Σταθερότητα και βιωσιμότητα στις οικονομικές σχέσεις Ελλάδας και Γερμανίας βλέπει πρόσφατη έρευνα του ΙΟΒΕ για το Ελληνογερμανικό Επιμελητήριο
Παρά την εξασθένιση του ρυθμού μεγέθυνσης σε Ελλάδα και Γερμανία το 2023 και 2024 και με την πτωτική τάση στην ένταση εμπορίου της ευρωζώνης που παρατηρείται μετά το 2022, σε αυτό το περιβάλλον, το διμερές εμπόριο μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας συνεχίζει να ενισχύεται.
Σταθερές οι εισαγωγές και οι επενδύσεις
Σύμφωνα με τη μελέτη του ΙΟΒΕ για τους πρώτους εννέα μήνες του 2024 οι εισαγωγές από τη Γερμανία αυξήθηκαν στα 6,5 δισ. ευρώ, ενώ οι εξαγωγές της Ελλάδας προς τη Γερμανία παρέμειναν σταθερές στα 2,6 δισ. ευρώ. Η αξία των εισαγωγών από τη Γερμανία αντιστοιχεί στο 10,5% της συνολικής αξίας των ελληνικών εισαγωγών, ενώ το μερίδιο στο ενδοκοινοτικό εμπόριο παρέμεινε κοντά στο 21%. Σημαντική αύξηση καταγράφηκε στα καύσιμα, στα καταναλωτικά αγαθά κατά 3,9% το 2024, ενώ στα κεφαλαιουχικά αγαθά οι εισαγωγές ενισχύθηκαν κατά 3,6%.
«Η επίδραση του γερμανικού επιχειρείν στην ελληνική οικονομία θα συνεχίσει να είναι ανοδική. Οι τελευταίες εξελίξεις σχετικά με την εμπορική πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ δημιουργούν μεγάλες αβεβαιότητες με τη συνολική εικόνα του παγκόσμιου εμπορίου να καταγράφεται εξαιρετικά ρευστή. Οι δύο χώρες θα επιμείνουν στο να στηρίζουν τις διμερείς οικονομικές σχέσεις τους και προς αυτή την κατεύθυνση θα κινηθεί και το Ελληνογερμανικό Επιμελητήριο» τονίζει μιλώντας στην Deutsche Welle o Γενικός Διευθυντής του Ελληνογερμανικού Επιμελητηρίου Δρ. Ίλια Νότναγκελ.
Η Γερμανία εναλλάσσεται στις δύο πρώτες θέσεις με το Λουξεμβούργο στην κατάταξη με τις χώρες προέλευσης άμεσων επενδύσεων στην Ελλάδα σε όρους συνολικών κεφαλαίων τα τελευταία 11 έτη. Για κάθε ένα ευρώ ΑΕΠ που παράγουν οι επιχειρήσεις της ελληνογερμανικής επιχειρηματικής κοινότητας στην Ελλάδα, το ΑΕΠ της Ελλάδας εκτιμάται ότι αυξάνεται συνολικά κατά 1,6€. Στην απασχόληση, καθεμία θέση εργασίας στις επιχειρήσεις αυτές στηρίζει 2,9 θέσεις εργασίας στο σύνολο της ελληνικής οικονομίας.
«Οι Γερμανοί επενδυτές θα συνεχίσουν να αναζητούν νέες ευκαιρίες στην Ελλάδα, τοποθετώντας νέα κεφάλαια σε τομείς όπως της ενέργειας, των νέων τεχνολογιών, των υποδομών, του real estate και του τουρισμού. Στην Ελλάδα οι γερμανικές επενδύσεις εμφανίζουν μεγάλη διασπορά, τόσο κατά κλάδο όσο και κατά περιφέρεια» επισημαίνει ο κ. Νότναγκελ.
Εξαγωγές και υψηλά έσοδα από τον τουρισμό
Στους πρώτους εννέα μήνες του 2024, οι συνολικές ελληνικές εξαγωγές προς τη Γερμανία αυξήθηκαν οριακά κατά 0,4%, έναντι πτώσης κατά 1,7% στο αντίστοιχο διάστημα του 2023. Ισχυρή μείωση καταγράφηκε και το 2024, όπως και το 2023, στην κατηγορία καυσίμων με υποχώρηση κατά 31,3% το τελευταίο έτος, ενώ καταναλωτικά αγαθά και μεταφορικός εξοπλισμός σημειώνουν κάμψη έναντι ανόδου το 2023. Τα κεφαλαιουχικά αγαθά και οι βιομηχανικές προμήθειες αυξήθηκαν στο πρώτο διάστημα του 2024 κατά 6,4%.
Ο κλάδος τροφίμων παραμένει ο μεγαλύτερος εξαγωγικός κλάδος προς τη Γερμανία, με ενισχυμένο μερίδιο 25,9%. Ακολουθούν οι εξαγωγές βασικών μετάλλων και φαρμάκων, ενώ αύξηση μεριδίου καταγράφεται στις εξαγωγές του κλάδου κατασκευής ηλεκτρολογικού εξοπλισμού, αλλά και στον αγροτικό τομέα, που εμφανίζει επίσης αυξημένο μερίδιο, στο 7,5%.
Στο πρώτο εξάμηνο του 2024, οι εισπράξεις υπηρεσιών από τη Γερμανία ενισχύθηκαν περαιτέρω, σε 1,8 δισ. ευρώ. Η Γερμανία βρίσκεται στην πρώτη θέση ως προς τις τουριστικές εισπράξεις και αφίξεις της ελληνικής οικονομίας με 17,1% και 13,3% αντίστοιχα το 2024, καθιστώντας τη συγκεκριμένη κατηγορία ιδιαίτερα σημαντική στις διμερείς οικονομικές σχέσεις. Οι ταξιδιωτικές εισπράξεις από τη Γερμανία έφτασαν τα 3,7 δισ. το 2024, με το μερίδιο των τουριστικών εισπράξεων από τη Γερμανία να υπερβαίνει το 15% σε 7 από τις 13 ελληνικές περιφέρειες το 2024.
Στο πρώτο εξάμηνο του 2024, η εισροή πρωτογενών εισοδημάτων από εργασία από τη Γερμανία έφτασε τα 8,0 εκατ. ευρώ, αντιστοιχώντας στο 7,0% των συνολικών εισροών, με πτώση σε σύγκριση με το αντίστοιχο διάστημα του 2023.
Θωράκιση μπροστά στις νέες προκλήσεις
«Η Ελλάδα βγαίνει από μακροχρόνια κρίση, παλεύοντας να καλύψει το επενδυτικό κενό που έχει δημιουργηθεί και να εξισορροπήσει την αποχώρηση του παραγωγικού της δυναμικού. Η γερμανική οικονομία έχει πληγεί από τη μεγάλη αύξηση στο κόστος ενέργειας και από τις αναταράξεις στον τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας», επισημαίνει μιλώντας στην Deutsche Welle o Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ και Καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Νίκος Βέττας.
Σύμφωνα με τον ίδιο, οι γερμανικές επενδύσεις στην Ελλάδα δεν είναι καιροσκοπικές, αλλά μεσοπρόθεσμης και μακροπρόθεσμης πνοής και σε κλάδους που ενσωματώνουν τεχνολογία. «Δείχνουν μια σταθερότητα, κάτι που στις εποχές που ζούμε είναι πολύ σημαντικό. Όλα αυτά μαζί δείχνουν πόσο σημαντική είναι η μία χώρα για την άλλη και ταυτόχρονα ότι οι μεταξύ τους σχέσεις μπορούν να αναπτυχθούν ακόμα περισσότερο», τονίζει ο έλληνας καθηγητής.
Η διαφαινόμενη επιβολή δασμών από τις ΗΠΑ, σύμφωνα με τον Νίκο Βέττα, ίσως φέρει ένα πάγωμα των εξαγωγών σε συγκεκριμένες περιοχές και επηρεάσει και τις ελληνογερμανικές οικονομικές σχέσεις. «Η παραγωγή αναγκαστικά θα κατευθυνθεί αλλού. Μπορεί κάποια, για παράδειγμα, αυτοκίνητα να πωληθούν εντός Ευρώπης. Αν παγιωθούν οι δασμοί, πολλές επιχειρήσεις θα αναδιατάξουν την παραγωγή τους, ώστε να πωλούν σε περισσότερες περιοχές του πλανήτη με θυγατρικές τους εταιρείες, ή θα γίνουν οι ίδιες πολυεθνικές, ώστε να αποφεύγουν τους εισαγωγικούς δασμούς. Θα υπάρξει ένα πάγωμα νέων επενδύσεων, μέχρις ότου φανεί ποιο θα είναι το νέο τοπίο», τονίζει.
Ο ίδιος ανησυχεί για τις εξ αντανακλάσεως συνέπειες σε επιχειρήσεις, οι οποίες σε πολύ μεγάλο βαθμό εξαρτούν τη δική τους παραγωγή από την αγορά προϊόντων από άλλες επιχειρήσεις. «Εάν υπάρξει μια διάρρηξη αυτών των σχέσεων, αυτό το οποίο θα δούμε είναι ότι συνολικά η παραγωγή θα υποχωρήσει και το κόστος παραγωγής θα αυξηθεί», λέει χαρακτηριστικά.

Διαβάστε τις Ειδήσεις σήμερα και ενημερωθείτε για τα πρόσφατα νέα.
Ακολουθήστε το Skai.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.