Ενεργός διανοούμενος ο Παντελής Μπουκάλας, που έχοντας εντρυφήσει και τιμήσει τον γραπτό λόγο και τον λόγο γενικώς, ως συγγραφέας, ποιητής, δημοσιογράφος, μελετητής και μεταφραστής της αρχαιοελληνικής γραμματείας, δοκιμιογράφος και μελετητής της παράδοσης, έχει στη «φαρέτρα» του πάντα γνώση, επιχειρήματα και νηφαλιότητα. Αυτά επιστράτευσε στη σύντομη ομιλία που έκανε μέσα στην Εθνική Πινακοθήκη παραλαμβάνοντας την περασμένη Πέμπτη, στο πλαίσιο της τελετής απονομής των Κρατικών Λογοτεχνικών Βραβείων 2024, το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων για τη συνολική προσφορά του στα ελληνικά γράμματα από την υπουργό Πολιτισμού, Λίνα Μενδώνη. Η τελετή απονομής των βραβείων έγινε λίγη ώρα μετά την ολοκλήρωση της εκδήλωσης διαμαρτυρίας ενάντια στη λογοκρισία της τέχνης, με αφορμή τον βανδαλισμό των έργων του Χριστόφορου Κατσαδιώτη από τον βουλευτή της Νίκης, Νίκο Παπαδόπουλο. Είχε διοργανωθεί στον εξωτερικό χώρο της Πινακοθήκης από την Πρωτοβουλία Ενάντια στη Λογοκρισία με κεντρικό αίτημα «Να επανέλθουν αμέσως τα βανδαλισμένα έργα στην Εθνική Πινακοθήκη». Και είναι συγκινητικό αλλά και ενδεικτικό της γενικότερης στάσης του το γεγονός ότι ο Μπουκάλας σε μία σημαντική προσωπική στιγμή επέλεξε να αφιερώσει την ομιλία του στην Ελευθερία της Τέχνης. Του ζητήσαμε το κείμενό του για να το δημοσιεύσουμε ολόκληρο και τον ευχαριστούμε θερμά που μας το έδωσε.
Ναταλί Χατζηαντωνίου
Αντιφώνηση
Κάθε βραβείο αποτελεί βαριά τιμή και ισοδυναμεί με μια ακόμα πιο βαριά ευθύνη. Αυτό ενδεχομένως ισχύει στο πολλαπλάσιο, όταν ένας γραφιάς σαν κι εμένα βραβεύεται «για τη συνολική προσφορά του έργου του στα γράμματα», όπως σημειώνει στην απόφασή της η Επιτροπή Απονομής Κρατικών Λογοτεχνικών Βραβείων, την οποία ευχαριστώ θερμότατα.
Ουδείς μπορεί να ζυγίσει το δικό του έργο και να κρίνει αν συνιστά προσφορά. Χρειάζονται πολλά καντάρια φιλαυτίας και αλαζονείας για να πράξει κάτι τέτοιο. Το μόνο που μπορώ λοιπόν να πω είναι ότι ελπίζω πως θα προλάβω να εκδώσω καμιά τριανταριά βιβλία ακόμα, για να ανταποκριθώ μερικώς στην ευθύνη γραφής που απορρέει από το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων. Τα περισσότερα είναι ήδη επεξεργασμένα σε μεγάλο βαθμό, όπως οι μεταφράσεις μου αρχαιοελληνικής ποίησης, τα δοκίμιά μου για Νεοέλληνες ποιητές, καθώς και τα δοκίμια της σειράς για το δημοτικό τραγούδι, η οποία συγκροτείται σαν μνημείο λέξεων για τον γιο μου τον Σπύρο.
Ο ίδιος ο χώρος όπου βρισκόμαστε, η Εθνική Πινακοθήκη, μου υπαγορεύει κάποιες σκέψεις, που θα τις εκθέσω εν τάχει. Η πρόσφατη επιδρομή ακροδεξιού πολιτευομένου εναντίον πινάκων που ενοχλούσαν την αδαή και λογοκριτική τυπολατρία του, η βία του εν ονόματι της θρησκείας της αγάπης, βεβαίωσε ότι, και σήμερα ακόμα, τίποτε δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένο. Ούτε καν η ελευθερία της έκφρασης, και όχι μόνο της καλλιτεχνικής. Δεκαετίες τώρα, οι εξαίρετοι γελοιογράφοι μας σκιτσογραφούν εμπνευσμένοι από τη Βίβλο τα Χριστούγεννα και τη Μεγάλη Εβδομάδα και ουδείς αισθάνεται προσβεβλημένος. Θα γίνουν άραγε ο επόμενος στόχος; Ή πρώτα θα καούν σε τελετουργική πυρά στο Σύνταγμα οι συλλογές και οι ανθολογίες δημοτικών τραγουδιών που περιέχουν ευφρόσυνες και ελευθερόμυαλες μαντινάδες, λόγου χάρη «Δεν ξέρω αν είμαι χριστιανός, συχώρεσέ με, Θε μου, / δεν μ’ άφησε η αγάπη της να σε σκεφτώ ποτέ μου», ή «Κι αν πάω εγώ στην εκκλησιά, δεν πάω για ν’ αγιάσω, / πάω για το κορίτσι μου, για να το καλοπιάσω», κι αποπάνω περιέχουν και το πασίγνωστο «Τραγούδι της προδοσίας του Αγίου Γεωργίου»; Εκεί ο πολυαγαπημένος άγιος ενδίδει στην πλειοδοσία του Τούρκου και του παραδίδει την Ελληνοπούλα που μάταια ικετεύει να τη βοηθήσει, και η οποία, προδομένη, τον καταγγέλλει σαν δίβουλο και δίγνωμο και πλεονέκτη, και μασκαρά ακόμα, στην κυπριακή παραλλαγή, και τον καταριέται φριχτά.
Για τους θρησκειολαϊκιστές, ο χριστιανισμός βρίσκεται καθηλωμένος στην πολεμική περίοδό του, όταν κατερείπωνε ναούς και γκρέμιζε αγάλματα, όπως ξέρουμε και από τον Καβάφη. Θαρρείς και δεν έχουν μεσολαβήσει μεταρρυθμίσεις, αναγεννήσεις, διαφωτιστικά κινήματα με την πρωταγωνιστική συμμετοχή ιερωμένων και θεολόγων, αλλά και πολλές επισημότατες συγγνώμες από Πάπες και Πατριάρχες για την ψευδεπίγραφη εκχριστιανιστική βία που ασκήθηκε στο παρελθόν εναντίον ολιγοπίστων, δυσπίστων και απίστων, είτε για πρόσωπα επρόκειτο είτε για λαούς ολόκληρους.
Ο προσωκρατικός φιλόσοφος Ξενοφάνης ο Κολοφώνιος, ένας από τους πρώτους εισηγητές του μονοθεϊσμού, μεμφόταν σε στίχους του τον Ομηρο και τον Ησίοδο, επειδή στα έπη τους απέδωσαν στους θεούς όλα τα επονείδιστα και αξιοκατάκριτα γνωρίσματα των ανθρώπων, την κλοπή, τη μοιχεία και την αλληλοεξαπάτηση. Δεν απαίτησε βέβαια να καούν οι πάπυροι των επών ή να φυλακιστούν όσοι τα τραγουδούσαν. Αλλά και ουδείς απαγόρευσε τον κριτικό του λόγο.
Τα πράγματα όμως πήραν εξαιρετικά δυσάρεστη τροπή στην Αθήνα, πόλη-μήτρα της δημοκρατίας και του ορθού λόγου, κατά τις τελευταίες δεκαετίες ενός αιώνα που τον αποκαλούμε χρυσό, του 5ου π.Χ. Τότε που οι απαίδευτοι δεισιδαίμονες από τη μια, οι χυδαίοι δημαγωγοί σαν τον Κλέωνα από την άλλη, επέβαλαν καθεστώς διώξεων εναντίον κορυφαίων μορφών της προοδευτικής σκέψης, απειλώντας την ίδια τη ζωή τους. Εναντίον του Πρωταγόρα, του Αναξαγόρα, του Διαγόρα, του Σωκράτη, του Ευριπίδη. Με λογοκριτικό μένος, οι οχλοκόποι και οι θρησκόληπτοι κατηγορούσαν για ασέβεια όσους στοχάζονταν αντισυμβατικά για τα θεία και τα ανθρώπινα, απαλλαγμένοι από τα δεσμά της παιδαριώδους δεισιδαιμονίας. Αλλά η τέχνη και η φιλοσοφία ή είναι ελεύθερες ή δεν υπάρχουν.
Περηφανευόμαστε για την αρχαιοελληνική κληρονομιά μας, μα πρέπει και να διαλέξουμε. Και δεν μπορούμε παρά να απαρνηθούμε τους Κλέωνες και τους δεισιδαίμονες και να διαλέξουμε τον Σωκράτη και τον Ευριπίδη. Αλλά και τον Σόλωνα, έναν από τους πατέρες της δημοκρατίας, που εμψύχωσε πρώτος το παραδειγματικό πρότυπο του ποιητή-πολίτη. Η πολιτική υποθήκη του είναι μια ελεγεία με τον τίτλο «Ευνομία». Οι καταληκτικοί στίχοι της απαρτίζουν με παραμυθητική διαύγεια το όραμά του για μια πολιτεία δικαίου που δεν θα πάψουμε ποτέ να την προσδοκούμε:
«Νά τι μου λέει η καρδιά μου τους Αθηναίους να διδάξω:
Δεινά πολλά γεννάει στην πόλη η Δυσνομία.
Η Ευνομία στην αρμονία λαμπρύνεται, στην τάξη,
και στους άδικους περνάει χειροπέδες.
Ο,τι τραχύ, θα το λειάνει· φραγμό στην απληστία υψώνει,
συντρίβει την αλαζονεία,
και τα ζιζάνια της αφροσύνης τα μαραίνει·
στον ίσιο δρόμο το δίκιο ξαναφέρνει,
και την υπεροψία ταπεινώνει.
Παύει την έριδα και την εμφύλια οργή της την ολέθρια
- κι όλα στον ίσκιο της αρμονικά και φρόνιμα».
Παντελής Μπουκάλας
Εθνική Πινακοθήκη, 27.3.2025
Σωπαίνει η Δίκη
Τη μεταφρασμένη από τον ίδιο ελεγεία «Ευνομία» του Σόλωνα, ο Παντελής Μπουκάλας τη διάβασε όλη, προ δεκαπενθημέρου στο δημαρχείο της Ηλιούπολης, σε καμιά πεντακοσαριά μαθητές και, όπως μας είπε, «τη χειροκρότησαν περίπου σαν να έβαλε γκολ η ομάδα τους». Αξίζει να την παραθέσουμε ολόκληρη, όπως μας την έστειλε
Σόλωνος Ευνομία
H στιχουργημένη πολιτική υποθήκη του Σόλωνα είναι η ελεγεία του «Ευνομία», όπου και εκθέτει το όραμά του για μια πολιτεία δικαίου. Το ποίημα μας το παρέδωσε ο Δημοσθένης, ενταγμένο στον λόγο του Περί της Παραπρεσβείας. Το μεταφράζω:
Ποτέ δεν θα χαθεί η πόλη μας.
Τέτοια η βούληση του Δία
και τέτοια μοίρα οι μακάριοι αθάνατοι της όρισαν.
Τα χέρια της Παλλάδας Αθηνάς τη σκέπουν,
της μεγαλόψυχης, που κραταιός τη γέννησε πατέρας.
Μα οι ίδιοι οι άνθρωποί της τη μεγάλη πόλη
να χαλάσουν βούλονται,
τοις χρήμασι πειθόμενοι οι μωροί,
κι ο νους ο άδικος των ηγεμόνων της.
Ωστε αναπόφευκτο, από την ύβρι τους
πάθη μεγάλα να τους βρουν.
Την απληστία τους δεν ξέρουν να τη χαλινώνουν,
μηδέ και κόσμια τα τερπνά συμπόσια να χαίρονται.
Καν τα ιερά τα κτήματα δεν σέβονται,
καν τον δημόσιο πλούτο.
Μόνο να κλέβουν και ν’ αρπάζουν,
χλευάζοντας τους ιερούς θεσμούς της Δίκης.
Σωπαίνει η Δίκη. Μα ξέρει όσα γίνονται,
και τα παλιά και τα μελλούμενα.
Κι έρχεται ώρα και άφευκτη πέφτει η τιμωρία της.
Πληγή όλ’ αυτά αγιάτρευτη, πληγή και τρώει την πόλη,
που γρήγορα δουλώνεται ταπεινωμένη,
ή στην εμφύλια πέφτει έριδα,
ξυπνάει ο πόλεμος από τον λήθαργό του,
δρέπει τα παλικάρια στον ανθό τους.
Δρουν οι εχθροί, και γρήγορα η αγαπημένη πόλη
απ’ τις φατρίες ταλανίζεται, προς τέρψη των αδίκων
Πολλούς φτωχούς στα ξένα τούς πουλάνε,
με ατιμωτικά δεσμά καθηλωμένους,
και στης σκλαβιάς τούς ζεύουν τον βαρύτατο ζυγό.
Κοινή η συμφορά, κουρσεύει όλα τα σπίτια,
έξω δεν την κρατούν οι αυλόπορτες, τον φράχτη δρασκελίζει,
κι ακόμα και στον πιο κρυφό σου θάλαμο αν κουρνιάσεις,
θα σε γραπώσει.
Νά τι μου λέει η καρδιά μου τους Αθηναίους να διδάξω:
Δεινά πολλά γεννάει στην πόλη η Δυσνομία.
Η Ευνομία στην αρμονία λαμπρύνεται, στην τάξη,
και στους άδικους περνάει χειροπέδες.
Ο,τι τραχύ, θα το λειάνει· φραγμό στην απληστία υψώνει,
συντρίβει την αλαζονεία,
και τα ζιζάνια της αφροσύνης τα μαραίνει·
στον ίσιο δρόμο το δίκιο ξαναφέρνει,
και την υπεροψία ταπεινώνει.
Παύει την έριδα και την εμφύλια οργή της την ολέθρια
- κι όλα στον ίσκιο της αρμονικά και φρόνιμα.