Ο Παναγιώτης Αναστόπουλος είναι επιζών μιας μεγάλης αλλά ξεχασμένης σιδηροδρομικής τραγωδίας στη χώρα μας. Της σύγκρουσης 2 τρένων στο Δερβένι Κορινθίας το 1968, που στοίχισε 34 ζωές και είναι η δεύτερη πιο πολύνεκρη στα ελληνικά χρονικά μετά από εκείνη των Τεμπών. Στα 86 του ήρθε στα γραφεία της «Εφ.Συν.» για να στείλει το δικό του μήνυμα για το έγκλημα των Τεμπών, όπως τόσος κόσμος. «Ημουν 29 ετών. Εγώ είχα την τύχη να τη γλιτώσω, να ζήσω τη ζωή μου, να δουλέψω, να βγω στη σύνταξη. Τόσα άλλα παιδιά που χάθηκαν τότε, αλλά και στα Τέμπη, όχι. Ηρθα να μιλήσω για να μην ξεχαστεί αυτό και όσοι χάθηκαν τότε», μας λέει, εξηγώντας γιατί ήρθε στο στούντιο της «Εφ.Συν.».
Το μήνυμα που έστειλε ο κ. Αναστόπουλος για το έγκλημα των Τεμπών θα το ακούσετε και στο ειδικό podcast της «Εφ.Συν.» αυτές τις μέρες. Με λίγα λόγια, περιγράφει τη Μαρία Καρυστιανού σαν την Αντιγόνη της αρχαίας τραγωδίας που τα βάζει με τον Κρέοντα και την ενθαρρύνει να συνεχίσει τον αγώνα της για να λάμψει η αλήθεια. Πριν από λίγο καιρό είχε στείλει και επιστολή στην κ. Καρυστιανού, περιγράφοντας τη δική του εμπειρία από το δυστύχημα στο Δερβένι και δηλώνοντας τη συμπαράστασή του.
Το δυστύχημα του ’68
Στο σιδηροδρομικό δυστύχημα στις 30 Σεπτεμβρίου 1968 ήταν μαζί με τα δύο αδέρφια του και άλλους τρεις συγχωριανούς, επιστρέφοντας από την περιοχή της Γορτυνίας όπου είχαν πάει για να ψηφίσουν στο δημοψήφισμα που είχε προκηρύξει τότε το χουντικό καθεστώς. Πολλά από τα γεγονότα που μας περιγράφει έχουν μείνει ανεξίτηλα στη μνήμη του, 57 χρόνια μετά. Αρχίζει τη διήγησή του με το πώς ξεκίνησε η πορεία των μοιραίων αμαξοστοιχιών: «Φτάνοντας στο Διακοφτό περίμενε πάρα πολύς κόσμος. Ο σταθμάρχης ενημέρωσε ότι έρχεται μία σχεδόν πλήρης αμαξοστοιχία, αλλά θα ακολουθήσει κι άλλη. Με το που έφτασε το πρώτο τρένο, ο κόσμος όρμησε πάνω για το ποιος θα πρωτομπεί. Ηταν σαν σταφύλια. Εμείς τελικά, και όπως φάνηκε για καλή μας τύχη, μπήκαμε στη δεύτερη» (λέγεται ότι επέβαιναν πάνω από 2.000 άνθρωποι στο καθένα από τα δύο τρένα).
Λίγο πριν από το Δερβένι Κορινθίας, η πρώτη αμαξοστοιχία (304) παθαίνει βλάβη και ακινητοποιείται, αλλά η δεύτερη (306) δεν μπορούσε να ενημερωθεί και ερχόταν με ταχύτητα κατά πάνω της. «Ακούσαμε ένα σούρσιμο, ένα σφύριγμα και το χτύπημα. Τα δύο πίσω βαγόνια της πρώτης αμαξοστοιχίας είχαν παραμορφωθεί, είχαν λυγίσει, είχαν γίνει σαν λιωμένες μπανάνες. Ευτυχώς δεν είχε φωτιά, αλλά βλέπαμε παντού γύρω τραυματίες και νεκρούς», αφηγείται ο κ. Παναγιώτης. Η φρίκη, όπως μας λέει, είναι τέτοια που δεν περιγράφεται εάν κάποιος δεν την έχει αντικρίσει: «Δεν θα ξεχάσω μέχρι να πεθάνω ότι είδα μια παλάμη χεριού κομμένη και κολλημένη στο τζάμι ενός βαγονιού», συνεχίζει.
Οι στιγμές χάους που ακολούθησαν είναι περισσότερο θολές στη μνήμη του. Η σύγκρουση πρέπει να έγινε περίπου στις 6.30 το απόγευμα, με τον κ. Παναγιώτη να θυμάται ότι γρήγορα νύχτωσε, αλλά ευτυχώς η κινητοποίηση του τότε κρατικού μηχανισμού ήταν σχετικά έγκαιρη. Ολοι είχαν αγωνία για τους γνωστούς, τους συγγενείς και τους συγχωριανούς τους. Ο κ. Παναγιώτης δεν θυμάται πώς απομακρύνθηκε από το σημείο του δυστυχήματος, ωστόσο δηλώνει κατηγορηματικά ότι ξαναταξίδεψε με τρένο και δεν φοβόταν να το κάνει.
Οι μνήμες από το Δερβένι έχουν μείνει χαραγμένες στην ψυχή του κ. Παναγιώτη, που μόλις είδε το δυστύχημα στα Τέμπη ξεκίνησε να τις ανακαλεί πιο ζωηρά. «Πήρα τηλέφωνο τον αδερφό και την αδερφή μου να τους ρωτήσω εάν θυμούνται τι είχαμε ζήσει τότε. Φυσικά και το θυμούνται», μας λέει, ενώ σε ερώτηση για τα αίτια του δυστυχήματος θεωρεί ότι και τότε έφταιξε ένας σταθμάρχης που δεν έδωσε σήμα στη δεύτερη αμαξοστοιχία να σταματήσει. Φεύγοντας ο κ. Παναγιώτης επαναλαμβάνει ότι απλώς ήρθε στην «Εφ.Συν.» γιατί ήθελε να μοιραστεί αυτές τις σκέψεις και την ιστορία του και πιστεύει ότι «το πρόβλημα στον σιδηρόδρομο οπωσδήποτε χρονίζει».
Η δίκη και οι ποινές
Στις 30 Σεπτεμβρίου του 1968, μία ημέρα μετά το δήθεν «δημοψήφισμα» για το Σύνταγμα της χούντας (29/9/1968), γράφτηκε η πιο μαύρη σελίδα στην ιστορία του ελληνικού σιδηροδρόμου, μέχρι πρόσφατα. Δύο αμαξοστοιχίες (η 306 και η 304), που κινούνταν προς την ίδια κατεύθυνση, στην ίδια γραμμή, συγκρούστηκαν λίγο έξω από το Δερβένι Κορινθίας, με τη μία να είναι σταματημένη. Ως αίτια του δυστυχήματος καταγράφηκαν οι υπεράριθμοι επιβάτες, η αιφνιδιαστική στάθμευση της προπορευόμενης αμαξοστοιχίας και η ξαφνική αλλαγή μηχανοδηγού στην αμαξοστοιχία που ακολουθούσε, με τον θλιβερό απολογισμό να φτάνει τους 34 νεκρούς και πάνω από 100 τραυματίες, ξεκληρίζοντας και τότε ολόκληρες οικογένειες και βυθίζοντας ολόκληρα χωριά στο πένθος.
Η υπόθεση έφτασε στο εδώλιο του Πλημμελειοδικείου Κορίνθου τον Ιούνιο του 1970. Ανάμεσα στους 6 κατηγορούμενους βρίσκονταν οι 2 μηχανοδηγοί και ο αρμόδιος σταθμάρχης. Ο εισαγγελέας τόνισε στην αγόρευσή του πως στο μοιραίο σημείο της σύγκρουσης συναντήθηκε η ασυνειδησία των κατηγορούμενων, τους χαρακτήρισε «καταδρομείς των ανθρώπινων ζωών» και ζήτησε την καταδίκη τους με τις βαρύτερες δυνατές ποινές, με 5 από τους 6 κατηγορούμενους να τιμωρούνται με ποινές φυλάκισης μεταξύ 18 μηνών και 4 ετών και 3 μηνών.