Οι πανελλαδικές εξετάσεις αποτελούν κάθε χρόνο έναν δύσκολο και απαιτητικό σταθμό για τους μαθητές της Γ’ Λυκείου. Αν και κάποια μαθήματα θεωρούνται σχετικά βατά, υπάρχουν συγκεκριμένα γνωστικά αντικείμενα που παρουσιάζουν σταθερά υψηλά ποσοστά αποτυχίας, με χιλιάδες υποψηφίους να μην καταφέρνουν να ξεπεράσουν τη βάση του 10.
Οι πανελλαδικές εξετάσεις του 2024 ανέδειξαν για άλλη μία χρονιά τα μαθήματα που δυσκολεύουν περισσότερο τους υποψηφίους, με υψηλά ποσοστά αποτυχίας. Αναλυτικά, τα μαθήματα με τα μεγαλύτερα ποσοστά γραπτών κάτω από τη βάση ήταν:
● Μαθηματικά (4ο Πεδίο): Τα Μαθηματικά, παραδοσιακά ένα από τα πιο «δύσκολα» μαθήματα, καταγράφουν τα υψηλότερα ποσοστά αποτυχίας. Ειδικά στο 4ο Πεδίο (Οικονομίας & Πληροφορικής), πάνω από 7 στους 10 υποψηφίους δεν κατάφεραν να ξεπεράσουν το 10 (70,04% των υποψηφίων έγραψε κάτω από τη βάση, καθιστώντας το μάθημα πρωταθλητή στην αποτυχία).
● Ιστορία (1ο Πεδίο): Η Ιστορία, μάθημα κατ’ εξοχήν θεωρητικό, φάνηκε ιδιαίτερα απαιτητική με σχεδόν 60% αποτυχία. Οι αλλαγές στον τρόπο αξιολόγησης και η ανάγκη για κριτική σκέψη, και όχι απλή αποστήθιση, ενδέχεται να δυσκόλεψαν τους μαθητές (59,86% των γραπτών ήταν κάτω από τη βάση, με σημαντική αύξηση αποτυχίας σε σχέση με το προηγούμενο έτος).
● Φυσική (3ο Πεδίο): 58,94% των υποψηφίων δεν κατάφερε να περάσει τη βάση, παρουσιάζοντας σημαντική αύξηση αποτυχίας.
● Μαθηματικά (2ο Πεδίο): 58,36% των γραπτών ήταν κάτω από τη βάση, επιβεβαιώνοντας τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι υποψήφιοι στο μάθημα αυτό.
● Πληροφορική (4ο Πεδίο): Η Πληροφορική αποτελεί ιδιάζουσα περίπτωση: ενώ είχε υψηλό ποσοστό αριστούχων, 4 στους 10 υποψηφίους απέτυχαν, δείχνοντας μεγάλη απόκλιση στις επιδόσεις (41,27% των υποψηφίων έγραψε κάτω από τη βάση, παρουσιάζοντας το παράδοξο να έχει ταυτόχρονα υψηλό ποσοστό αριστούχων και αποτυχίας).
Ποιες είναι, όμως, οι πραγματικές απαιτήσεις στις πανελλαδικές 2025 και το επίπεδο δυσκολίας τους; Τις τελευταίες δεκαετίες οι τίτλοι που περιγράφουν τις πανελλαδικές εξετάσεις για την εισαγωγή στα ΑΕΙ κινούνται στις δύο άκρες ενός εκπαιδευτικού «εκκρεμούς» που προβάλλει τα θέματα των εξετάσεων ως φορείς σωτηρίας ή απώλειας.
Πραγματικά, όσοι παρακολουθήσουν από κοντά το «τι», το «πώς» και το «γιατί» των πανελλαδικών εξετάσεων, τα θέματα και την κίνηση των βαθμολογιών, θα διαπιστώσουν ότι ο έντυπος και ηλεκτρονικός Τύπος, αυτές τις μέρες, θα γεμίσει με αναλύσεις για «εύκολα» ή «δύσκολα» θέματα, για «θέματα-παιχνιδάκι» ή «θέματα-φωτιά», ανεβάζοντας το θερμόμετρο του άγχους και της ανησυχίας των υποψηφίων στον πιο κρίσιμο «εξεταστικό» γύρο.
Ωστόσο τους τίτλους που είναι έτοιμοι να ξεχειλίσουν φωτιές τούς αφοπλίζει ένα απλό ερώτημα: Αν τα θέματα των πανελλαδικών είναι ευκολότερα ή είναι δυσκολότερα θα πετύχουν περισσότεροι ή λιγότεροι υποψήφιοι στα ΑΕΙ; Εχει νόημα αυτή η συζήτηση όταν ο αριθμός εισακτέων είναι καθορισμένος;
Προφανώς η συζήτηση αυτή έρχεται να κρύψει, με τον θόρυβο που κάνει, το «ξυράφι» της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής (ΕΒΕ). Το γεγονός, δηλαδή, ότι είτε με εύκολα είτε με δύσκολα θέματα και φέτος 8.000-10.000 υποψήφιοι θα βρουν τις πύλες των ΑΕΙ κλειστές λόγω της ΕΒΕ. Και βέβαια δεν αναφερόμαστε σε αυτούς που δεν «χωράνε» στον αριθμό εισακτέων, αλλά σε αυτούς που δεν θα περάσουν την ΕΒΕ και θα αφήσουν 8.000-10.000 θέσεις κενές έτσι ώστε να λιπάνουν το έδαφος της αναδιάρθρωσης της Ανώτατης Εκπαίδευσης, δηλαδή των συγχωνεύσεων και του κλεισίματος δεκάδων τμημάτων.
Παράλληλα, όσοι γνωρίζουν τη «λογική» των πανελλαδικών εξετάσεων, μπορούν, πριν ακόμη ολοκληρωθούν, να κάνουν ένα είδος πρώιμου απολογισμού για τις φετινές πανελλαδικές εξετάσεις, τον χαρακτήρα των θεμάτων, την «κατασκευή» των επιδόσεων και τους επιτυχόντες και τους αποτυχόντες, ο οποίος θα επαληθευτεί καθώς βασίζεται σε ακλόνητη σειρά στατιστικών δεδομένων.
Εχουμε λοιπόν και λέμε: Και φέτος η Κεντρική Επιτροπή Εξετάσεων θα επιχειρήσει να υποτάξει τα θέματα σε σχέδια που ούτε με την εκπαιδευτική διαδικασία έχουν σχέση ούτε με τις ανάγκες και τις δυνατότητες των μαθητών. Τα θέματα των εξετάσεων υποτάσσονται στη λογική να χωριστούν οι μαθητές σε κατηγορίες, έτσι ώστε να «χωράνε» στην προσφορά θέσεων εισακτέων. Ακόμη υποτάσσονται στη λογική της κίνησης των βάσεων. Το κύριο ζήτημα είναι τόσοι να πάρουν 18-20, τόσοι 12-15, τόσοι να πέσουν κάτω από τη βάση κ.λπ.
Με θέματα σωστά ή λάθος, εύκολα ή υπερφυσικά, σύμφωνα ή όχι με τους διακηρυγμένους στόχους των αναλυτικών προγραμμάτων, θεωρητικά ή πρακτικά, έξυπνα ή ηλίθια, πονηρά ή παπαγαλίστικα, για το ΥΠΑΙΘ ο πραγματικός στόχος των εξετάσεων είναι «να παρουσιάζουν οι επιδόσεις των υποψηφίων ορθολογική κλιμάκωση στη διάκριση άριστα, καλά, μέτρια, έτσι ώστε η κλιμάκωση αυτή να βοηθήσει να γίνει πιο «αντικειμενική» η επιλογή όσων θα εισαχθούν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση». Εχει αυτό σχέση με την εκπαιδευτική διαδικασία; Εχει μήπως σχέση με τους όρους και τις διαδικασίες μάθησης μέσα στη σχολική αίθουσα; Καμία.
Η «κατασκευή»
Θέλουμε να τονίσουμε μια άποψη που κάθε άλλο παρά είναι δημοφιλής, ωστόσο βασίζεται στην επιστημονική έρευνα. Οι βαθμολογίες που συγκεντρώνουν οι υποψήφιοι κάθε χρόνο είναι, κατά ένα μέρος, «κατασκευή». Το πρόβλημα του μεγάλου ποσοστού μαθητών που βαθμολογούνται κάτω από τη βάση δεν είναι αποκλειστικά πρόβλημα των μαθητών, αλλά του εξεταστικού συστήματος που λειτουργεί σαν εκπαιδευτική ΥΠΕΔΑ.
Με άλλα λόγια, τα υψηλά ποσοστά αποτυχίας είναι τεχνητή απόρροια των λεγόμενων διαβαθμισμένων θεμάτων που λειτουργούν σαν «έξυπνες βόμβες» στην κατανομή της αποτυχίας/επιτυχίας. Το υπουργείο Παιδείας, με βάση τον βαθμό δυσκολίας/ευκολίας των θεμάτων, μοιάζει με τον υδραυλικό που κρατάει στο χέρι του τον διακόπτη και κανονίζει ανάλογα με τις επιλογές του τη ροή του νερού. Αλλοτε με εύκολα θέματα έχει λίγους υποψηφίους με βαθμολογία κάτω από τη βάση, άλλοτε με δυσκολότερα έχει περισσότερους και άλλοτε με ακόμη δυσκολότερα φτάνει να οδηγεί στην αποτυχία τον έναν στους δύο υποψηφίους.
Το ύψος της αποτυχίας συνδέεται με ένα νήμα με την ίδια τη λογική του εξεταστικού συστήματος, που απαιτεί όχι μόνο τον «εξοστρακισμό» ενός μεγάλου τμήματος του μαθητικού πληθυσμού από την τριτοβάθμια εκπαίδευση, αλλά και τη νομιμοποίηση, στη συνείδηση των αποτυχόντων, του αποκλεισμού τους μέσα από την «κατασκευή» της αποτυχίας τους με όχημα τον «βαθμό δυσκολίας» των θεμάτων.