Αν και είναι γνωστός κυρίως για το σαρκαστικό χιούμορ των κόμικς και των γελοιογραφιών του και τους αντιηρωικούς χαρακτήρες του, ορισμένες φορές συνομιλεί με εικαστικά έργα του παρελθόντος. Και το κάνει υπέροχα.
Την περασμένη εβδομάδα επισκέφθηκε την Αθήνα ο μεγάλος Ιταλός δημιουργός Francesco Tullio Altan (βλ. προηγούμενη σελίδα). Η παρουσία του στη χώρα μας ήταν μια καλή αφορμή για μια αναψηλάφηση κάποιων λεπτομερειών της δουλειάς του που συνήθως παραμένουν στο περιθώριο, υποτονισμένες και επισκιασμένες από το διαβρωτικό χιούμορ που κυριαρχεί σε κάθε του σκίτσο, σε κάθε του καρέ. Μια από αυτές τις λεπτομέρειες είναι η περιστασιακή του «καταφυγή» σε γνωστά έργα τέχνης του παρελθόντος από τα οποία εκκινεί για να τα παρωδήσει και να τα προσαρμόσει στις δικές του αφηγήσεις κλείνοντας πονηρά το μάτι στον αναγνώστη και καθιστώντας τον «συνένοχο» της «βεβήλωσης» με την προϋπόθεση ότι αυτός θα αντιληφθεί την «παρουσία» του πρωτοτύπου και την εσκεμμένη παραποίησή του.
Αν δεν τα αντιληφθεί όλα αυτά, μπορεί και πάλι να απολαύσει το έργο χωρίς συνέπειες. Αν όμως καταλάβει από πού προέρχεται η έμπνευση για κάποιες εικόνες, αν θυμηθεί το αρχικό τους πλαίσιο, αν ανατρέξει στα βιβλία για να τις (ξανα)μελετήσει, αν τελικά τις αντιμετωπίσει με ανοιχτό μυαλό, αναπλαισιωμένες και αλλαγμένες, θα καταφέρει να πολλαπλασιάσει την απόλαυση και να γίνει συνδημιουργός του νοήματος ενώ παράλληλα θα επανανοηματοδοτήσει τα πρωτότυπα.
Τα έργα τέχνης, άλλωστε, δεν είναι ιερά τοτέμ, η ιδιοποίησή τους δεν αποτελεί ταμπού, δεν μπορούν να τοποθετηθούν σε ερμητικά κλειστές προθήκες μνήμης και νοήματος. Αντιθέτως, για να παραμένουν επίκαιρα και ζωντανά, για να προκαλούν συνειρμούς και να συμβάλλουν στην κατανόηση της Ιστορίας και του παρόντος, πρέπει να διατηρούν μια ρευστότητα και μια ευελιξία (επανα)χρήσης.
Ο Altan φαίνεται να το γνωρίζει καλά και να μη διστάζει να παίξει με τη φωτιά της αναμέτρησης με εμβληματικά έργα της ιστορίας της τέχνης. Οπως, για παράδειγμα, με τον μυθολογικό «Κρόνο που καταβροχθίζει τον γιο του», συγκλονιστικό και μακάβριο πίνακα του Ρούμπενς (1636) τον οποίο θεματικά επανέλαβε και ο Γκόγια (1823).
Κι αν στον Ρούμπενς επικρατεί μια επιτηδευμένη μπαρόκ θεατρικότητα με έμφαση στις σκισμένες σάρκες του μικρού παιδιού που ουρλιάζει και στον ρομαντικό Γκόγια τονίζεται η παράνοια του θεού-πατέρα που κυριολεκτικά παραμορφώνεται τη στιγμή της παιδοκτονίας, στον Altan κυριαρχεί ο απόλυτος κυνισμός, ο ωμός πραγματισμός της εποχής μας. Δεν πειράζει να τρώμε τα παιδιά μας, υπαινίσσεται ο Altan, αρκεί να μην προσβάλλουμε τα χρηστά ήθη του αστικού καθωσπρεπισμού μας.
Σε μια παρόμοια απόπειρα, ο Altan στρέφεται στην παράδοση των εξιδανικευμένων Αφροδιτών και τις σατιρίζει πλησιάζοντας περισσότερο και πάλι στον Γκόγια ή και στον Μανέ και όχι στις αναγεννησιακές φιγούρες της θεάς της ομορφιάς. Η γυμνή Αφροδίτη, ηδυπαθώς ξαπλωμένη (π.χ. Τισιάνο, Αφροδίτη του Ούρμπινο, 1534) ή ελαφρώς κοιμώμενη (π.χ. Τζιορτζιόνε, Κοιμώμενη Αφροδίτη, 1540) αποτέλεσε κατ’ επανάληψη θέμα της δυτικής ζωγραφικής.
Ο Γκόγια την εξανθρώπισε με τη «Γυμνή Μάχα» του (1792) για να εξοργίσει την Ιερά Εξέταση που σκανδαλίστηκε με το γυμνό σώμα μιας καθημερινής γυναίκας της λαϊκής τάξης και ο Μανέ προκάλεσε ακόμη περισσότερο τον ακαδημαϊσμό και τις συμβάσεις τοποθετώντας στη θέση της μια ιερόδουλη («Ολυμπία», 1863) την ώρα της εργασίας της, κοιτώντας κατάματα τους υποκριτές θεατές της και δυνητικούς πελάτες της.
Ο Altan παρουσιάζει στην ίδια στάση την Αντα, τη δική του σάρκινη πρωταγωνίστρια και μοναδικό θετικό χαρακτήρα σε ένα βιβλίο που ασφυκτιά από ηλίθιους, απατεώνες και γλοιώδεις άνδρες. Μόνο που από το «αναγεννησιακό παράθυρο προς τον κόσμο» φαίνεται νύχτα, ενώ τη θέση της υπηρέτριας έχει πάρει ένας σιχαμερός, κουτοπόνηρος τυχοδιώκτης και στο ακατάστατο δωμάτιο κυριαρχούν οι μύγες. Λίγες σελίδες νωρίτερα, η Αντα θα μιμηθεί την απελπισμένη φιγούρα του πρώιμου εξπρεσιονισμού του Μουνκ («Κραυγή», 1893), όχι όμως επειδή τελεί εν συγχύσει στον αναδυόμενο, μοντέρνο, βιομηχανικό κόσμο του τέλους του 19ου αιώνα αλλά γιατί την καταδιώκουν αυτοί που έχουν βάλει στο μάτι την κληρονομιά της.
Και σε πιο ανύποπτες στιγμές, όμως, για παράδειγμα όταν πλησιάζουν στο τέλος τους οι απολύτως αποτυχημένες απόπειρες του Κολόμβου να ανακαλύψει νέες ηπείρους στο αντιαποικιακό Colombo, το καράβι του περιδινείται στο «Μεγάλο Κύμα» (1831) του Χοκουσάι. Μόνο που στο έργο του Ιάπωνα χαράκτη και ζωγράφου, στο βάθος υπήρχε το μεγαλοπρεπές όρος Φούτζι.
Στο Colombo υπάρχουν μόνο αστραπές και κεραυνοί, συμπληρώνοντας το διάχυτο κλίμα σήψης, παρακμής και καταστροφής που διαπνέει το σύνολο του έργου του Altan. Ενα έργο στο οποίο ο κόσμος μας βρίσκεται ένα βήμα πριν το τέλος (ή ένα βήμα μετά;) συμπαρασύροντας μαζί του και τα έργα τέχνης του παρελθόντος. Τα μόνα, ίσως, που θα άξιζε να σωθούν από έναν τέτοιο κόσμο.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας