Λίγο ακόμα και θα μπορούμε να λέμε ότι μεγαλώσαμε (ή μεγαλώσαμε κι άλλο, έστω) μαζί τους: η ομάδα Ντουθ, αποτελούμενη από τους Βάσια Ατταριάν, Μυρτώ Μακρίδη και Δημήτρη Τάσαινα, με τους μόνιμους πλέον συνεργάτες τους (παιδιά-καμάρια!), δημιούργησαν πριν από τρία χρόνια την παράσταση «Νοstalgia Generation» που μίλησε στην καρδιά κάθε μιλένιαλ, καθώς μιλούσε για τη γενιά μας και πόσο γρήγορα «γεράσαμε» και «ξεπεραστήκαμε» ενώ είμαστε ακόμα νέοι. Την επόμενη χρονιά είδαμε το «Farewell / εν τόπω χλοερώ», όπου κηδέψαμε το παρόν και ό,τι χάθηκε μέσα σε αυτό. Και τώρα, με την ίδια μοναδική και πραγματικά επιτυχημένη «συνταγή», τα παιδιά μάς παρουσιάζουν το «Guest Stars», με υπότιτλο: «Τραγούδια που αφιέρωσα σε πρόσωπα που δεν το έμαθαν ποτέ». Πρόκειται για ένα πραγματικά εορταστικό επεισόδιο, ό,τι πρέπει για μετά τις γιορτές του Πάσχα, ώστε οι γιορτές να μην τελειώσουνε ποτέ. Επί τρεις ολόκληρες ώρες, κάθε εβδομάδα έως τις αρχές Ιουνίου, μπορούμε να παραβρεθούμε σε ένα τέτοιο επεισόδιο, με τραγούδια, πρόζα, χορό και αφιερώσεις, σε μια μαύρη κωμωδία (αυτή δεν είναι εξάλλου η ζωή μας;), όπου η ερωτική απογοήτευση δεν είναι το τέλος, αλλά η αφορμή για ένα χειροποίητο μουσικό υπερθέαμα.
Κάθε φορά, σαν πρώτη φορά: το ίδιο συνέβη και με το «Νοstalgia Generation», το ίδιο και με το «Farewell», το ίδιο και τώρα με το «Guest Stars»: το ισόγειο του Θεάτρου 104 γίνεται μια μεγάλη σκηνή, όπου οι θεατές μπορούν να συμμετέχουν, να μείνουν παρακολουθώντας ευλαβικά την παράσταση (ακόμα κι όταν οι ηθοποιοί έχουν βγει από την αίθουσα!), να πιουν το ποτό τους, να τραγουδήσουν μαζί τους... Γιατί η σκηνοθέτρια Βάσια Ατταριάν ήθελε να ολοκληρώσει την τριλογία της για το πένθος και τον έρωτα (με την ευρύτατη έννοια και τα δύο) με ένα εορταστικό επεισόδιο, σαν αυτά που βλέπαμε στην ιδιωτική τηλεόραση τη δεκαετία του 1990, σαν τις «Τρεις χάριτες» και τους «Απαράδεκτους» που κάποιοι από εμάς δεν ξεπεράσαμε ποτέ (κι ας το έχουν κάνει κάποιοι από αυτούς που συμμετείχαν τότε). Οι αναφορές όμως δεν σταματάνε εκεί –σιγά που θα σταματούσαν–, αλλά φτάνουν ώς τον Τσέχοφ!
Εχουμε, λοιπόν, δέκα πρόσωπα που επιστρέφουν για μια βραδιά γεμάτη τραγούδια που αφιέρωσαν σε έρωτες που δεν έμαθαν ποτέ πως ήταν τέτοιοι, γιατί κανείς δεν τόλμησε να τους το πει! Ή γιατί το είπαν πολύ αργά. Ή γιατί τους μπλόκαραν. Σε ένα σκηνικό που θυμίζει sitcom των 90s, μέσω αναλογικών τηλεφώνων που η γενιά μας τα πρόλαβε, ακούγονται συγγνώμες, γίνονται ερωτικές εξομολογήσεις και κωμικοί θρήνοι και όλα αυτά εναλλάσσονται με ζωντανή μουσική. Οσο για το κοινό, αυτό καλείται να μπει στο παιχνίδι αφιερώνοντας τα δικά του τραγούδια σε ό,τι (δεν) έζησε.
● Τι ακριβώς κάνετε; Γιατί κάθε φορά είναι η ίδια, άλλη φορά...
Αυτό είναι το τρίτο μέρος μιας άτυπης τριλογίας. Είναι με τα ίδια πρόσωπα, είναι δέκα performers οι ίδιοι και τις τρεις χρονιές. Δεν είναι μία συνέχεια πλοκής, δηλαδή δεν χρειάζεται να έχεις δει το πρώτο για να δεις το δεύτερο, αλλά είναι συνδεδεμένα και τα τρία, ας πούμε, επεισόδια, κάτω από την ομπρέλα της λέξης «πένθος» με την ευρεία έννοια, καθώς είναι παραστάσεις με πολύ γέλιο, χορό και τραγούδι. Είναι η δική μας, βιωμένη ως ζωή, κωμωδία. Σε αυτό το τρίτο «επεισόδιο» τα πρόσωπα αφιερώνουν διάφορα τραγούδια, αφιερώνουν νούμερα, ζητάνε το κοινό να αφιερώσει, γιατί κάπως η μουσική είναι πολύ συνδεδεμένη με τον έρωτα. Είναι σαν το εορταστικό επεισόδιο μιας σειράς 90s. Δηλαδή, εμπνέεται πολύ από το χάος και τα νούμερα και το παιχνίδι και το γέλιο και τη σαχλαμάρα που είχαν τα εορταστικά επεισόδια των σειρών στις αρχές των 90s... Για μένα είναι και μια προσωπική αφιέρωση στα πρόσωπα αυτά των σειρών και στους δημιουργούς τους: από τους σκηνογράφους ώς τους ηθοποιούς τους. Και σε ηθοποιούς που πέρασαν στην ιδιωτική τηλεόραση από το ελεύθερο θέατρο. Και όλα αυτά τα πρόσωπα που έχει τύχει –αυτό είναι πολύ προσωπικό που λέω– να με συντροφεύσουν εμένα στην παιδική μου ηλικία σε πολύ δύσκολες φάσεις της ζωής μου και να μου δώσουν χαρά τραγουδώντας και χορεύοντας μπροστά στην κάμερα, απλώς επειδή ήταν γιορτές.
● Η αλήθεια είναι πως πέρασαν σπουδαίοι ηθοποιοί από σίριαλ τα πρώτα χρόνια της ιδιωτικής τηλεόρασης.
Μιλάμε για μεγαθήρια: η Αννα Παναγιωτοπούλου, η Νένα Μεντή, η Μίνα Αδαμάκη, η Δήμητρα Παπαδοπούλου, ο Μιχάλης Ρέππας και πόσοι ακόμα. Από τη μια είναι όλοι αυτοί και από την άλλη είναι το σινεμά... που ουσιαστικά μας έμαθε πώς να ερωτευόμαστε. Θεωρώ πως ο τρόπος που ερωτευόμαστε είναι πολύ επηρεασμένος από αυτά που έχουμε δει στη μυθοπλασία, στο σινεμά πρωτίστως, κυρίως για τη δική μας γενιά. Αυτό δεν είναι πάντα καλό, φυσικά, γιατί υπάρχουν πράγματα που τώρα θα γίνονταν cancelled. Ομως εμείς τα έχουμε δει αυτά και νομίζω ότι κάπως μας έχουν επηρεάσει και υπάρχουν και μεγαλειώδεις κινηματογραφικές σκηνές μεγάλων ερώτων που επίσης μας έχουν διαμορφώσει και συναισθηματικά. Οπότε υπάρχει και αυτό μέσα στην παράσταση με έναν τρόπο, δηλαδή το πώς η μυθοπλασία έχει επηρεάσει τον τρόπο που ερωτευόμαστε.
● Θεωρείς ότι τα σημερινά 20χρονα ερωτεύονται; Εχω την αίσθηση πως η γενιά Ζ μιλάει πολύ για το σεξ, αγωνίζεται ενάντια στην κακοποίηση, στον βιασμό κ.λπ., αλλά δεν κάνει σεξ...
Η δική μου συνδιαλλαγή με παιδιά κοντά σε αυτή τη γενιά είναι με τους εφήβους που διδάσκω στο Εθνικό. Βέβαια μιλάμε για ένα κομμάτι των εφήβων πολύ συγκεκριμένο, από αστικό περιβάλλον με συγκεκριμένα προνόμια, που έρχονται στο Εθνικό ώστε να διδαχτούν devised θέατρο εν προκειμένω – οπότε εκ των πραγμάτων είναι πολύ περιορισμένη η αντίληψή μου για το θέμα. Αυτό που έχω δει εγώ είναι πως αυτά τα παιδιά ερωτεύονται και ερωτεύονται με τον ίδιο τρόπο όπως κι εμείς· και αν τα σηκώσεις πάνω στη σκηνή και τους πείσεις να αφιερώσουν ένα τραγούδι, θα σου αφιερώσουν πολλά. Υπάρχει δηλαδή μια περιοχή του εαυτού τους που είναι πολύ θερμή, απλώς έχουν και ένα άλλο λεξιλόγιο.
Είναι αλήθεια πως δύσκολα έρχονται σε επαφή πραγματική λόγω των κοινωνικών δικτύων ίσως και των smartphones, ωστόσο πάντα δεν λείπει ένα κομμάτι από το παζλ; Θυμάμαι συγκεκριμένα μία μαθήτρια, τη Μαρία, που είχε ανέβει να κάνει έναν αυτοσχεδιασμό και λέει: «Πιστεύω πολύ στα 16 μου χρόνια!» και έβαλε Χατζιδάκι και αφιέρωνε τραγούδια σε πρόσωπα. Το λέω αυτό γιατί όντως είναι πολύ συγκινητικό να το βλέπεις... Ωστόσο, ό,τι συμβαίνει τώρα, δεν έχει προλάβει ακόμα να περάσει στη συλλογική μνήμη. Δηλαδή, υπάρχουν τα παιδιά που δεν ξέρουν πού να διοχετεύσουν τα συναισθήματά τους και έχουν θυμό, και ούτε αυτόν ξέρουν πού να διοχετεύσουν.
Θεωρείς ότι η δική μας γενιά έχει αφήσει κάποιο ίχνος ή ακόμα ψάχνουμε τα πατήματά μας; Ρωτάω γιατί και οι τρεις παραστάσεις σου, με το «Guest Stars» να είναι το τρίτο και τελευταίο επεισόδιο, έχουν να κάνουν με τον χρόνο και ταυτοτικές έννοιες, όπως το πένθος και ο έρωτας.
Νομίζω ότι είναι λίγο νωρίς να πούμε τι έχει αφήσει η γενιά μας. Βέβαια, δεν υπάρχει γενιά που δεν αφήνει ίχνη, ούτε υπάρχει αποτύπωμα που δεν καταγράφεται στον χρόνο. Εμείς, οι μιλένιαλ, οι σημερινοί σαραντάρηδες δηλαδή, περίπου, γίναμε vintage πολύ νωρίς, ωστόσο είμαστε ακόμη εδώ, είμαστε ενεργοί και είμαστε νέοι. Μπορεί να μην είμαστε 20 χρονώ, αλλά είμαστε νέοι. Οπότε, ακόμα παράγουμε. Το μπέρδεμα γίνεται με το ότι έχουμε πάρα πολλές αναφορές από την παιδική μας ηλικία που έχουν κάπως χαθεί ή αλλάξει. Κάποιες έχουν επανέλθει ως μόδα και όλα αυτά που λέγαμε στο Nostalgia Generation. Πάντως, κάποιο ίχνος θα αφήσουμε κι εμείς, δεν μπορεί. Κάποιες φορές μπορεί να γίνεται overlap, δηλαδή να επηρεάζεται μια γενιά από δύο γενιές πίσω, αλλά ναι, πιστεύω ότι δεν θα προσπεραστούμε τόσο εύκολα.
● Πάντως, μιλώντας για συλλογική μνήμη και για «ίχνη», νομίζω πως το μόνο που δένει τώρα στην Ελλάδα όλες τις γενιές είναι τα Τέμπη και ο αγώνας για δικαιοσύνη, εναντίον της συγκάλυψης.
Ετσι είναι. Είναι μεγάλη η συζήτηση το αν τα πολιτισμικά στοιχεία, όπως η pop κουλτούρα, φτάνουν στο σήμερα και τι αφηγήσεις γεννάει αυτό στις νεότερες γενιές. Ωστόσο ναι, στα Τέμπη – εκεί μιλάμε για μια σύνδεση που μπορεί να ξεφύγει από γενιές και από χρόνους. Θα ήθελα να μην είχε συμβεί ποτέ αυτό το έγκλημα, αλλά τα Τέμπη ένωσαν γενιές και τελείως διαφορετικούς ανθρώπους και από την ίδια γενιά... Ταυτόχρονα, γίνονται πράγματα παγκοσμίως και περνάνε έτσι – όπως τα όσα κάνει ο Τραμπ στις ΗΠΑ, για παράδειγμα. Παρατηρώ, και με στενοχωρεί πολύ αυτό, ότι πράγματα που δεν θα περνούσαν ποτέ «απαρατήρητα» στο παρελθόν, τώρα περνάνε και δεν αγγίζουν – ή έτσι φαίνεται προσώρας έστω. Είναι σαν να έχουμε πάθει ανοσία, σαν να μη φτάνει η πληροφορία καν. Σαν να γίνονται πράγματα –και μάλιστα ακραία και χυδαία πολιτικά και όχι μόνο– και να μη μας αγγίζουν. Και θα σου πω αυτό που με φοβίζει περισσότερο: είναι απελπιστικό να ζεις χωρίς ιδέες. Τρομακτικό είναι. Ζηλεύω σχεδόν τη γενιά των γονιών μου που υπήρχαν οι σύντροφοί σου και όλοι μαζί αγωνίζονταν για κοινές ιδέες και οράματα. Με μία πίστη που είχε γίνει συλλογικό σώμα, παρ’ όλη τη ματαίωση και μετά το ξύλο και άλλο ξύλο και ξανά ματαίωση. Αυτού του τύπου την πίστη δεν νιώθω ότι η δική μου γενιά την έχει σε τέτοιο μέγεθος. Φυσικά υπάρχουν και εξαιρέσεις, αλλά νομίζω ότι το πιο επικίνδυνο πράγμα και το πιο αφόρητο είναι το πώς ζει κανείς: σιγά σιγά αρχίζει και γίνεται πουρές στο κεφάλι σου και το «βάζω νερό στο κρασί μου» γίνεται ένα συνεχές πράγμα το οποίο μετατρέπεται σε ιδεολογική λάσπη. Φυσικά έχει να κάνει και με τον ατομικισμό: ξεχάσαμε το «μαζί». Ολα είναι εσύ, ο ένας: αν έχεις λεφτά και μπορείς, εσύ θα μπεις σε ιδιωτικό νοσοκομείο, εσύ θα έχεις ιδιωτική παιδεία, εσύ θα τα καταφέρεις, θα είσαι άριστος. Αρα μη σε νοιάζουν οι άλλοι. Αυτό σου μεταφέρει ώς μέσα βαθιά στο είναι σου ο καπιταλισμός. Γιατί, μην κοροϊδευόμαστε, αυτός ο μετα-καπιταλισμός στον οποίο ζούμε, με τα κατάλοιπα του κοινωνικού κράτους να ψυχορραγούν κι αυτά, μας απομονώνει. Μόνοι και χωρίς ιδέες τι μπορούμε να κάνουμε; Τίποτα. Γι’ αυτό κι εγώ νιώθω τόσο τυχερή για την ομάδα και όλους τους σταθερούς συνεργάτες με τους οποίους δίνουμε χώρο στον χρόνο που ίσως δεν έχουμε πια... ή έχουμε. Θα δείξει.
♦ «Guest Stars»
Στο Θέατρο «104» (Ευμολπιδών 41, μετρό Κεραμεικός, τηλ. 6951269828). Κάθε Παρ., Σάββ., Κυρ. στις 21.15. Πρεμιέρα: 3 Μαΐου. Εως 1/6. Προπώληση: more.com.
Διάρκεια παράστασης: 180’ (καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης, επιτρέπεται η κατανάλωση ποτού και η είσοδος-έξοδος των θεατών)