Στο προσωπικό μου οπλοστάσιο, με τα κληρονομημένα 45άρια, ανακάλυψα τελικά ότι σε πολλά από τα λαϊκά τραγούδια που συνθέτουν το σάουντρακ από τις οικογενειακές συναντήσεις και τα γλέντια της παιδικής ηλικίας υπάρχει ακόμα μία υπογραφή. Πέρα από τις ερμηνευτικές κορυφές μιας θρυλικής για τη λαϊκή μουσική και το λαϊκό τραγούδι εποχής, τις συνθέσεις υπογράφει συχνά ο Θεόδωρος Δερβενιώτης. Με μια καλλιτεχνική πορεία δεκαετιών και εκατοντάδων τραγουδιών, που ξεκίνησε από τα εξοχικά πανηγύρια στο γενέθλιο Πήλιο μέχρι τα λαϊκά κέντρα της Αθήνας από τη δεκαετία του ’50, ο Δερβενιώτης μάς χάρισε περισσότερα από 900 τραγούδια, ως ιστορικό αποτύπωμα μιας εποχής. Καλλιτεχνικό δίδυμο με τον Κώστα Βίρβο στον στίχο, με συνεργασίες που περιλαμβάνουν την αφρόκρεμα των λαϊκών φωνών, με συνθέσεις και ενορχηστρώσεις ύμνων, ο -δάσκαλος για χρόνια- Δερβενιώτης, παρά το σπουδαίο του έργο, ήταν ένας ταπεινός άνθρωπος.
Το βιβλίο «Πάρε τα χνάρια που άφησα», από τις εκδόσεις Τόπος, δανείζεται τον τίτλο από ένα από τα κορυφαία τραγούδια του Δερβενιώτη για τον Καζαντζίδη. Τα χνάρια του λαϊκού συνθέτη έγιναν η πρώτη ύλη για το βιβλίο που μας παρέδωσε πρόσφατα ο γιος του και γνωστός σκιτσογράφος Σπύρος Δερβενιώτης, φωτίζοντας μέσα από την προσωπική σχέση και τις οικογενειακές αναμνήσεις, με μυθιστορηματική μαεστρία, αυτή τη μεγαλειώδη πορεία του συνθέτη που έβαλε μουσική κι έκανε τραγούδια τις πίκρες και τα βάσανα ενός λαού, που υπήρξε μαέστρος και ενορχηστρωτής, αλλά χρειάστηκε το βιβλίο του γιου του για να διαπιστώσουμε ότι μεγαλώσαμε μαζί του.
● Πώς αποφασίσατε να πάρετε τα χνάρια που άφησε ο πατέρας σας;
Για χρόνια μετά τον θάνατό του (έφυγε το 2004) είχα στο πίσω μέρος του μυαλού μου την εκκρεμότητα να καταγράψω και να ψηφιοποιήσω τους δίσκους με τα τραγούδια του, δισκάκια 45 στροφών και πλάκες 78 στροφών, αλλά δεν είχα ούτε τις γνώσεις ούτε τον χρόνο. Το 2020, η πανδημία μού έδωσε τον χρόνο και μέχρι τότε, με την πρόοδο της τεχνολογίας, είχα αποκτήσει και τα μέσα. Αλλά ακόμα και τότε, βιβλίο δεν υπήρχε μέσα μου. Καθώς φτάναμε στο 2022, η στρογγυλή επέτειος των 100 χρόνων από τη γέννησή του ήταν μια καλή αφορμή να ξανασυστήσω στο κοινό, εκτός από τη μουσική του, τη φιλοσοφία του για την ελληνική μουσική, τις πολύτιμες γνώσεις που ποτέ δεν πρόλαβε να κωδικοποιήσει σε βιβλίο ενώ το είχε ξεκινήσει, αλλά και μια πολυτάραχη ζωή που είναι από μόνη της ένα ευσύνοπτο μάθημα Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας. Διάλεξα ως τρόπο αφήγησης τη «μυθιστορηματική βιογραφία» για να είναι το βιβλίο ευχάριστο στη ροή, μακριά από μια στεγνή «ιστορική καταγραφή» που θα απωθούσε τον μη εξοικειωμένο, ειδικά των νεότερων ηλικιών.
Δεξιοτέχνης στο μπουζούκι, συνθέτης με κορυφαίες επιτυχίες και σπουδαίες συνεργασίες, ενορχηστρωτής-μαέστρος σε μία από τις μεγαλύτερες δισκογραφικές εταιρείες της εποχής, μουσικός δάσκαλος για χρόνια και γενιές νέων. Γιατί ο Δερβενιώτης, σε σύγκριση με άλλους της γενιάς του, έμεινε σχετικά αφανής, παρά το σπουδαίο έργο του;
Είναι ένα ερώτημα με το οποίο παλεύω ακόμα και δεν έχω καταλήξει σε μια οριστική ικανοποιητική απάντηση. Αυτό για το οποίο είμαι βέβαιος, ωστόσο, είναι ότι δεν πρόκειται για αβλεψία αλλά για συνειδητή, συνεχή και επίμονη προσπάθεια να «σβηστεί» η παρουσία του από την ιστορία της ελληνικής δισκογραφίας. Από ορισμένους αυτό είναι απλά θέμα εκδίκησης: ο Θόδωρος Δερβενιώτης δεν μασούσε τα λόγια του και συγκρούστηκε σφόδρα με άδικες καταστάσεις, όσο υψηλά ιστάμενος κι αν ήταν ο απέναντί του. Από άλλους είναι απλά θέμα «ο θάνατός σου, η ζωή μου», δηλαδή «αν βγάλω τον Δερβενιώτη από την εξίσωση των γεγονότων, στο κενό μπαίνω εγώ». Και υπάρχει και μια τρίτη εξήγηση, λιγότερο «σκοτεινή» αλλά εξίσου σημαντική: O Θόδωρος Δερβενιώτης ήταν ένας ήσυχος άνθρωπος, της οικογένειας και της πιτζάμας. Δεν αγαπούσε τη νύχτα, δεν είχε αυτό που λέμε «έντονη νυχτερινή ζωή» ούτε ακραία πάθη και θυελλώδεις έρωτες, συνεπώς δεν έχτισε τον απαραίτητο «θρύλο» που κάνει άλλους συνθέτες ή τραγουδιστές να πρωταγωνιστούν σε διηγήσεις. Ο Δερβενιώτης δεν ήταν «σέξι» για τα Μέσα, για να το πω πιο απλά.
● Ποιος ήταν ο πόλεμος εναντίον του στον οποίο αναφέρεστε στο βιβλίο; Εχει να κάνει με το όραμα της αυτοδιεύθυνσης για τους συντελεστές του λαϊκού τραγουδιού, αγώνα στον οποίο ο πατέρας σας είχε πρωτοστατήσει;
Το κύριο μέτωπο του πολέμου, όπως τουλάχιστον το αντιλαμβανόταν ο ίδιος, ήταν ο «πόλεμος ενάντια στο λαϊκό τραγούδι» - έτσι το αντιλαμβάνονταν οι δημιουργοί του. Με λιγότερο επική φρασεολογία, μιλάμε για μια «άνωθεν» σχεδιασμένη εκτροπή του ντόπιου μουσικού ποταμού προς πιο «διεθνοποιημένες» κατευθύνσεις που ήταν συνέπεια της ίδιας της μετατροπής των δισκογραφικών σε ακόμα πιο πατενταρισμένα «παραρτήματα πολυεθνικών». Ενα δισκογραφημένο «ανήκομεν εις την Δύσιν» αν θέλετε. Αυτό δεν είναι θεωρία συνωμοσίας, νομίζω κανένας από όσους το επέβαλαν δεν θα αρνηθεί ότι το έκαναν, απλά θα διαφωνήσουν έντονα για το αν αυτό ήταν κάτι μεμπτό. Αυτό ήταν ο καθοριστικότερος παράγοντας της επαγγελματικής περιθωριοποίησής του από τον αγώνα για την αυτοδιαχείριση, ο οποίος οικονομικά δεν προκαλούσε ζημιά στις δισκογραφικές.
● Είχε κάνει χρυσές επιτυχίες. Πώς και δεν έκανε χρυσό δίσκο;
Εκανε, και μάλιστα την εποχή που οι δισκογραφικές προσπαθούσαν να πείσουν ότι «το λαϊκό τραγούδι δεν πουλάει». Το «Εξ Αδιαιρέτου» έγινε χρυσός δίσκος, μια άβολη πραγματικότητα που οδήγησε στην ταπεινωτική τακτική τού να μην του τον παραδώσουν καν!
● Εδωσε τα πρώτα τραγούδια στον Καζαντζίδη και εκφράζει ένα παράπονο που ο περίγυρός του τον είχε αποκλείσει από αυτόν στα τελευταία του, θαρρώ όμως ότι αυτό ήταν ένα μοτίβο στη συμπεριφορά του μεγάλου τραγουδιστή. Γνωρίσατε τον Στέλιο, τι θυμάστε από αυτόν; Είδατε την ταινία; Θα μας πείτε εν συντομία τη γνώμη σας;
Αλήθεια είναι, και καταγράφεται και στο βιβλίο, ότι πολλοί συνεργάτες του Στέλιου είχαν «παράπονα και κλάματα» από τη συμπεριφορά του απέναντί τους - ειδικά ο Γιάννης Παπαϊωάννου, στον οποίο χρωστούσε την επαγγελματική του ύπαρξη μετά το καταστροφικό εμπορικά ντεμπούτο του. Οι αναμνήσεις μου από τον Στέλιο, ο οποίος μπαινόβγαινε συχνά σπίτι μας γιατί η σχέση των δυο τους ήταν πολύ στενά φιλική εκτός από επαγγελματική, ανάγονται σε τόσο παιδική ηλικία που σχεδόν έχουν «παραγραφεί» - πολύ απλά από ένα σημείο και μετά, ο Στέλιος έκανε στον πατέρα μου αυτό που σήμερα ονομάζουμε «ghosting»: ήμουν παρών σε αρκετά άβολα στιγμιότυπα που ο πατέρας προσπαθούσε να επικοινωνήσει τηλεφωνικά με τον παλιό του συνεργάτη, και όταν αυτός συνειδητοποιούσε ποιος ήταν στο τηλέφωνο -δεν είχαν τότε «αναγνώριση» οι συσκευές- έκανε τάχα πως δεν άκουγε και το ’κλεινε.
Τη γνώμη μου για την ταινία την έγραψα δημόσια, τόσο τα θετικά της σημεία (την ερμηνεία του Μάστορα και το ξαναζέσταμα της συζήτησης για την επίμαχη εποχή της δισκογραφίας), όσο και το μεγάλο αρνητικό: το ότι το σενάριο προσπάθησε (και εκ των πραγμάτων απέτυχε) να συμβιβάσει δύο ασυμβίβαστα πράγματα: και την πίτα της «ιστορικής έρευνας» ολόκληρη και τον σκύλο της «μυθοπλαστικής ελευθερίας» χορτάτο.
● Μια σχετικά άγνωστη πτυχή του Δερβενιώτη ήταν η διαρκής αγωνιστική του παρουσία: όχι μόνο με την εξορία και τον συνδικαλισμό αλλά και με τη διάσωση της δημοτικής λαϊκής παράδοσης στη γενέτειρά του, στο Πήλιο. Θέλετε να φωτίσετε αυτές τις πτυχές και να τις συμπληρώσετε αν κάτι μας διαφεύγει;
Η ρίζα του Δερβενιώτη, η μουσική ρίζα, ήταν τα υπαίθρια πανηγύρια του Πηλίου όπου μεγάλωσε και οι οργανοπαίκτες τους. Μια βαθιά ριζωμένη μέσα του ταυτότητα, που έβλεπε να χάνεται μπροστά στα μάτια του όταν τα χρόνια και η τεχνολογική πρόοδος απομάκρυναν τους κατοίκους των χωριών από συνήθειες και παραδόσεις αιώνων. Εζησε κι αυτός έναν αναγκαστικό «εκμοντερνισμό» όταν μετακόμισε στην αθηναϊκή πρωτεύουσα. Αφησε το «αγροτικό» λαούτο για το αστικό μπουζούκι, την οργανοπαιξία για τη σύνθεση, το υπαίθριο πανηγύρι για το νυχτερινό κέντρο. Αλλά έπαιρνε μαζί του σαν μίτο της Αριάδνης τη βυζαντινή μουσική ρίζα, αυτό το αδιατάρακτο νήμα που ένωνε την αρχαία ελληνική μουσική με τη βυζαντινή, με το δημοτικό, με το λαϊκό. Και στο τέλος της ζωής του πέρασε ένα καλοκαίρι αποτυπώνοντας σε cd και λεύκωμα τους εναπομείναντες ζώντες «παραδοσιακούς μουσικούς του Πηλίου», διασώζοντας, έστω και ψηφιακά, μια μουσική κληρονομιά που επί του πρακτέου εξαφανίστηκε. Το διαρκές του παράπονο ήταν ότι η Πολιτεία, που όφειλε να ήταν αυτή που θα έφερνε σε πέρας αυτή την αποστολή, ουδέποτε ασχολήθηκε να μάθει, πόσο μάλλον να διασώσει, την πραγματική ελληνική μουσική ρίζα.
● Αποφεύγετε να μιλήσετε για αυτό στο βιβλίο και στέκεστε εξαντλητικά στα τεκμήρια γύρω από το πρόσωπό του, τις μαρτυρίες και τα ντοκουμέντα από τις συνεντεύξεις του, τα γραπτά του κ.λπ. Ποιος ήταν ο πατέρας Δερβενιώτης;
Η πρώτη αυθόρμητη απάντηση είναι «παρών». Ηταν γι’ αυτόν αξιακό θέμα προτεραιότητας να μη βάζει την καριέρα του ή τον εαυτό του πάνω από τις οικογενειακές ανάγκες. Ηταν στο σπίτι όσο περισσότερες ώρες μπορούσε και έμενε πιστός σ’ ένα οικογενειακό πρόγραμμα αδιανόητο σήμερα, δηλαδή όλη η οικογένεια, τρεις γενιές που συζούσαν στο ίδιο σπίτι, να τρώνε όλοι στο ίδιο τραπέζι τα μεσημέρια, με ό,τι συνεπάγεται αυτό σε μεταφορά της μνήμης μέσα από τις αναπόφευκτες διηγήσεις που συνοδεύουν αυτή τη συνύπαρξη. Η δεύτερη αυθόρμητη απάντηση είναι «ευθύς». Στα παιδικά μάτια, αυτό ενίοτε μεταφραζόταν σαν «αυστηρός», αλλά εκ των υστέρων κατάλαβα ότι στην πραγματικότητα σήμαινε «υπεύθυνος». Ακόμη, ήταν ένας πολύ χαρισματικός αφηγητής.
● Ποιο από τα σχεδόν 900 τραγούδια μιας καλλιτεχνικής πορείας που ξεπερνά τα 60 χρόνια, από τα εξοχικά πανηγύρια μέχρι τα νυχτερινά κέντρα και μόνο στη δισκογραφία φτάνει τα 40 χρόνια (1954-1993), θεωρείτε χαρακτηριστικό του Θόδωρου Δερβενιώτη, αν γίνεται κάτι τέτοιο; Και ποιο θεωρείτε χαρακτηριστικό του πατέρα Θόδωρου;
Αν με το πιστόλι στον κρόταφο έπρεπε να διαλέξω ένα, αυτό θα ήταν «Οι αναμνήσεις». Ο ρυθμός, η ενορχήστρωση, το «άρωμα» που αποπνέει είναι, νομίζω, σύνοψη όλου του συνθέτη Δερβενιώτη. Ως «χαρακτηριστικό του πατέρα Θόδωρου» θα επέλεγα τα «Χνάρια»: τρυφερό υπόστρωμα κάτω από ένα σκληρό περίβλημα.
● Θυμάστε κάτι χαρακτηριστικό από αυτόν, μια φράση, έναν σκοπό, κάτι στο οποίο επέστρεφε και σας το κληροδότησε με κάποιο τρόπο;
Νομίζω, η πιο διαχρονική έγνοια του ήταν να καταφέρει να μου ενσταλάξει την προσωπική του εμπειρία, ότι σε μια καλλιτεχνική καριέρα υπάρχουν τα πάνω αλλά υπάρχουν και τα κάτω σε αναπόφευκτη εναλλαγή και ότι συνεπώς θα έπρεπε να μεριμνήσω και για τους «χειμώνες» που νομοτελειακά ακολουθούν τα επαγγελματικά «καλοκαίρια». Τώρα που το σκέφτομαι, ίσως ήταν αυτός ένας απ’ τους βασικούς λόγους που το ξέσπασμα της κρίσης δεν με έκανε να πέσω από τα σύννεφα απ’ όπου πέφτανε μαζικά όσοι προσπαθούσαν να μας πείσουν από εφημερίδες και κανάλια ότι αυτή δεν θα έρθει ποτέ. Και γι’ αυτούς όντως δεν ήρθε, εδώ που τα λέμε, οι άλλοι την πληρώσανε. Η ζωή ήταν αρκετά γενναιόδωρη μαζί του ώστε να μη ζήσει αυτό το ξανακύλισμα της Ιστορίας στις συνθήκες που «γεννήσανε» τα εμβληματικότερα τραγούδια του: έφυγε το 2004, τη χρονιά που η χώρα που ο ίδιος πολέμησε για να μείνει ελεύθερη, έδειχνε να είναι ασφαλής και χορτασμένη.