«Αυτή η δίκη δεν γίνεται εναντίον μου, αλλά εναντίον της RAF. Η εικόνα μιας συμμορίας ληστών που καραδοκούν και είναι έτοιμοι να σκοτώσουν έχει διαδοθεί σκόπιμα. Εχω συναίσθηση της κατάστασής μου. Η δίκη διεξάγεται με πολιτικούς στόχους. Τι έχω να περιμένω;»
Η σύντομη δεκαπεντάλεπτη ομιλία της Ντανιέλα Κλέτε, της τελευταίας γυναίκας-φυγόδικου της ένοπλης οργάνωσης Φράξια Κόκκινος Στρατός (RAF) από το εδώλιο της κατηγορούμενης σε δικαστήριο της Σέλε στην Κάτω Σαξονία, έδωσε τον τόνο μιας δίκης που έχει συγκεντρώσει τεράστιο μιντιακό ενδιαφέρον.
Αλλά, το ερώτημα «Τι έχω να περιμένω;» είναι ρητορικό, αφού είναι μάλλον αναμενόμενη η καταδίκη της για 13 ένοπλες ληστείες που φέρεται να διέπραξε στο διάστημα 1999-2016 (μετά την επίσημη διάλυση της ομάδας), μαζί με τους (φυγάδες) φερόμενους ως συνεργούς της Μπούρκαρντ Γκάρβεγκ και Ερνστ Βόλκερ Στάουμπ. Και οι τρεις ήταν μέλη της τρίτης γενιάς της οργάνωσης, οι ονομαζόμενοι σήμερα «συνταξιούχοι της RAF».
Η υπεράσπισή της ζήτησε την ακύρωση της δίκης επικαλούμενη πως είναι αδύνατον να υπάρξει δίκαιη και αμερόληπτη διαδικασία. «Επιχειρούν να δαιμονοποιήσουν την πελάτισσά μας», κατήγγειλαν οι συνήγοροί της, μιλώντας για μια ήδη αποφασισμένη δημόσια καταδίκη της από τα δημοσιεύματα του Τύπου και τις δηλώσεις της κυβέρνησης.
Στη δίκη αυτή, την πρώτη από τις δύο που θα γίνουν, κατηγορείται για συμμετοχή σε συμμορία και απόπειρα δολοφονίας, παράνομη οπλοκατοχή και ληστείες, που εκτιμάται ότι απέσπασαν έως και 2,7 εκατομμύρια ευρώ. Οι Αρχές θεωρούν πως αυτές οι ληστείες εναντίον χρηματαποστολών και καταστημάτων δεν είχαν σκοπό τη χρηματοδότηση της οργάνωσης, αλλά κυρίως να εξασφαλίσουν τη νέα ζωή τους στην παρανομία, όπου πέρασαν μετά τη διάλυση της RAF το 1998.
Μια δεύτερη ζωή που η 66χρονη Κλέτε εφηύρε εδώ και 30 χρόνια, αλλάζοντας επίθετα και τόπους πριν καταλήξει γύρω στο 2007 να εγκατασταθεί στο πολυπολιτισμικό Κρόιτσμπεργκ του Βερολίνου, όπου συνελήφθη πέρσι τον Φεβρουάριο.
Καποέιρα και σπίτι-γιάφκα
Εκεί ζούσε μια ήσυχη ζωή ως Κλάουντια Ιβόνε, Ιταλίδα υπήκοος (με πλαστό διαβατήριο), κάνοντας μαθήματα γερμανικών και μαθηματικών στα παιδιά της γειτονιάς, βοηθώντας Τούρκους μετανάστες να συντάξουν έγγραφα προς τις Αρχές και μετέχοντας σε μια ομάδα καποέιρα (αφροβραζιλιάνικη πολεμική τέχνη και χορός), μια αδυναμία που τελικά την πρόδωσε.
Ηταν οι φωτογραφίες της από τη συμμετοχή με αυτή την ομάδα στο Καρναβάλι του Βερολίνου που οδήγησαν τον Κεσράου Μπίρος της δημόσιας ραδιοφωνίας RBB να την αναγνωρίσει. Λίγο μετά ήρθε η σύλληψή της. Σύμφωνα με ρεπορτάζ της εφημερίδας Die Welt, το σπίτι της ήταν και γιάφκα. Βρέθηκαν όπλα –αναμεσά τους ένα Μπαζούκα– σφαίρες και πολεμοφόδια, κινητά, συσκευές παρεμβολής συχνοτήτων, κουκούλες, χάρτες σπιτιών, 1,2 κιλά χρυσός και 140.000 χιλιάδες ευρώ σε μετρητά.
Για τη συμμετοχή της Κλέτε στις επιθέσεις της Φράξιας θα ακολουθήσει άλλη δίκη. Ο ακριβής ρόλος της στη λεγόμενη τρίτη γενιά της RAF δεν έχει εξακριβωθεί. Ωστόσο, σύμφωνα με την αστυνομία, με βάση στοιχεία DNA που βρέθηκαν, ενέχεται στην απόπειρα ανατίναξης της Deutsche Bank στο Εσμπορν το 1990, στην επίθεση κατά της αμερικανικής πρεσβείας στη Βόνη το 1991 και στη βομβιστική επίθεση κατά της νεόχτιστης φυλακής Βάιτερσταντ το 1993. Αυτή ήταν η τελευταία τρομοκρατική επίθεση της RAF πριν από την αυτοδιάλυσή της τον Απρίλιο του 1998.
Η σύντομη προκήρυξη που έλεγε «Σήμερα θέτουμε τέλος στη δράση μας» οδήγησε σε ένα σκοτεινό μέλλον τόσο για τα ελάχιστα εναπομείναντα μέλη που πέρασαν έκτοτε στην παρανομία όσο και για δολοφονίες που ακόμη δεν έχουν διαλευκανθεί.
Ενα κείμενο της δημοσιογράφου Ούλρικε Μάινχοφ για το αντάρτικο πόλεων το 1970 ήταν η ιδρυτική διακήρυξη της Φράξιας Κόκκινος Στρατός, που στις σχεδόν τρεις δεκαετίες δράσης της ενέχεται σε τουλάχιστον 33 δολοφονίες, κάπου 200 τραυματισμούς, απαγωγές και βομβιστικές επιθέσεις.
Το αιματηρό «γερμανικό φθινόπωρο» του 1977
Οι ιδρυτές της, η λεγόμενη πρώτη γενιά, ανάμεσά τους η Μάινχοφ και ο Αντρέας Μπάαντερ, βρέθηκαν σύντομα κρατούμενοι σε ειδική πτέρυγα ύψιστης ασφάλειας στις φυλακές Στάινχαϊμ της Στουτγάρδης –στην απομόνωση, στα διαβόητα «λευκά κελιά»– καταδικασμένοι σε ισόβια.
Αλλά η «δεύτερη γενιά» προχώρησε σε θεαματικές όσο και αιματηρές επιχειρήσεις, όπως η ομηρεία στην πρεσβεία της Δυτικής Γερμανίας της Στοκχόλμης ή η δολοφονία του προέδρου της Dresden Bank Γιούργκεν Πόντο. Εφτασε στο απόγειό της το 1977 στη διάρκεια του αποκαλούμενου «γερμανικού φθινοπώρου». Τον Σεπτέμβριο απήγαγαν τον πρόεδρο της Γερμανικής Ενωσης Εργοδοτών, τον πρώην ναζί Χανς Μάρτιν Σλάιερ, ζητώντας να τον ανταλλάξουν με τους κρατούμενους της RAF. Μετά την άρνηση της κυβέρνησης Χέλμουτ Σμιτ, στις 13 Οκτωβρίου παλαιστινιακή ομάδα «συμπαθούσα» της Φράξιας κατέλαβε πτήση της Lufthansa οδηγώντας την στο Μογκαντίσου της Σομαλίας. Μια αεροπειρατεία που έληξε με την επέμβαση γερμανικών ειδικών δυνάμεων και την εκτέλεση των τεσσάρων αεροπειρατιών τα ξημερώματα της 18ης Οκτωβρίου του 1977.
Την ίδια ημέρα, σε αυτό που έμεινε στην ιστορία ως «η νύχτα του θανάτου», φέρονται να αυτοκτόνησαν οι ηγέτες της πρώτης γενιάς της RAF παρά τα δρακόντεια μέτρα ασφάλειας. Ο Αντρέας Μπάαντερ και ο Γιαν Καρλ Ράσπε φέρεται να αυτοπυροβολήθηκαν, η Γκούντρουν Ενσλιν να κρεμάστηκε στο κελί της (όπως ακριβώς είχε συμβεί το 1976 με την Ούλρικε Μάινχοφ) και η Ιρμγκαρντ Μέλερ να αυτοτραυματίστηκε βαριά με τέσσερις μαχαιριές στο στήθος. Παρά την επίσημη εκδοχή, η Μέλερ, η μόνη που διασώθηκε εκείνο το βράδυ, υποστήριξε πως κανένας δεν αυτοκτόνησε, πως ήταν εξωδικαστικές εκτελέσεις κατ’ εντολή της κυβέρνησης.
Με τα χρόνια, τα περισσότερα μέλη της δεύτερης γενιάς της RAF συνελήφθησαν (κάπου 200 συνολικά έχουν δικαστεί και φυλακιστεί), ώσπου να εμφανιστεί η «τρίτη γενιά» στην οποία ανήκει η Κλέτε και οι δύο φυγάδες σύντροφοί της.
Παρά το μιντιακό ενδιαφέρον, δεν αναμένεται να αποκαλυφθεί τίποτε σημαντικό. Δεν αναμένεται η Κλέτε να ομολογήσει το οτιδήποτε, άλλωστε η γραμμή της οργάνωσης υπήρξε η συλλογική ευθύνη για οποιαδήποτε δράση της.