Η 20ή Απριλίου ξημέρωσε με την πυρετώδη προετοιμασία των κομμάτων για την επερχόμενη εκλογική αναμέτρηση της 28ης Μαΐου. Θα ήταν οι πρώτες εκλογές μετά το 1964, οι οποίες έμοιαζαν πλέον μακρινές λόγω του πυκνού πολιτικού χρόνου που είχε μεσολαβήσει. Το 1965 η εκλεγμένη κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου εξαναγκάστηκε από το παλάτι σε παραίτηση, υπήρξε πολιτική αναταραχή και μια σειρά κυβερνήσεις ορκίστηκαν χωρίς λαϊκή εντολή.
Ενώ όμως η συντριπτική πλειοψηφία ανέμενε τις εκλογές, μια ισχνή αλλά πανίσχυρη, όπως αποδείχθηκε, μειοψηφία εργαζόταν πάνω στις λεπτομέρειες της πολιτειακής εκτροπής: την επιβολή στρατιωτικής δικτατορίας. Κι έτσι, η 21η Απριλίου ξημέρωσε με την ακύρωση της πολιτικής ζωής και των συνταγματικών δικαιωμάτων. Ξημέρωσε υπό τους ήχους στρατιωτικών εμβατηρίων και τις παραληρηματικές ομιλίες των πραξικοπηματιών.
Το πραξικόπημα επιβλήθηκε με τη βία, την τρομοκρατία αλλά κυρίως τον αιφνιδιασμό. Εξαπολύθηκε ένα καλά οργανωμένο ευρύ πογκρόμ συλλήψεων αριστερών, πολιτικά πρόσωπα τέθηκαν υπό κράτηση και όσοι είχαν φάκελο και δεν πρόλαβαν να διαφύγουν συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν σε χώρους συγκέντρωσης κρατουμένων σε όλη την επικράτεια - και από εκεί οδηγήθηκαν στις εξορίες. Οι συλλήψεις αυτές είχαν τον χαρακτήρα ομηρίας καθώς δεν υπήρχε καμία δικαστική διαδικασία ή ένταλμα σύλληψης. Ομως η αγριότητα των πραξικοπηματιών δεν εξαντλήθηκε στις βίαιες συλλήψεις, αλλά από τις πρώτες ώρες σημειώθηκαν δολοφονίες πολιτών. Οι μέχρι σήμερα αποδεδειγμένες περιπτώσεις είναι οι ακόλουθες.
Βασίλειος Πεσλής
Ο 15χρονος Βασίλειος Πεσλής, κάτοικος Αθηνών, δολοφονήθηκε από λοχία με ευθεία βολή πυροβόλου όπλου περίπου στις 7.10 π.μ. της 21ης Απριλίου 1967, στην πλατεία Αττικής. Μη γνωρίζοντας για το πραξικόπημα, ο Πεσλής ξεκίνησε να πάει να βγάλει εισιτήρια για το ΚΤΕΛ, πριν πάει στην εργασία του. Στους δρόμους υπήρχαν παντού στρατιωτικές δυνάμεις και όταν έφτασε στην πλατεία Αττικής, ένας λοχίας απαγόρευε τη διέλευση του κόσμου, όμως ο Πεσλής προχώρησε και ο λοχίας τον πυροβόλησε στο κεφάλι. Ο θάνατος ήταν ακαριαίος.
Δύο αστυφύλακες τον μετέφεραν στον Σταθμό Πρώτων Βοηθειών και αφού διαπιστώθηκε ο θάνατός του, μεταφέρθηκε στο νεκροτομείο. Η οικογένειά του, μη γνωρίζοντας τι είχε συμβεί, αγωνιούσε για την απουσία του. Λόγω της απαγόρευσης κυκλοφορίας δεν μπόρεσαν να τον αναζητήσουν μέχρι το επόμενο πρωί. Τελικά εντόπισαν το πτώμα του στο νεκροτομείο, καταχωρισμένο ως «αγνώστων στοιχείων». Το τραύμα που έφερε ήταν διαμπερές. Παρέλαβαν τη σορό με τη ρητή εντολή να μην ψάξουν τι είχε συμβεί. Ο πατέρας του ανέφερε πως το νεκροτομείο ήταν γεμάτο πτώματα και σημείωσε πως τα χρήματα που είχε μαζί του ο γιος του δεν βρέθηκαν. Στη ληξιαρχική πράξη θανάτου καταγράφηκε ότι ο θάνατος προήλθε «από τυφλό τραύμα εκ βλήματος πυροβόλου όπλου», ενώ αναγραφόταν λανθασμένη ηλικία.
Μετά την πτώση της δικτατορίας ο πατέρας του Βασίλη Πεσλή κατέθεσε στον εισαγγελέα Τσεβά μήνυση κατ’ αγνώστου αυτουργού, κατά των πρωταιτίων του πραξικοπήματος ως ηθικών αυτουργών και κατά των ιατροδικαστών για το ψευδές πιστοποιητικό θανάτου. Ο φυσικός αυτουργός αναγνωρίστηκε στο πρόσωπο του έφεδρου λοχία –και πλέον αστυνομικού– Λ. Ανδρικόπουλου. Η δίκη ξεκίνησε τον Μάρτιο του 1976, με αμφισβήτηση της γνησιότητας της ιατροδικαστικής έκθεσης του Αγιουτάντη, για την οποία εκκρεμούσε ποινική δίωξη σε βαθμό κακουργήματος. Μάρτυρες περιέγραψαν τη βαναυσότητα των στρατιωτικών που απέφερε τουλάχιστον ακόμη έναν σοβαρό τραυματισμό από πυροβολισμό αλλά και άγριους ξυλοδαρμούς πολιτών.
Ο Ανδρικόπουλος κρίθηκε ένοχος για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως, αλλά «τελεσθείσα σε βρασμό ψυχικής ορμής» για τον θάνατο του Πεσλή και σκοπούμενης σωματικής βλάβης για τον σοβαρό τραυματισμό άλλου προσώπου. Επιβλήθηκε ποινή κάθειρξης οκτώ ετών, κατά συγχώνευση. Ο ιατροδικαστής Αγιουτάντης απαλλάχτηκε λόγω παραγραφής με σαφή όμως αναφορά σε δολίως ψευδή ιατροδικαστική έκθεση∙ εν τούτοις, παραδόξως η πράξη του κρίθηκε μη κακουργηματικού χαρακτήρα. Οι δικτάτορες κρίθηκαν αθώοι – καθώς φαίνεται, τανκς και στρατιωτικοί κυκλοφορούσαν και πυροβολούσαν αυτοβούλως και κατ’ επιδημία την ημέρα εκείνη…
Μαρία Καλαβρού
Η 25χρονη Μαρία Καλαβρού, κάτοικος Αθηνών, με καταγωγή από τη Ζαγορά, δολοφονήθηκε από ριπή πυροβόλου από διερχόμενο τεθωρακισμένο στην οδό Πατησίων, κοντά στον κινηματογράφο «Ράδιο Σίτυ», λίγο μετά τις 4.00 μ.μ. της 21ης Απριλίου και ενώ επέστρεφε σπίτι της μαζί με την αδερφή της. Βλήθηκε στον τράχηλο και παρέμεινε για αρκετή ώρα θανάσιμα τραυματισμένη στο πεζοδρόμιο, με την αδερφή της να αδυνατεί να της προσφέρει βοήθεια. Επειτα από ώρα μεταφέρθηκε με στρατιωτικό αυτοκίνητο στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο όπου οι γιατροί διαπίστωσαν τον θάνατό της.
Σύμφωνα με την ιατρική βεβαίωση, το τραύμα ήταν διαμπερές. Η αδερφή της ανέφερε πως δεν έδωσαν την παραμικρή αφορμή και βάδιζαν γρήγορα προς το σπίτι για να προλάβουν την απαγόρευση κυκλοφορίας. Οπως ανέφερε ο γιατρός Χουρδάκης, «εάν την έφερναν ταχύτατα, η αιμορραγία μπορούσε να σταματήσει με κατάλληλη θεραπευτική αγωγή».
Η οικογένεια Καλαβρού σημείωσε πως μόνο ένας πολίτης, με κίνδυνο της ζωής του, σταμάτησε για να προσφέρει βοήθεια στην αιμόφυρτη κοπέλα. Οπως και στην περίπτωση Πεσλή, δεν υπήρξε ουδεμία αναφορά στον ελληνικό Τύπο, ο θάνατος γνωστοποιήθηκε στο εξωτερικό, με κάποιες παραλλαγές του ονόματος του θύματος. Η δολοφονία της Καλαβρού έγινε ευρύτερα γνωστή μετά την πτώση της χούντας. Μηνύθηκαν ο ίλαρχος Αλμπάνης ως φυσικός αυτουργός, καθώς και η τριανδρία των πραξικοπηματιών για ηθική αυτουργία. Τον Μάρτιο του 1976, ύστερα από μια διόλου τιμητική για τη Δικαιοσύνη δίκη και τον ιατροδικαστή Αγιουτάντη να επαναφέρει τις γνωστές θεωρίες των εποστρακισμένων σφαιρών, ο Αλμπάνης καταδικάστηκε σε πεντέμισι χρόνια φυλάκιση και οι πραξικοπηματίες κρίθηκαν αθώοι. Πόσο φτηνά αποτιμάται μια ανθρώπινη ζωή; Η απάντηση δόθηκε στο Εφετείο, όπου η ποινή του φυσικού αυτουργού μειώθηκε στα τρία χρόνια, με το δικαστήριο να δέχεται πως ο θύτης πυροβόλησε για να προκαλέσει σωματική βλάβη «με αποτέλεσμα η βλάβη να αποβεί θανατηφόρα»!
Βασίλειος Μπεκροδημήτρης
Ο Βασίλειος Μπεκροδημήτρης, 63 ετών, με καταγωγή από τον Πειραιά, διέμενε με την οικογένειά του στη Θεσσαλονίκη, όπου διέθετε εργοστάσιο μαντεμιών. Είχε συμμετάσχει στο ΕΑΜ, αποχώρησε όμως για οικογενειακούς λόγους και δεν είχε ενεργό πολιτική δράση. Το μεσημέρι της 23ης Απριλίου, δυνάμεις της χωροφυλακής πήγαν στο σπίτι της οικογένειας για να συλλάβουν έναν από τους γιους του, δεν τον βρήκαν και έφυγαν, επέστρεψαν όμως δύο ώρες αργότερα και συνέλαβαν τον –ασθενή και κλινήρη εκείνη την ημέρα– Μπεκροδημήτρη.
Τον συνέλαβαν «σαν κοινό δολοφόνο», όπως χαρακτηριστικά ανέφερε η κόρη του Νανώ Μπεκροδημήτρη, παρά τις διαμαρτυρίες της οικογένειας και αδιαφορώντας για την ιατρική γνωμάτευση που τους επιδείχθηκε σχετικά με την καρδιακή του πάθηση. Τον οδήγησαν πεζή στο 12ο Αστυνομικό Τμήμα Χαριλάου. Εκεί τον έκλεισαν, μαζί με τον γιο του που είχε εν τω μεταξύ προσαχθεί και άλλους συλληφθέντες, στον ασφυκτικά μικρό χώρο ενός πλυσταριού. Οι συγκρατούμενοί του διαπίστωσαν πως ο Μπεκροδημήτρης είχε υποστεί ισχυρό καρδιακό επεισόδιο. Χτυπώντας την πόρτα και ζητώντας επίμονα βοήθεια, ειδοποίησαν τους φύλακες, οι οποίοι έσυραν έξω τον ημιθανή Μπεκροδημήτρη.
Λίγο αργότερα άφησαν ελεύθερο τον γιο του, ο οποίος εξιστόρησε στην οικογένεια όσα είχαν συμβεί. Μόλις επιτράπηκε η κυκλοφορία το επόμενο πρωί, η οικογένεια μετέβη στο αστυνομικό τμήμα για να παραδώσει προμήθειες στον κρατούμενο πατέρα, αλλά εκδιώχθηκαν με άσχημο τρόπο. Φεύγοντας, ειδοποιήθηκαν από ιδιοκτήτη παρακείμενου περιπτέρου ότι ασθενοφόρο παρέλαβε κάποιον με φορείο και ύστερα από μεγάλη έρευνα κατάφεραν να τον εντοπίσουν στο νεκροτομείο ως «αγνώστων στοιχείων». Η κηδεία έγινε στο γεμάτο από ασφαλίτες νεκροταφείο της Ευαγγελίστριας και διαπιστώθηκε ότι ο νεκρός δεν έφερε ορατά σημάδια κακοποίησης, αλλά διακρίνονταν ίχνη από ξεραμένο αίμα στις ρυτίδες του. Η υπόθεση γνωστοποιήθηκε μόνο από τον αντιστασιακό Τύπο του εξωτερικού.
Στη δίκη που ακολούθησε το 1975, ο θάνατος αποδόθηκε σε οξεία καρδιακή ανεπάρκεια και κρίθηκε ότι οι εγκαλούμενοι αστυνομικοί δεν είχαν ανάμειξη στη σύλληψη και κράτηση. Από το σκεπτικό της απορριπτικής απόφασης παραλείφθηκε κάθε αναφορά στις συνθήκες κράτησης, στον τρόπο και στην αιτία της παράνομης σύλληψης, στη συμπεριφορά των αρχών προς τον νεκρό και τους οικείους του. Η υπόθεση διαβιβάστηκε προς τις υπεύθυνες για όσα συνέβησαν στρατιωτικές αρχές. Ομως η έρευνα αυτή δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ.
Παναγιώτης Ελής (ή Γιαλής ή Ελλής)
Ο Παναγιώτης Ελής, 46 ετών, κάτοικος Αθηνών με καταγωγή από το Κόσμιο Κομοτηνής, εργαζόταν ως λογιστής και μέτοχος εταιρείας και ήταν ένας από τους χιλιάδες «γνωστούς κομμουνιστές» που συνελήφθησαν άμεσα. Είχε μεγάλο ιστορικό φυλακίσεων, εκτοπισμών, καταναγκαστικών έργων και βασανιστηρίων σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, στον στρατό, σε φυλακές και εξορίες. Μετά την παράνομη σύλληψή του οδηγήθηκε στον Ιππόδρομο Φαλήρου και υπέμεινε τις άθλιες συνθήκες κράτησης μαζί με τους συγκρατούμενούς του. Εκεί, το απόγευμα της 25ης Απριλίου και ενώ επέστρεφε συνοδεία από τα αποχωρητήρια, δολοφονήθηκε με δύο σχεδόν εξ επαφής πυροβολισμούς από τον υπίλαρχο Κώτσαρη, μπροστά σε πολλούς άλλους συγκρατούμενους.
Η κηδεία του Ελή έγινε υπό ασφυκτική παρουσία αστυνομίας και στρατιωτικών, ενώ στον χώρο βρισκόταν και τεθωρακισμένο όχημα. Ο θάνατός του έγινε άμεσα γνωστός στο εξωτερικό. Η δίκη για τη δολοφονία του έγινε το 1975. Ο Κώτσαρης υποστήριξε ότι ο Ελής προσπάθησε να τρέξει παρεκκλίνοντας της πορείας του, κάτι που διαψεύστηκε από τους αυτόπτες μάρτυρες. Σύμφωνα με άλλες πηγές, ο Κώτσαρης θεώρησε ότι ο Ελής καθυστερούσε στο περπάτημα, τον χτύπησε με το όπλο και τον πυροβόλησε εξ επαφής. Ο θύτης καταδικάστηκε σε κάθειρξη 8 ετών, η οποία στο Αναθεωρητικό Στρατοδικείο μειώθηκε σε 6.
Αλλες περιπτώσεις
Πριν ακόμα περάσει μήνας από το πραξικόπημα, στις 9 Μαΐου ο 60χρονος Βασίλης Ράμμος, όμηρος της χούντας, βρέθηκε νεκρός από χτυπήματα, σε δωμάτιο νοσοκομείου της Πάτρας όπου νοσηλευόταν φρουρούμενος.
Στις 21 Μαΐου, ο 37χρονος λοχαγός Διογένης Γούλας βρέθηκε νεκρός στο σπίτι του – η υπόθεσή του εντάχθηκε στις μηνύσεις «κατ’ αγνώστων αυτουργών» της αγωνίστριας δικηγόρου Φιλάνθης Ψυρρή στη Μεταπολίτευση. Ακόμη δύο στρατιωτικοί βρέθηκαν νεκροί σε σύντομο χρονικό διάστημα, κάτω από περίεργες συνθήκες: ο 33χρονος λοχαγός Ελευθέριος Δράκος στις 13 Ιουνίου, σε ένα –τουλάχιστον– αμφισβητούμενο τροχαίο έξω από τη μονάδα όπου υπηρετούσε στην Πάχη Μεγάρων και ο 27χρονος υπολοχαγός Δημήτριος Καλύβας στις 6 Ιουλίου, σε μια «ύποπτη» άσκηση με πραγματικά πυρά στη Μάνδρα Αττικής.
Ο 67χρονος όμηρος της χούντας Κώστας Τσαρπαλής βασανίστηκε άγρια τη Μεγάλη Παρασκευή στην Ασφάλεια Πειραιά, για να αποβιώσει λίγες εβδομάδες αργότερα, ενώ, σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες φήμες, ένας πολίτης με το όνομα Γιώργος Λαδάς δολοφονήθηκε από πυρά αστυνομικών στο κέντρο της Αθήνας στις 5 Μαΐου. Οι συνθήκες θανάτου του ψυχιάτρου Χατζηδήμου την 1η Μαΐου κρίθηκαν από πολλούς ύποπτες.
Τέλος, δεν πρέπει να ξεχνάμε τη στυγερή δολοφονία από το χουντικό καθεστώς του γνωστού από την –πρόσφατη τότε– δίκη για την υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ, δικηγόρου Νικηφόρου Μανδηλαρά, ο οποίος, όντας στοχοποιημένος, προσπάθησε να διαφύγει στο εξωτερικό και βρέθηκε δολοφονημένος στις 21 Μαΐου σε παραλία της Ρόδου∙ για την περίπτωση Μανδηλαρά πολλά έχουν γραφτεί και είναι αδύνατο να καλυφθούν επαρκώς σε λίγες γραμμές.
Επιπλέον, υπάρχουν μαρτυρίες για άλλες ανώνυμες έως σήμερα περιπτώσεις που καταγράφηκαν στη βιβλιογραφία. Επίσης, το 1975, από το βήμα της Βουλής ο υπουργός Εθνικής Αμυνας Ευάγγελος Αβέρωφ, σε απάντησή του σε σχετικό ερώτημα, ανέφερε τον θάνατο επτά στρατιωτικών από τη μέρα του πραξικοπήματος έως τις 8 Μαΐου. Ολα αυτά όμως έμειναν ανώνυμα, χωρίς να διευκρινιστούν ή να διερευνηθούν τα ανά περίπτωση όρια μεταξύ μύθου και αλήθειας.
Οι δολοφονίες, οι θάνατοι συνεπεία αντιδικτατορικής δράσης αλλά και οι «ύποπτοι» θάνατοι δεν σταμάτησαν εκεί∙ συνεχίστηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια της χούντας και πάντα θα αποτελούν την τραγική, αλλά και κατάλληλη, απάντηση κάθε σκεπτόμενου πολίτη απέναντι στους ανιστόρητους «αναθεωρητές-απολογητές» της πολιτειακής εκτροπής. Δυστυχώς, αποτελούν παράλληλα και ένα χρέος τιμής που σπανίως φρόντισε να ξεπληρώσει η ελληνική πολιτεία.
*Eρευνητής και συγγραφέας του βιβλίου «Θάνατοι στη χούντα» (εκδόσεις Τόπος, 2024), το οποίο καταγράφει όλες τις υπόλοιπες υποθέσεις δολοφονιών και ύποπτων θανάτων της χούντας. Οι φωτογραφίες προέρχονται από το βιβλίο