Ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος δεν χρειάζεται συστάσεις. Πάνω από τέσσερις δεκαετίες έχει «γράψει χιλιόμετρα» στη σύγχρονη συγγραφική δημιουργία, με περίπου 30 εκδόσεις στο ενεργητικό του (σχεδόν όλες από τις Εκδόσεις Κέδρος), από μυθιστορήματα μέχρι χρονικά, δοκίμια ή μεταφράσεις αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, πολλά από τα οποία έχουν μεταφραστεί σε ξένες γλώσσες ή έχουν διασκευαστεί για το θέατρο, την τηλεόραση, τον κινηματογράφο. Από τα «Κομματάκια», με τα οποία πρωτοεμφανίστηκε το 1979, μέχρι τις «Αλληγορίες από τον Καζαντζάκη» (Ο Θεός φταίει, που έκανε τον κόσμο ωραίο, 2024), κάθε βιβλίο του Β. Ραπτόπουλου εκπλήσσει, εισφέρει μια «καινοτομία» στη μυθοπλασία ή τη δοκιμιογραφία και πάντα έχει να πει κάτι για την εποχή μας.
Από αυτή την άποψη, αποτελεί ξεχωριστή τιμή για την «Εφ.Συν.» το γεγονός ότι ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος θεώρησε αυτονόητο να μας εμπιστευτεί την έκδοση για πρώτη φορά και την προσφορά στους αναγνώστες της εφημερίδας του πρωτότυπου «χρονικού» για τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα που έχει συνθέσει. Ο «Μαίανδρος», που προσφέρει η «Εφ.Συν.» με την έκδοση του Σαββάτου 12 Απριλίου, είναι το «ντοκιμαντέρ ενός πολιτικού εγκλήματος», όπως αναφέρει ο υπότιτλος του βιβλίου. Ο συγγραφέας, σε σημείωμα στο τέλος του βιβλίου, αιτιολογεί τον όρο «ντοκιμαντέρ» και αφηγείται πώς το συνέθεσε. Από το σημείωμα αυτό προδημοσιεύουμε το παρακάτω εκτενές απόσπασμα.
Κείμενο προδημοσίευσης
«Στις πρώτες γραφές του Μαίανδρου –τον έγραψα επτά φορές συνολικά, από τον Μάρτιο του 2021 ώς τον Δεκέμβριο του 2022– είχα αλλοιώσει και παραχαράξει τα περισσότερα από τα αληθινά ονόματα. Και, φυσικά, δεν είχα πειράξει τα ονόματα των προσώπων μόνο· το ίδιο ίσχυε και για πολιτικές οργανώσεις, μαγαζιά και στέκια.
Επί παραδείγματι, τον αδικοχαμένο Παύλο Φύσσα τον είχα βαφτίσει Χαράλαμπο Ζήση, ενώ το καλλιτεχνικό ψευδώνυμό του από Killah P. είχε γίνει Antifa Z, συνδυάζοντας το παρόν (Antifa = οι αυτόνομες αντιφασιστικές ομάδες) με το παρελθόν (Ζ = Λαμπράκης). Ο δολοφόνος του Παύλου, πάλι, ο χρυσαυγίτης Γιώργος Ρουπακιάς, λεγόταν Γρηγόρης Χαλικιάς. Και η ίδια η Χρυσή Αυγή, Μαίανδρος.
Ετσι ώστε το όνομα της οργάνωσης να μου φαίνεται από τότε ιδανικό ως τίτλος του γραπτού μου.
Πίστευα ότι με τη μετονομασία όλων αυτών τα πραγματικά περιστατικά θα μπορούσαν να αναχθούν σε κάτι ευρύτερο, να λειτουργήσουν ως πρότυπο και για πολλά άλλα που συνέβησαν στο παρελθόν, ή θα διαδραματιστούν στο μέλλον.
Εντέλει, όμως, επανέφερα τα πραγματικά ονόματα, πείθοντας τον εαυτό μου ότι το βιβλίο θα κέρδιζε σε δύναμη εάν διατηρούσα τα αυθεντικά στοιχεία.
Ή, αλλιώς, ότι το μασκάρεμα κινδύνευε να εκληφθεί ως επιτήδευση.
Στο κάτω κάτω, εάν εξαιρούσε κανείς τη συγκεκριμένη αλλαγή, όλα τα υπόλοιπα παρουσιάζονταν όπως ακριβώς έγιναν.
Πάντως, η ιδέα να εκδώσω κάποτε, στο μέλλον –εν ευθέτω χρόνω, όπως λέμε–, την αρχική αυτή, “πειραγμένη” εκδοχή, ιδίως τώρα που ο “Μαίανδρος” παίρνει τον δρόμο για το τυπογραφείο, μου φαίνεται ακόμη πιο δελεαστική.
Και κάτι ακόμη για την ανά χείρας εκδοχή.
Εδώ ο τίτλος αιτιολογείται στην αρχή του γραπτού μου, όταν πρωτογίνεται μνεία του αρχαιοελληνικού μαιάνδρου (της “ελληνικής κλείδας”, όπως ονομάζεται αλλιώς), ο οποίος, καθόλου τυχαία, βρίσκεται στην καρδιά της σημαίας που υιοθέτησε η εγκληματική οργάνωση.
Οπως αιτιολογείται και στο τέλος, εκεί όπου παρατίθεται το σκεπτικό του φυλακισμένου πια, μετά την πρωτόδικη καταδίκη της 7ης Οκτωβρίου 2020, πρώην υπαρχηγού της Χρυσής Αυγής, λίγο πριν την εγκαταλείψει για να προχωρήσει στη δημιουργία νέου κόμματος.
Συνοψίζοντας, θα λέγαμε ότι ο Κασιδιάρης ήταν σαν να ζητούσε να υποκατασταθεί, σε συμβολικό επίπεδο, η σβάστικα (κι ας έχει ο ίδιος αυτό ακριβώς το ναζιστικό σύμβολο χαραγμένο με τατουάζ στον ώμο του!) από τον αρχαιοελληνικό μαίανδρο.
Ή, όπως το έθετε επί λέξει στην τρισέλιδη πρότασή του: “Απόρριψη ναζισμού - φασισμού και κάθε μη ελληνικού ιδεολογικού ρεύματος”.
Εν ολίγοις, “μαίανδρος” ίσον η σύγχρονη ελληνική εκδοχή του ναζισμού.
Το δικό μας, το ντόπιο αυγό του φιδιού σήμερα.
Ο ειδολογικός χαρακτηρισμός “ντοκιμαντέρ ενός πολιτικού εγκλήματος” αντιγράφει εν μέρει εκείνον του περιβόητου “Ζ” του Βασίλη Βασιλικού, που ήταν: “Φανταστικό ντοκιμαντέρ ενός εγκλήματος”.
Η συνύπαρξη φαντασίας και ντοκουμέντου, αυτή η φαινομενική “αντίφαση εν τοις όροις” που συνιστά τον ορισμό του μυθιστορήματος, δεν ισχύει δυστυχώς για το δικό μου γραπτό, το οποίο δεν είναι καθόλου “φανταστικό”· ή, αλλιώς, είναι σε απόλυτο βαθμό ένα σκέτο “ντοκιμαντέρ” (κι ας αποδίδεται συνήθως η λέξη σε ταινίες).
Οσο για τις αναλογίες ανάμεσα στα δύο πολιτικά εγκλήματα, μου φαίνεται ότι είναι κάτι περισσότερο από απλώς προφανείς [...]
Ο ουσιωδέστερος κόπος και αγώνας που κατέβαλα ήταν αφενός να επιλέξω ανάμεσα στην αδιανόητη πληθώρα δημοσιευμάτων τι θα χρησιμοποιήσω τελικά, και αφετέρου να συνταιριάξω, και για την ακρίβεια να δομήσω όλα αυτά τα υλικά.
Λειτούργησα με βάση το ένστικτό μου τού αφηγητή, όπως κάνω πάντα μέχρι τώρα στα βιβλία μου, σαν να επρόκειτο για ένα έργο μυθοπλασίας.
Εντούτοις, εκείνο που διαφοροποιεί τον “Μαίανδρο” από ένα οποιοδήποτε μυθοπλαστικό έργο δεν είναι μόνο το γεγονός ότι αποτελεί πιστό αντίγραφο της πραγματικότητας, ή ίσως την πραγματικότητα την ίδια.
Επιπλέον, προσπάθησα να διατηρήσω, συχνά ακόμη και σε βάρος της ροής του κειμένου, την αίσθηση της προέλευσης του υλικού μου από το ρεπορτάζ και τη δικογραφία.
Πράγμα, κατά τη γνώμη μου, κεφαλαιώδες για ένα ντοκιμαντέρ.
Το θέμα είναι ότι, αναπόφευκτα, η κυρίαρχη ιδιότητά μου, αυτή του αφηγητή ιστοριών, δεν μπορεί παρά να αποτυπώνεται ανάγλυφα ακόμη και σ’ ένα ντοκιμαντέρ.
Εν ολίγοις, νομίζω ότι η αφηγηματική ιδιοσυγκρασία μου πήρε κι εδώ, σχεδόν θέλοντας και μη, το πάνω χέρι.
Με αποτέλεσμα, στην προκειμένη περίπτωση, το γραπτό μου να θυμίζει περισσότερο ντοκιμαντερίστικη τηλεοπτική σειρά με στοιχεία αστυνομικού θρίλερ.
Και λιγότερο, φεστιβαλικό ντοκιμαντέρ, που όσο ομνύει στην ποιότητα, άλλο τόσο αποδεικνύεται βαρετό ή κουραστικό.
Κανείς δεν είναι τέλειος».