Δεν έχουν περάσει πολλές μέρες από όταν η Ευρώπη ανακοίνωνε θεαματική στροφή στην πολεμική οικονομία με 800 δισ. ευρώ δαπάνες για οπλικά συστήματα. Το σύνθημα δόθηκε στις 20 Μαρτίου στη συνεδρίαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου: το ευρωπαϊκό εξοπλιστικό πρόγραμμα ReArm Europe -ή «Ετοιμότητα 2030» όπως μετονομάστηκε για όσους θεώρησαν τον πρώτο τίτλο πιο πολεμοχαρή- παρουσιάστηκε ως το μεγάλο σχέδιο που θα επαναφέρει την ευρωπαϊκή ήπειρο στο προσκήνιο της στρατιωτικής ισχύος.
Μπορεί η Ευρώπη να μην έχει προλάβει ακόμα να εμπεδώσει τον τρόπο που αυτό θα εφαρμοστεί, αλλά το διάγγελμα της προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, ξυπνάει όχι μόνο ιστορικές μνήμες, αλλά και φόβους ότι για την κούρσα τον εξοπλιστικών θα ροκανιστούν βασικοί πυλώνες του κράτους πρόνοιας. Ισχυρές φωνές έχουν ήδη δώσει τον τόνο: «Κατά μέσο όρο οι κυβερνήσεις ξοδεύουν το ένα τέταρτο του εθνικού τους εισοδήματος σε συντάξεις, στην υγεία και στα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης. Χρειαζόμαστε μόνο ένα ποσοστό αυτών των χρημάτων για να ενισχύσουμε την άμυνα» έλεγε ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, Μαρκ Ρούτε, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τον περασμένο Ιανουάριο δείχνοντας την κατεύθυνση.
Οι εκπεφρασμένοι φόβοι πως η Ευρώπη μπορεί να δει βασικούς πυλώνες του κοινωνικού κράτους να καταρρέουν για χάρη των εξοπλιστικών δεν έρχεται εν κενώ: η ολλανδική κυβέρνηση τον περασμένο Φεβρουάριο -μόλις λίγες μέρες μετά την απόφαση του Ντόναλντ Τραμπ να «κόψει» πόρους που πήγαιναν ως βοήθεια προς την Αφρική- αποφάσισε να αποσύρει κονδύλια για τα δικαιώματα των γυναικών, την εκπαίδευση, τον αθλητισμό και τον πολιτισμό, ενώ μείωσε κατά 50% τις συνεισφορές προς τη Unicef και το UNDP των Ηνωμένων Εθνών.
Και μπορεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης στη Βουλή κατά την παρουσίαση του νέου 12ετούς εξοπλιστικού προγράμματος να απέρριψε το δίλημμα «κανόνια ή βούτυρο» ως «σαθρό» και «επικίνδυνο», ωστόσο ο Γάλλος ομόλογός του Εμανουέλ Μακρόν σε διάγγελμά του τον Μάρτιο προετοίμαζε τη Γαλλία για δημοσιονομικές θυσίες: «Δεν μπορούμε να έχουμε τις ίδιες συζητήσεις όπως στο παρελθόν για τη γεωργία μας, την έρευνά μας, τη βιομηχανία ή όλες τις δημόσιες πολιτικές μας» έλεγε, δείχνοντας σαφή πρόθεση περικοπών στους προϋπολογισμούς.
Μπορεί η Ευρωπαϊκή Ενωση, στοχεύοντας σε γενναίες ενέσεις πολεμικών δαπανών στις ασθμαίνουσες οικονομίες της, να δει κατακτήσεις της μεταπολεμικής Ευρώπης να θυσιάζονται; Αντέχει η Ελλάδα, η οποία συγκαταλέγεται ανάμεσα στις χώρες που δαπανούν τα λιγότερα για την Παιδεία και την Υγεία, να μπει στην κούρσα των εξοπλιστικών εις βάρος των κοινωνικών δαπανών, των δαπανών συνοχής και των επενδύσεων στις υποδομές; Μπορούμε να ζήσουμε (πάλι) με λιγότερα για χάρη της ενίσχυσης της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας;
«Eίμαστε μια χώρα που λόγω της πολυετούς κρίσης δεν είχε υποστεί μόνο συρρίκνωση μισθών, αλλά κάθε διάστασης της κοινωνικής ζωής» σχολιάζει στην «Εφ.Συν.» ο Νίκος Ροδουσάκης, ερευνητής του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών. Στην περίπτωση της Ελλάδας, σημειώνει, το γνωστό δίλημμα «όπλα ή βούτυρο» είναι πιο επίκαιρο από ποτέ: «Κάθε επιπλέον ευρώ που κατευθύνεται στην άμυνα, ειδικά εις βάρος κοινωνικών προγραμμάτων, έχει πραγματικό ανθρώπινο κόστος. Αν μειωθούν επιδόματα ανεργίας, συντάξεις ή προνοιακές παροχές για τα νέα όπλα, οι πλέον ευάλωτοι πολίτες θα βρεθούν σε ακόμα δεινότερη θέση. Ηδη το κοινωνικό κράτος παλεύει να καλύψει τις ανάγκες: οι ουρές στα δημόσια νοσοκομεία μεγαλώνουν, οι άστεγοι αυξάνονται, πολλά νοικοκυριά δυσκολεύονται να αντεπεξέλθουν σε βασικά έξοδα. Η κοινωνική ασφάλεια των πολιτών -η πρόσβαση σε υγεία, παιδεία, στέγη και αξιοπρεπές εισόδημα- είναι εξίσου σημαντική με τη στρατιωτική ασφάλεια».
«Η αγοραστική δύναμη των Ελλήνων υπολείπεται σημαντικά του ευρωπαϊκού μέσου όρου αντανακλώντας τους χαμηλούς μισθούς και το υψηλό κόστος ζωής» συμπληρώνει, ενώ θυμίζει ότι για το 2024 (πηγή: Eurostat) η Ελλάδα βρίσκεται προτελευταία στην κατάταξη στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε όρους αγοραστικής δύναμης, περίπου 30% χαμηλότερη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο: «Τελευταία είναι η Βουλγαρία, ενώ σε επίπεδο εισοδήματος είμαστε κάτω και από τους Βούλγαρους. Με άλλα λόγια οι επιπτώσεις αυτής της χαμηλής ευημερίας είναι εμφανείς: πάνω από ένας στους τέσσερις κατοίκους (26% του πληθυσμού) βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού, ποσοστό πολύ υψηλότερο από τον μέσο όρο της Ε.Ε. (21%). Μάλιστα η Ελλάδα κατατάσσεται ανάμεσα στις χώρες με τα μεγαλύτερα ποσοστά φτώχειας στην Ευρώπη μαζί με τη Ρουμανία, τη Βουλγαρία και την Ισπανία».
Ολα αυτά ενώ ο συντελεστής Τζίνι, που μετρά την εισοδηματική ανισότητα, διαμορφώθηκε στην Ελλάδα στις 31,8 μονάδες το 2023, καθιστώντας τη χώρα την έκτη πιο άνιση κοινωνία στην Ε.Ε., περίπου 2 μονάδες πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο: «Η αύξηση των τιμών, η ακρίβεια, τα τελευταία δύο χρόνια έχει διαβρώσει περαιτέρω το εισόδημα των νοικοκυριών, συρρικνώνοντας την πραγματική αγοραστική τους δύναμη. Χαρακτηριστικά, ενώ ο πληθωρισμός «ροκανίζει» τους μισθούς, βασικά αγαθά όπως η στέγαση έχουν γίνει δυσβάσταχτα ακριβά σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες εργατικών ινστιτούτων. Ολα αυτά συνθέτουν μια κοινωνική πραγματικότητα όπου χιλιάδες οικογένειες εξαρτώνται από επιδόματα ανεργίας, στήριξη στέγασης και άλλες προνοιακές παροχές για να επιβιώσουν αξιοπρεπώς. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο κάθε σκέψη για περικοπή αυτών των κοινωνικών δαπανών είναι εξαιρετικά ανησυχητική, καθώς θα βάθαινε τη φτώχεια και τις ανισότητες» σημειώνει ο κ. Ροδουσάκης.
Μέχρι στιγμής η μόνη πρόβλεψη της «Λευκής Βίβλου» για την άμυνα της Ευρώπης είναι η κοινή χρηματοδότηση μέσω του προγράμματος SAFE (Security Action for Europe), ένα χρηματοδοτικό εργαλείο μέσω του οποίου η Ε.Ε. θα παράσχει στα κράτη-μέλη δάνεια ύψους έως 150 δισεκατομμυρίων ευρώ για αμυντικές δαπάνες. Ακολουθώντας το υπόδειγμα του Ταμείου Ανάκαμψης NextGenerationEU, η Επιτροπή θα προσφέρει κεφάλαια ως δάνεια με ευνοϊκούς όρους στα κράτη-μέλη για τη χρηματοδότηση κοινών προμηθειών αμυντικού υλικού και εξοπλιστικών προγραμμάτων.
«Τα χρήματα αυτά δεν θα καταγράφονται στο έλλειμμα, αλλά θα επιβαρύνουν το χρέος, ενώ το διαθέσιμο εισόδημα στη χώρα είναι και θα παραμείνει χαμηλό» επισημαίνει ο κ. Ροδουσάκης. Οι ήδη καταχρεωμένες οικονομίες χωρών της Ευρώπης, όπως της Γαλλίας και της Ιταλίας, πολλώ δε μάλλον της Ελλάδας, είναι εξαιρετικά αμφίβολο εάν και σε ποιο βαθμό θα μπορούν να σηκώσουν νέα βάρη λιτότητας: «Η Γερμανία ίσως έχει κάθε λόγο για να συγκροτήσει μια στρατιωτική οικονομία, η Ελλάδα όμως δεν παράγει και θα πρέπει να αγοράσει. Συνεπώς βρισκόμαστε σε ένα αδιέξοδο: ούτε παραγωγικά θα ωφεληθεί η χώρα, ενώ ήδη σύμφωνα με επίσημα στοιχεία οι ελληνικές αμυντικές δαπάνες ανέρχονται περίπου στο 2,85% του ΑΕΠ –ποσοστό που συγκαταλέγει τη χώρα μας στις κορυφαίες θέσεις του ΝΑΤΟ».
Με βάση τα δεδομένα του ΝΑΤΟ για την περίοδο 2014-2024, η Ελλάδα βρίσκεται στην πέμπτη υψηλότερη θέση μεταξύ των κρατών-μελών της Συμμαχίας όσον αφορά το ποσοστό των στρατιωτικών δαπανών προς το ΑΕΠ. Από το 2021 έως το 2023 η Ελλάδα έχει ξοδέψει περίπου 21,4 δισεκατομμύρια ευρώ για στρατιωτικούς σκοπούς –ένα τεράστιο ποσό για μια μεσαία οικονομία που μόλις εξέρχεται από πολυετή οικονομική κρίση. Η χώρα μας ήδη ξοδεύει πολύ πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και υπερκαλύπτει το όριο-στόχο του 2% του ΝΑΤΟ. «Η Ελλάδα, αν και έχει υπαρκτές απειλές, δεν παύει να είναι ήδη θωρακισμένη με υψηλές στρατιωτικές επενδύσεις –από μαχητικά αεροσκάφη και φρεγάτες έως εκσυγχρονισμό του οπλοστασίου της» σημειώνει ο Ροδουσάκης.
Γεωπολιτική
Μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία το 2022 χώρες όπως η Πολωνία και τα κράτη της Βαλτικής ανέβασαν θεαματικά τις αμυντικές τους δαπάνες λόγω άμεσης γειτνίασης με τη Ρωσία. Αν και το ξέσπασμα του πολέμου αποτέλεσε μεγάλο σοκ για την Ε.Ε., δεν είναι ίδια η αίσθηση της ανησυχίας σε κάθε χώρα. Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία του Ευρωβαρόμετρου, στην ερώτηση «ποιο το σημαντικότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Ε.Ε.» το oυκρανικό καταγράφεται ως το ζήτημα που ανησυχεί λιγότερο τους Ελληνες. Αλλά ακόμα και στον απόηχο των πρόσφατων πιέσεων του Αμερικανού προέδρου προς το ΝΑΤΟ η άμυνα και η ασφάλεια της Ε.Ε. βρισκόταν στην πέμπτη θέση των προτεραιοτήτων των Ελλήνων με 23%, χαμηλότερα κατά 8 ποσοστιαίες μονάδες από τον ευρωπαϊκό μέσο όσο. Πρώτη ήταν η αύξηση των τιμών και το κόστος ζωής, δεύτερη η υποστήριξη της οικονομίας και δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας, ενώ ακολουθούσε η ουσιαστική υποστήριξη στη δημόσια υγεία και η καταπολέμηση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού. Εν ολίγοις στο δίλημμα «κανόνια ή βούτυρο» η ελληνική κοινή γνώμη κλίνει καταφανώς υπέρ του δεύτερου...
Οι τάσεις αυτές δεν διαφέρουν στη γειτονική Βουλγαρία, η οποία έχει το χαμηλότερο εισόδημα στην Ευρωπαϊκή Ενωση και ταυτόχρονα έξαρση των ιδιωτικών δαπανών υγείας, ενώ ήδη δαπανά 2% του ΑΕΠ στην άμυνα. Σε έρευνα της βουλγαρικής εταιρείας ερευνών κοινής γνώμης Αlpha Research του Φεβρουαρίου το 57% των Βουλγάρων επιθυμεί η υγειονομική περίθαλψη να αποτελέσει κορυφαία προτεραιότητα στον προϋπολογισμό του 2025. Το 35% ώς 37% των Βουλγάρων θέτει την κατασκευή και επισκευή δρόμων και την αύξηση των συντάξεων ως σημαντική προτεραιότητα, ενώ ο στρατός και η εθνική ασφάλεια τίθενται ως προτεραιότητες μόνο από το 10% των ερωτηθέντων.
Ο Βούλγαρος Γιορντάν Μποζίλοβ, ιδρυτής του Φόρουμ Ασφάλειας της Σόφιας και πρώην υφυπουργός Αμυνας, προτάσσει πάντως την ενδυνάμωση της αμυντικής πολιτικής. Ισχυρίζεται σε συνέντευξή του στο Mediapool ότι η αύξηση του αμυντικού προϋπολογισμού έως και 1% δεν θα έχει τόσο δραστικό αντίκτυπο στην ευημερία των πολιτών. «Ο στρατός και η άμυνα δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά έκφραση της εκτίμησης της απειλής. Για να διατηρήσουμε τον τρόπο ζωής μας, πρέπει να έχουμε άμυνα στην παρούσα κατάσταση. Η άμυνα είναι ακριβή, αλλά αυτές οι επενδύσεις είναι επενδύσεις στους ανθρώπους μας, στις χώρες μας» θεωρεί. «Η Βουλγαρία πρέπει να επενδύσει στα κλασικά συστήματα, αλλά και στην κυβερνοασφάλεια, στην αντιμετώπιση των γνωστικών πολέμων (Cognitive warfare), των υβριδικών απειλών».
Ισπανία
Αύξηση της υποστήριξης των στρατιωτικών δαπανών από τον ισπανικό πληθυσμό δείχνουν αρκετές πρόσφατες έρευνες. Η τάση αυτή θεωρείται πρωτοφανής, ειδικά με δεδομένο πως παραδοσιακά ο ισπανικός λαός δεν είναι ιδιαίτερα ένθερμος προς τους στρατιωτικούς εξοπλισμούς λόγω του τραύματος του εμφυλίου πολέμου αλλά και της στάσης της Ισπανίας στους δύο Παγκόσμιους Πολέμους. Ωστόσο σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του Κέντρου Ερευνών CIS (Centro de Investigaciones Sociológicas) το 75% των ερωτηθέντων τάχθηκε υπέρ της αύξησης των αμυντικών δαπανών.
«Νομίζω ότι σχετίζεται αρκετά με το επικοινωνιακό πλαίσιο που επικρατεί τα τελευταία χρόνια, ιδίως μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία» σχολιάζει για την El Confidencial ο πολιτικός αναλυτής Eντουάρντο Μπαγιόν. Υπάρχει όμως και ένας άλλος σημαντικός παράγοντας, όπως σημειώνει: το ευρωπαϊστικό αίσθημα των Ισπανών. «Η ιδέα ότι οι Ισπανοί θέλουν να ανήκουν στην Ευρωπαϊκή Ενωση είναι πολύ ισχυρή και ο σημερινός επανεξοπλισμός εντάσσεται σε αυτή την ιδέα τού «ανήκειν» στην Ευρώπη».
Τσεχία
Στην Τσεχία ο σημερινός κυβερνών κεντροδεξιός συνασπισμός προτιμά σαφώς τις επενδύσεις στην άμυνα –τα τελευταία χρόνια τις έχει αυξήσει στο 2% του ΑΕΠ και του χρόνου θα ήθελε να τις αυξήσει στο 3% του ΑΕΠ. Ωστόσο το ερχόμενο φθινόπωρο διεξάγονται εκλογές στη χώρα, τις οποίες είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα χάσει.
Η αντιπολίτευση, στην οποία κυριαρχεί το λαϊκιστικό κόμα ΑΝΟ (Akce Νespokojených Οbčanů 2011 - Δράση Δυσαρεστημένων Πολιτών 2011), επικρίνει την κυβέρνηση για «εμμονή με τους εξοπλισμούς», αλλά δεν απορρίπτει το 3% του ΑΕΠ για την άμυνα, αν και ταυτόχρονα υπόσχεται υψηλότερες κοινωνικές δαπάνες. «Δεδομένου ότι είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα κερδίσει τις εκλογές του φθινοπώρου, μπορούμε να περιμένουμε ότι στο μέλλον η Τσεχία θα εξοπλιστεί και θα διατηρήσει ή και θα αυξήσει το κοινωνικό κράτος –και τα δύο με χρέος» σημειώνει η Denik Referendum. Tαυτόχρονα, όπως αναφέρει, η Αριστερά στην Τσεχία είναι σθεναρά κατά των εξοπλισμών, ενώ οι σοσιαλδημοκράτες ηγούνται της εκστρατείας «Η στέγαση είναι ο εξοπλισμός μας». Ωστόσο όλοι οι αριστεροί σχηματισμοί είναι πιθανό να μην καταφέρουν να εισέλθουν στο επόμενο κοινοβούλιο.
🔴 Το άρθρο γράφτηκε στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού προγράμματος PULSE, στο οποίο συμμετέχει κατ’ αποκλειστικότητα η «Εφ.Συν.». Συνεργάστηκαν οι Ana Somavilla (El Confidencial - Ισπανία), Martina Bozukova, Nikola Lalov (Mediapool.bg - Βουλγαρία), Kim Son Hoang (Der Standard - Αυστρία), Petr Jedlička (Denik Referendum - Τσεχία).