πλευρές
Ωστόσο, η επικείμενη συμφωνία εξακολουθεί να προκαλεί αντιδράσεις και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Από το 2019 μέχρι σήμερα Λατινοαμερικανοί ηγέτες απέρριπταν τις απαιτήσεις των Ευρωπαίων για την προστασία του περιβάλλοντος (και ιδιαίτερα για τον περιορισμό της αποψίλωσης των δασών) που περιλαμβάνονται σε συμπληρωματικό πρωτόκολλο της συμφωνίας. Στη διάρκεια του προεκλογικού αγώνα ο σημερινός πρόεδρος της Αργεντινής, ο νεοφιλελεύθερος Χαβιέ Μιλέι, απέρριπτε τις σχολαστικές περιβαλλοντικές προδιαγραφές, ενώ παρόμοιες δηλώσεις είχε κάνει και ο αριστερός πρόεδρος της γειτονικής Βραζιλίας, Λούλα ντα Σίλβα.
Σε ανακοίνωσή της η Κομισιόν υποστηρίζει ότι οι δύο πλευρές έχουν επεξεργαστεί εκ νέου το κείμενο του πρωτοκόλλου, έτσι ώστε να καταλήξουν σε «σαφείς, συγκεκριμένους και μετρήσιμους στόχους για να τερματιστεί η αποψίλωση των δασών». Πάντως η Greenpeace και άλλες οικολογικές οργανώσεις τάσσονται εναντίον της συμφωνίας και θεωρούν ότι δεν διασφαλίζεται η προστασία των δασών του Αμαζονίου, όπου συνεχώς επεκτείνεται η καλλιέργεια σόγιας και η εκτροφή βοοειδών, με τεράστιο κόστος για το περιβάλλον.
Αλλά και οι Ευρωπαίοι αγρότες, ιδιαίτερα στη Γαλλία και το Βέλγιο, αντιδρούν στην επικείμενη συμφωνία. Ακόμη και στη Γερμανία εκπρόσωποι των αγροτών ζητούν επαναδιαπραγμάτευση της συμφωνίας. Διάχυτος είναι ο φόβος για αθέμιτο ανταγωνισμό από αγροτικά προϊόντα χαμηλού κόστους, προερχόμενα από την αγορά της Λατινικής Αμερικής.
Μεταξύ των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων οι απόψεις διίστανται. Πολέμιος της συμφωνίας με τις χώρες Mercosur είναι κυρίως η Γαλλία, μάλιστα την Πέμπτη ο πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν είχε διαμηνύσει στην πρόεδρο της Κομισιόν ότι για το Παρίσι η συμφωνία «είναι απαράδεκτη» στην τωρινή της μορφή. Επιφυλάξεις εκφράζουν επίσης η Πολωνία και η Ιταλία. Αντιθέτως, η Γερμανία και η Ισπανία επιθυμούν να τεθεί η συμφωνία σε ισχύ το συντομότερο δυνατόν.
Μακροχρόνιες διαδικασίες επικύρωσης
Η ίδια η Κομισιόν παραδέχεται βέβαια ότι η ολοκλήρωση της διαπραγμάτευσης δεν είναι παρά το «πρώτο βήμα» για τη συμφωνία. Και αυτό γιατί και οι δύο πλευρές θα πρέπει να επικυρώσουν το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης, με τις σχετικές διαδικασίες να απαιτούν χρόνο.
Στην Ευρώπη η συμφωνία θα πρέπει να μεταφραστεί σε όλες τις γλώσσες της ΕΕ και στη συνέχεια να εγκριθεί από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, αλλά και το Ευρωκοινοβούλιο. Εάν χαρακτηριστεί αμιγώς εμπορική συμφωνία, την υλοποίησή της μπορεί να μπλοκάρει μία ικανή «αναστέλλουσα μειοψηφία» κρατών-μελών, εφόσον σε αυτή συμμετέχουν τουλάχιστον τέσσερις χώρες που εκπροσωπούν το 35% του συνολικού ευρωπαϊκού πληθυσμού.
Επιμέλεια: Γιάννης Παπαδημητρίου
Διαβάστε τις Ειδήσεις σήμερα και ενημερωθείτε για τα πρόσφατα νέα.
Ακολουθήστε το Skai.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.