Η ελληνική μεταναστευτική πολιτική, ιδιαίτερα όσον αφορά την εργασία μετακλητών εργατών, αποκαλύπτει μια διαχρονική θεσμική ανεπάρκεια που ευνοεί τη διαφθορά, την εργοδοτική αυθαιρεσία και τη συστηματική εκμετάλλευση των πιο ευάλωτων εργαζομένων.
Η κυριαρχία πολυεθνικών εταιρειών που ενοικιάζουν εργαζόμενους έναντι υπέρογκων ποσών και η εμπλοκή κρατικών λειτουργών σε καταγγελλόμενες χρηματικές συναλλαγές αποδεικνύουν πως η μετανάστευση χρησιμοποιείται ως πεδίο κερδοσκοπίας αντί να αντιμετωπίζεται ως ζήτημα κοινωνικής και εργασιακής δικαιοσύνης.
Παράλληλα, το γραφειοκρατικό χάος που διέπει τη διαδικασία αδειοδότησης δημιουργεί ένα τοξικό περιβάλλον για τους εργάτες γης, τους οποίους η πολιτεία δεν προστατεύει. Οι αγρότες βρίσκονται εγκλωβισμένοι σε ένα σύστημα που ούτε επιτρέπει την εύκολη πρόσληψη εργατικού δυναμικού ούτε διασφαλίζει συνθήκες αξιοπρεπούς απασχόλησης για τους μετανάστες. Αντί να προωθηθεί ένα απλοποιημένο και διαφανές σύστημα προσλήψεων, το κράτος συντηρεί ένα δαιδαλώδες πλέγμα διαμεσολαβητών, δικηγορικών γραφείων και κρατικών υπαλλήλων που λειτουργούν ως εμπόδιο αντί για διευκόλυνση.
Σε αυτό το τοπίο ανομίας και εκμετάλλευσης, τα ελληνικά συνδικάτα, στο σύνολο των βαθμίδων εκπροσώπησης, οφείλουν να αναλάβουν ενεργό ρόλο τόσο στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων των μεταναστών εργατών, όσο και στην επίλυση του εργασιακού χάους. Είναι επιτακτική η ανάγκη διεκδίκησης συλλογικών συμβάσεων εργασίας που να περιλαμβάνουν τους μετανάστες εργάτες, διασφαλίζοντας αξιοπρεπείς μισθούς, συνθήκες εργασίας και κοινωνική προστασία. Παράλληλα, απαιτείται άμεση παρέμβαση στη νομοθεσία ώστε να καταργηθούν οι πρακτικές ενοικίασης εργαζομένων και να θεσμοθετηθεί ένα διαφανές, δημόσιο σύστημα μετάκλησης και ένταξης.
Η δημιουργία μηχανισμών νομικής υποστήριξης για τους μετακλητούς εργάτες, ώστε να μπορούν να καταγγέλλουν εργοδοτικές παρανομίες και κρατική αυθαιρεσία, αποτελεί κρίσιμη προϋπόθεση για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων τους. Επιπλέον, πρέπει να διασφαλιστεί η ελεύθερη συνδικαλιστική δράση για τους ξένους εργαζόμενους, επιτρέποντάς τους να οργανώνονται και να συμμετέχουν σε εργασιακούς αγώνες, ενώ οι έλεγχοι στην αγορά εργασίας οφείλουν να αυστηροποιηθούν μέσω της θεσμικής επέκτασης της παρέμβασης του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ) και στον αγροτικό τομέα, για την επιβολή αυστηρών κυρώσεων για εργοδοτικές παραβάσεις.
Η επίλυση του προβλήματος δεν μπορεί να περιοριστεί στη γραφειοκρατική βελτίωση των διαδικασιών μετάκλησης. Η κυβέρνηση οφείλει να θεσπίσει μια συνολική πολιτική ένταξης, η οποία θα περιλαμβάνει ένα ενιαίο, διαφανές σύστημα μετάκλησης μεταναστών χωρίς την εμπλοκή ιδιωτικών εταιρειών και μεσολαβητών, την επιτάχυνση των διαδικασιών έκδοσης αδειών διαμονής και εργασίας, καθώς και τη δυνατότητα ελεύθερης μετακίνησης των εποχικών εργατών μεταξύ διαφορετικών περιοχών και τομέων, ώστε να μην εγκλωβίζονται σε μια συγκεκριμένη εργασία.
Παράλληλα, η παροχή βασικών κοινωνικών δικαιωμάτων, όπως πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη, στέγαση και εκπαίδευση για τους μετανάστες εργάτες, πρέπει να αποτελέσει προτεραιότητα. Είναι επίσης αναγκαία η δημιουργία αποτελεσματικών μηχανισμών καταγγελίας εργοδοτικών αυθαιρεσιών, με ανώνυμες πλατφόρμες καταγγελιών και άμεσες επεμβάσεις του κράτους.
Η κυβέρνηση δεν μπορεί να συνεχίσει να αντιμετωπίζει τη μετανάστευση ως μηχανισμό προσωρινής εργασίας χωρίς δικαιώματα. Η αναγνώριση των μεταναστών ως μόνιμο και απαραίτητο κομμάτι της ελληνικής οικονομίας αποτελεί προϋπόθεση για μια δίκαιη και λειτουργική αγορά εργασίας. Η σημερινή πολιτική δεν είναι παρά μια συνειδητή επιλογή απορρύθμισης της εργασίας προς όφελος των εργοδοτών και των μεσαζόντων. Χωρίς ουσιαστικές αλλαγές και συνδικαλιστική δράση, η εκμετάλλευση των μεταναστών εργατών θα συνεχίσει να αποτελεί τον κανόνα, με θύματα τόσο τους ίδιους όσο και το σύνολο του κόσμου της εργασίας.