Οι επενδυτές έχουν «παραλύσει» και οι οικονομολόγοι προειδοποιούν η αβεβαιότητα και το «πάγωμα» των συμφωνιών δεν θα έχουν επιπτώσεις μόνο στον χρηματοπιστωτικό τομέα
Η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ υποτίθεται ότι θα προκαλούσε ένα κύμα εισαγωγών στο χρηματιστήριο των ΗΠΑ και μια έκρηξη επενδύσεων και σύναψης συμφωνιών, ωθώντας τη δραστηριότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα. Αντ' αυτού όμως, ο μετρ των εμπορικών συμφωνιών Ντόναλντ Τραμπ, έχει ανατρέψει τα σχέδια των dealmakers της Wall Street.
Πέντε μήνες μετά την επιστροφή του στον Λευκό Οίκο, ο Τραμπ με τον σαρωτικό εμπορικό πόλεμο που εξαπέλυσε έχει «παγώσει» τις συμφωνίες εξαγορών και συγχωνεύσεων, με τις επενδυτικές τράπεζες να επισημαίνουν ότι είναι απίθανο να αντιστραφεί το κλίμα σύντομα.
Ο κολοσσός της πώλησης εισιτηρίων StubHub, η εταιρεία χρηματοοικονομικής τεχνολογίας (fintech) Klarna και η ταχέως αναπτυσσόμενη πλατφόρμα συναλλαγών eToro «πάγωσαν» πρόσφατα τα σχέδιά τους για εισαγωγή στο ταμπλό.
Παράλληλα, πολλά στελέχη επιχειρήσεων εμφανίζονται επιφυλακτικά όσον αφορά τη λήψη επενδυτικών αποφάσεων, προμηνύοντας ενδεχομένως μια παρατεταμένη περίοδο ισχνών εξαγορών και συγχωνεύσεων.
«Όλοι έχουν παραλύσει εντελώς», σημειώνει ο Γουέστ Ριγκς, επικεφαλής μετοχικών αγορών στην Truist Securities. «Θα πρέπει να υπάρξει ηρεμία και δη ηρεμία για κάποιο χρονικό διάστημα. Μιλάμε για εβδομάδες ή μήνες - όχι ημέρες» προκειμένου να αλλάξει το κλίμα, πρόσθεσε
Η ένδεια του κλάδου εξαγορών και συγχωνεύσεων καταδεικνύει ότι οι επικίνδυνες κινήσεις της κυβέρνησης Τραμπ όσον αφορά τους δασμούς και η επακόλουθη προσπάθεια για τη σύναψη νέων εμπορικών συμφωνιών έχουν βάλει στο συρτάρι τα σχέδια πολλών επιχειρήσεων.
Ανά την Αμερική άλλωστε, οι επιχειρήσεις προσπαθούν να υπολογίσουν τι επιπτώσεις θα μπορούσαν να έχουν οι δασμοί του Τραμπ στις αλυσίδες εφοδιασμού τους, στις επενδύσεις και τη μελλοντική κερδοφορία τους - καθώς κανείς δεν ξέρει τι θα γίνει μετά την 90ήμερη αναστολή των «αμοιβαίων» δασμών που ανακοίνωσε ο Τραμπ την προηγούμενη εβδομάδα.
Κορυφαία στελέχη της Wall Street προειδοποιούν μάλιστα ότι οι επιπτώσεις στον τομέα των εξαγορών και συγχωνεύσεων δεν θα πλήξουν μόνο τον χρηματοπιστωτικό κλάδο.
«Δεν πρόκειται για μια κόντρα της Wall Street με τη Main Street», δήλωσε την Παρασκευή ο διευθύνων σύμβουλος της BlackRock, Λάρι Φινκ. «Η υποχώρηση της αγοράς επηρεάζει τις συνταξιοδοτικές αποταμιεύσεις εκατομμυρίων απλών ανθρώπων», πρόσθεσε.
Ο δε διευθύνων σύμβουλος της JPMorgan Chase, Τζέιμς Ντάιμον - ο οποίος «τράβηξε το αυτί» του Τραμπ την περασμένη εβδομάδα προειδοποιώντας για ενδεχόμενη ύφεση της αμερικανικής οικονομίας - δήλωσε σε δημοσιογράφους την Παρασκευή ότι η μείωση των εξαγορών και συγχωνεύσεων «δεν αφορά μόνο μεγάλες, αλλά και μεσαίες εταιρείες».
Ο Ριγκς προειδοποίησε ότι αν παγώσουν οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου, το ίδιο θα συμβεί και στη σύσταση και την ανάπτυξη των επιχειρήσεων.
Την περασμένη εβδομάδα, η Delta Air Lines πήρε πίσω τις προβλέψεις της για την πορεία και τα μεγέθη της λόγω της ασάφειας που επικρατεί όσον αφορά τους δασμούς. Από τη μεριά της, η Walmart, η μεγαλύτερη εταιρεία λιανικού εμπορίου στον κόσμο, ανέφερε στους επενδυτές ότι το εύρος αύξησης της λειτουργικής κερδοφορίας της για το πρώτο τρίμηνο χρήσης έχει διευρυνθεί.
Ο Ντάιμον μάλιστα προέβλεψε ότι θα ακολουθήσουν και άλλες επιχειρήσεις που θα αλλάξουν τις προβλέψεις για τα μεγέθη τους.
Η κυβέρνηση Τραμπ ωστόσο δεν ανησυχεί ιδιαίτερα για τις επιπτώσεις των δασμών στη Wall Street - παρά μόνο για την αγορά ομολόγων. Αξιωματούχοι της κυβέρνησης Τραμπ, από τον υπουργό Οικονομικών Σκοτ Μπέσεντ ως την εκπρόσωπο Τύπου του Λευκού Οίκου Κάρολαϊν Λέβιτ υποστηρίζουν ότι οι δασμοί έχουν στόχο να ενισχύσουν το επιχειρείν και όχι τη Wall Street.
«Ο πρόεδρος είναι αποφασισμένος να επαναδιαπραγματευτεί τις εμπορικές σχέσεις παγκοσμίως για λογαριασμό των Αμερικανών εργαζομένων», δήλωσε η Λέβιτ σε συνέντευξη Τύπου την Παρασκευή.
Οι επιπτώσεις στις επενδυτικές τράπεζες δεν έχουν γίνει ακόμα εμφανείς. Η JPMorgan και η Morgan Stanley ανακοίνωσαν ισχυρά κέρδη για το πρώτο τρίμηνο την Παρασκευή, κυρίως λόγω των υψηλών επιδόσεων που κατέγραψαν τα τμήματα συναλλαγών τους.
Και παρά τη δυσοίωνη διάθεση μεταξύ των επενδυτικών τραπεζών, και οι δύο εταιρείες είδαν τις δραστηριότητες επενδυτικής τραπεζικής να ανακάμπτουν.
Όμως οι αγορές παραμένουν ασταθείς. Ο S&P 500 ολοκλήρωσε την περασμένη εβδομάδα με άνοδο 5,7%, αλλά εξακολουθεί να διαπραγματεύεται σχεδόν 13% χαμηλότερα από το υψηλό του Φεβρουαρίου. Το ξεπούλημα στα ομόλογα των ΗΠΑ, εν τω μεταξύ, συνεχίστηκε και τις τελευταίες ημέρες. Η απόδοση των 10ετών ομολόγων, η οποία διαμορφώνεται αντιστρόφως ανάλογα της τιμής, ανήλθε σχεδόν στο 4,5% την Παρασκευή, ενώ η απόδοση του 30ετούς ομολόγου ανήλθε στο επίπεδο του 5%.
Στον τομέα των εξαγορών και συγχωνεύσεων, οι τραπεζίτες και οι επενδυτές περίμεναν ότι η κυβέρνηση Τραμπ -και τα σχέδιά της για απορρύθμιση και φορολογικές περικοπές- θα βοηθούσαν στην αναζωογόνηση της δραστηριότητας το 2025.
Κι αυτό γιατί η επιθετικότητα των αντιμονοπωλιακών αρχών επί προεδρίας Τζο Μπάιντεν αποτελούσε ένα συνεχές αγκάθι για τις εταιρείες που ήθελαν να προχωρήσουν σε εξαγορές αλλά και για τις εταιρείες επιχειρηματικών κεφαλαίων. Η δε αγορά των αρχικών δημόσιων προσφορών (IPOs) είχε μηδενιστεί μετά το sell-off στην αγορά το 2022, γεγονός το οποίο πτόησε πολλές εταιρείες να εισέλθουν στο χρηματιστήριο λόγω ανησυχίας για τις αποτιμήσεις τους, σύμφωνα με τον ανώτερο αναλυτή στρατηγικής της Renaissance Capital, Μάθιου Κένεντι.
Όμως, η αβεβαιότητα των δασμών και το επακόλουθο χάος που έπληξαν τις τιμές των μετοχών αναγκάζουν τις εταιρείες να επαναξιολογήσουν τα σχέδιά τους.
«Τίποτα δεν φθίνει την αγορά IPO πιο γρήγορα από την αύξηση της μεταβλητότητας», πρόσθεσε ο Κένεντι.
Ο δείκτης μεταβλητότητας Cboe, ο οποίος είναι γνωστός ως δείκτης φόβου της Wall Street, έφτασε πρόσφατα στο υψηλότερο επίπεδο από την έναρξη της πανδημίας του COVID-19.
Ωστόσο, υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός εταιρειών που θέλουν να εισέλθουν στο χρηματιστήριο και να συνάψουν συμφωνίες, λένε οι ειδικοί. Κατά τη διάρκεια της ενημέρωσης των επενδυτών την Παρασκευή, ο διευθύνων σύμβουλος της Morgan Stanley, Τεντ Πικ, εξέφρασε την αισιοδοξία ότι θα αυξηθούν οι συμφωνίες μόλις οι εταιρείες αποκτήσουν καλύτερη εικόνα για το τι μέλλει γενέσθαι.
«Είναι πιο δύσκολο για ορισμένους πελάτες; Φυσικά και είναι, και πρέπει να δούμε πώς ανταποκρίνονται σε αυτό κατά τη διάρκεια των επόμενων εβδομάδων και μηνών», σημείωσε ο Πικ. «Αλλά εξακολουθούμε να είμαστε, ας πούμε, ''επιφυλακτικά αισιόδοξοι'' ότι δεν θα διολισθήσουμε σε ύφεση, και απλώς θα συνεχίσουμε».
Αλλά όσον αφορά το πότε θα επέλθει η απαιτούμενη για τις εταιρείες διαφάνεια, κορυφαίος αξιωματούχος βιομηχανικού ομίλου της Wall Street, δήλωσε ότι αυτό τελικά εξαρτάται από ένα μόνο άτομο: τον Τραμπ.
«Υπάρχει ένας υπεύθυνος λήψης αποφάσεων», δήλωσε. «Δεν μπορούν να κάνουν πολλά όσοι βρίσκονται [εκτός] του Υπουργικού Συμβουλίου κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας», πρόσθεσε.
Πηγή: skai.gr
Διαβάστε τις Ειδήσεις σήμερα και ενημερωθείτε για τα πρόσφατα νέα.
Ακολουθήστε το Skai.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.