Ισως το μεγαλύτερο εμπόδιο στη δημοσιοποίηση της επιστημονικής γνωστικής περιπέτειας να είναι η ίδια η νεωτερική και δήθεν δημοκρατική πρακτική της «επιστημονικής εκλαΐκευσης»· δηλαδή, η αφ’ υψηλού ανιστόρητη και επιλεκτική μεταφορά πληροφοριών από τους λίγους (που γνωρίζουν) στους πολλούς (που αγνοούν). Μία εμφανώς κοντόφθαλμη –αλλά σχεδόν καθολική– γνωστική πρακτική που ευθύνεται τόσο για τις πρωτοφανείς μορφές επιστημονικού αναλφαβητισμού όσο και για τις νέες, ιδιαίτερα επικίνδυνες μορφές κοινωνικού αποκλεισμού.
Σχεδόν όλοι οι ιστορικοί της επιστήμης συμφωνούν ότι η πραγματοποίηση της Μεγάλης Επιστημονικής Επανάστασης, κατά τους Νέους Χρόνους, έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην υπέρβαση των μεσαιωνικών θεολογικών και ερμητικών κοσμοαντιλήψεων. Ωστόσο, μεταξύ των ιστορικών υπάρχει μεγάλη ασυμφωνία για το πότε και το πώς ξεκίνησε αυτή η όντως μεγαλειώδης πνευματική μεταβολή.
Πράγματι, τις τελευταίες δεκαετίες έχουν πληθύνει οι ιστορικές μελέτες που τοποθετούν τις απαρχές της νεότερης επιστήμης στον ύστερο Μεσαίωνα (μεταξύ 1500 και 1600 ή και νωρίτερα). Σε μια τόσο παρατεταμένη και ταραγμένη ιστορική εποχή διαμόρφωσης της νέας φυσικής φιλοσοφίας, είναι εξαιρετικά δύσκολο να διαχωρίσει κανείς με σαφήνεια τα καινοφανή επιστημονικά στοιχεία από τις μαγικές - μυθολογικές καταβολές τους, να διακρίνει δηλαδή τις μεταφυσικές προκαταλήψεις και τα θεολογικά κίνητρα των πρωταγωνιστών της Επιστημονικής Επανάστασης.
Για παράδειγμα, ο Ιωάννης Κέπλερ, εκτός από θεμελιωτής της νεότερης αστρονομίας, ήταν αμετανόητος αστρολόγος, γιος μιας διάσημης μάγισσας την οποία προσπάθησε να σώσει από την πυρά, όταν αυτή καταδικάστηκε από τους θεοσεβούμενους αλλά φανατικούς συμπατριώτες της. Και η περίφημη διαμάχη του Γαλιλαίου με την Καθολική Εκκλησία δεν αφορούσε τόσο την αποδοχή της «πραγματικότητας» των νέων αστρονομικών δεδομένων όσο τη θεολογική - μεταφυσική ερμηνεία τους. Επίσης, θεωρείται πλέον επαρκώς επιβεβαιωμένο ότι ακόμα και ο Νεύτωνας, εκτός από αδιαμφισβήτητος πρωταγωνιστής και θεμελιωτής της νεωτερικής Φυσικής, ήταν, ταυτοχρόνως, πεφωτισμένος αλχημιστής και θεοσοφιστής, δηλαδή ένας παθιασμένος ερευνητής των πιο σκοταδιστικών και ερμητικών μορφών γνώσης, ώστε δικαιολογημένα ο συμπατριώτης του λόρδος Κέινς τον περιέγραφε ως τον «τελευταίο των μάγων».
Οι σκοτεινές καταβολές της επιστημονικής σκέψης
Κι ας μη σκεφτεί κανείς ότι αυτά τα επιφανή παραδείγματα αρμονικής συμβίωσης του υπερφυσικού με το φυσικό αποτελούσαν την εξαίρεση. Αντίθετα, εκείνη τη «σκοτεινή» εποχή η αποδοχή της φυσικής μαγείας αποτελούσε τον κανόνα: στη σκέψη των περισσότερων πρωτεργατών της νεωτερικής επιστήμης μπορούσαν να συνυπάρχουν, λίγο-πολύ αρμονικά, οι πιο ριζοσπαστικές επιστημονικές αντιλήψεις με τις πιο σκοτεινές ερμητικές δοξασίες και θρησκευτικές δεισιδαιμονίες!
«Οι επαναστάσεις έχουν ακριβώς αυτό το χαρακτηριστικό: όχι μόνο στρέφονται προς το μέλλον και δίνουν ζωή σε κάτι πρωτόφαντο, αλλά κατασκευάζουν και ένα φανταστικό παρελθόν», όπως γράφει χαρακτηριστικά ο κορυφαίος Ιταλός ιστορικός της επιστήμης Paolo Rossi στο βιβλίο του «Η γένεση της σύγχρονης επιστήμης στην Ευρώπη» (εκδ. Ελληνικά Γράμματα).
Εξάλλου, η εικόνα του Μεσαίωνα ως μιας σκοτεινής εποχής κοινωνικής και πνευματικής βαρβαρότητας δεν είναι παρά μια επινόηση του Διαφωτισμού, δηλαδή ένα πολύ μεταγενέστερο νεωτερικό μύθευμα. Πράγματι, όπως επιβεβαιώνεται από τις πιο πρόσφατες και συστηματικές ιστορικές έρευνες, πρόκειται για μια νεωτερική προπαγάνδα που την επινόησαν οι ουμανιστές και οι διαφωτιστές για να προβάλλουν την αναγκαιότητα της τότε «νέας», και όχι επαρκώς νομιμοποιημένης, επιστημονικής επανάστασης.
Και ως νεωτερική προπαγάνδα, φρόντισε να αποκρύψει συστηματικά το γεγονός ότι η αναδυόμενη πειραματική και εμπειρική κοσμοαντίληψη της νέας Δυτικής επιστήμης δεν προέκυψε εκ του μηδενός, αλλά οφείλει πολλά στις κακόφημες «ερμητικές επιστήμες» (μαγεία, αλχημεία, αστρολογία, βοτανολογία). Κάτι που, σήμερα, θεωρείται αυτονόητο και κοινό μυστικό μεταξύ των ιστορικών της Επιστήμης.
Αν, μάλιστα, αναλογιστεί κανείς ότι ο απώτερος και ρητά διακηρυγμένος στόχος όλων αυτών των «απόκρυφων» πρακτικών ήταν να θέσουν τις δυνάμεις της φύσης υπό την εξουσία του ανθρώπου, τότε οι πρόδρομοι της νέας τεχνοεπιστήμης θα πρέπει να αναζητηθούν σε αυτές τις υποτίθεται «μαγικές» πρακτικές. Χωρίς αυτό να σημαίνει, βέβαια, ότι η νεωτερική τεχνοεπιστήμη ήταν υποχρεωμένη να αποδεχτεί και τις υπερφυσικές «εξηγήσεις» που νομιμοποιούσαν αυτές τις πρακτικές.
Πώς εξηγείται, λοιπόν, το ενοχλητικό γεγονός ότι, παρά τις εντυπωσιακές ανατροπές που επέφερε η ανάπτυξη της επιστημονικής σκέψης –από τον 17ο αιώνα μέχρι σήμερα– οι υπερφυσικές-αντιεπιστημονικές ερμηνείες εξακολουθούν να γοητεύουν και να παραπλανούν τη σκέψη τόσο πολλών ανθρώπων; Η απάντηση δεν είναι καθόλου απλή, διότι πιθανότατα σχετίζεται με τη βαθύτερη ανάγκη του ανθρώπινου νου για διαχρονικές «αλήθειες», δηλαδή για «αναμφισβήτητες» βεβαιότητες. Πάντως, ακόμα και σήμερα, η πλειονότητα των ανθρώπων –ακόμα και διαπρεπείς επιστήμονες!– δεν μπορεί να αποδεχτεί την ιδέα μιας προσωρινής, γνωστικά αβέβαιης και εγγενώς διαψεύσιμης επιστημονικής «αλήθειας».
Πάντως, μέχρι τον 17ο αιώνα, η κυρίαρχη αστροφυσική άποψη για το σύμπαν εξακολουθούσε να βασίζεται στο γεωκεντρικό πτολεμαϊκό σύστημα που βασιζόταν στην κοσμολογία του Αριστοτέλη. Σύμφωνα με το οποίο η Γη βρισκόταν στο κέντρο του σύμπαντος, η Σελήνη ήταν μια τέλεια σφαίρα, οι πλανήτες ήταν ουράνιες σφαίρες που διέγραφαν τέλειους κύκλους γύρω από τη Γη, ένας μεγάλος πλανήτης όπως ο Κρόνος ήταν απίθανο να έχει δορυφόρους, η Αφροδίτη δεν είχε φάσεις, ενώ ο Ηλιος ήταν ένα τέλειο σώμα χωρίς τις ατέλειες που δημιουργούν οι κηλίδες, και ο ορατός γαλαξίας ήταν μόνο ένα είδος νεφελώματος.
Ολα αυτά θα αρχίσουν να καταρρέουν όταν, το 1543, ο Κοπέρνικος θα προτείνει στο έργο του «De Revolutionibus» ένα ηλιοκεντρικό μοντέλο του σύμπαντος, ενώ, λίγα χρόνια αργότερα, ο Tycho Brahe θα προτείνει ένα πολύ διαφορετικό μοντέλο για το πλανητικό σύστημα, στο οποίο η Γη εξακολουθούσε να βρίσκεται στο κέντρο, ο Ηλιος περιστρεφόταν γύρω από τη Γη και όλοι οι άλλοι πλανήτες γύρω από τον Ηλιο. Σε αντίθεση με το πτολεμαϊκό σύστημα, τόσο το κοπερνίκειο σύστημα όσο και εκείνο του Μπράχε μπορούσαν να προβλέψουν τις φάσεις της Αφροδίτης.
Το δίλημμα του Γαλιλαίου μεταξύ επιστήμης - εξουσίας
Ο Γαλιλαίος ήταν ο πρώτος που τελειοποίησε και χρησιμοποίησε συστηματικά το τηλεσκόπιο ως αστρονομικό όργανο. Το 1609, μέσω των τηλεσκοπικών παρατηρήσεων του ουράνιου θόλου, ο Γαλιλαίος έκανε μια σειρά από σημαντικές αστρονομικές παρατηρήσεις που επιβεβαίωναν την Ηλιοκεντρική θεωρία: την αιρετική κοσμολογική εικασία ότι η Γη κινείται γύρω από τον Ηλιο, που την είχε διατυπώσει πριν από 66 χρόνια ο Πολωνός μαθηματικός και αστρονόμοςΝικόλαος Κοπέρνικος.
Αστρονομικές ανακαλύψεις που τις παρουσίασε δημόσια, το 1610, στο περίφημο βιβλίο του με τίτλο «Sidereus Nuncius» (Αστρικός Αγγελιοφόρος). Σε αυτή την αστρονομική πραγματεία, ο Γαλιλαίος παρουσιάζει μία σειρά από σημαντικές ανακαλύψεις, όπως την ύπαρξη αστεριών που δεν είναι ορατά χωρίς τηλεσκόπιο, και τα οποία αποδεικνύουν ότι το σύμπαν πρέπει να είναι πολύ ευρύτερο από ό,τι υποστήριζαν το Πτολεμαϊκό και το Αριστοτελικό σύστημα. Επίσης, διαπίστωσε ότι η επιφάνεια της Σελήνης δεν είναι λεία και τέλεια, γεγονός που αμφισβητούσε τη δοξασία του Αριστοτέλη περί των τέλειων ουράνιων σφαιρών.
Ομως, η πιο ανατρεπτική ανακάλυψη του Γαλιλαίου ήταν οι τέσσερις δορυφόροι του πλανήτη Δία, γεγονός που εξηγείται μόνο από την ηλιοκεντρική θεωρία του Κοπέρνικου. Αν, όπως φαίνεται, οι δορυφόροι του Δία κινούνται γύρω από αυτόν, και ο Δίας κινείται γύρω από τον Ηλιο, τότε μπορεί κανείς να υποθέσει ότι και ο πλανήτης Γη με τον δορυφόρο της, τη Σελήνη, μπορούν κάλλιστα να περιστρέφονται γύρω από τον Ηλιο. Αυτά τα νέα παρατηρησιακά δεδομένα, καθώς και οι μεταγενέστερες τηλεσκοπικές παρατηρήσεις του, οδήγησαν τον Γαλιλαίο στην «αιρετική» ηλιοκεντρική θεωρία. Η οποία, ωστόσο, θα πρέπει να γίνει αποδεκτή τόσο από την επίσημη επιστημονική κοινότητα όσο και από τη καθολική θρησκεία, αν αυτοί οι θεσμοί εξουσίας επιθυμούν να διατηρήσουν την αυθεντία τους!
Περίπου την ίδια εποχή, ο Γιοχάνες Κέπλερ οδηγήθηκε σε ανάλογα επιστημονικά συμπεράσματα, τα οποία δημοσίευσε στην «Επιτομή», ένα άλλο περίφημο αστρονομικό βιβλίο, όπου παρουσιάζονται συστηματικά οι τρεις νόμοι του Κέπλερ. Σύμφωνα με τον πρώτο νόμο: η τροχιά των πλανητών είναι ελλειπτική με τον Ηλιο να βρίσκεται στη μία εστία της έλλειψης. Ο δεύτερος νόμος προβλέπει ότι η ακτίνα που ενώνει τον Ηλιο και τον κάθε πλανήτη διαγράφει σε ίσους χρόνους ίσα εμβαδά. Και ο τρίτος νόμος, ότι το τετράγωνο της περιόδου περιφοράς του κάθε πλανήτη είναι ανάλογο με τον κύβο του μήκους του μεγάλου ημιάξονα της έλλειψης που διαγράφει.
Οι μέχρι σήμερα αποδεκτοί αστρονομικοί νόμοι του Κέπλερ περιγράφουν με εντυπωσιακή ακρίβεια τη δυναμική των πλανητικών κινήσεων: τόσο η Γη όσο και όλοι οι πλανήτες κινούνται όχι σε κυκλικές, αλλά σε ελλειπτικές τροχιές γύρω από τον Ηλιο. Παρ’ όλα αυτά, το 1620, η επιτροπή λογοκρισίας της Ιεράς Εξέτασης απαγόρευσε ομόφωνα την κυκλοφορία της «Επιτομής».
Το ενδιαφέρον είναι ότι μέλος αυτής της επιτροπής λογοκρισίας της Ιεράς Εξέτασης ήταν και ο καρδινάλιος Μαφέο Μπαρμπερίνι, ένας ιδιαίτερα μορφωμένος κληρικός και προστάτης του Γαλιλαίου. Ο καρδινάλιος Μπαρμπερίνι είχε υποστηρίξει δημόσια τον Γαλιλαίο, μάλιστα είχε συνθέσει και ένα ποίημα που επαινούσε τις πνευματικές αρετές του Γαλιλαίου! Τρία χρόνια μετά, το 1623, ο καρδινάλιος-ιεροεξεταστής Μαφέο Μπαρμπερίνι θα γίνει ο νέος Πάπας Ουρβανός Η’ και θα παίξει αποφασιστικό ρόλο στη ζωή και τη δίκη του Γαλιλαίου.
Ομως, για τη δίκη Γαλιλαίου, δηλαδή για τις περίπλοκες σχέσεις της επιστημονικής γνώσης και έρευνας με την κυρίαρχη, τότε, θρησκευτική - πολιτική εξουσία θα πούμε περισσότερα στο επόμενο άρθρο με τη βοήθεια του κορυφαίου Ελληνα ιστορικού της επιστήμης Κώστα Γαβρόγλου. Το νέο βιβλίο του οποίου μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΠΕΚ και εστιάζει ακριβώς στις επιστημονικές, θεολογικές και κοινωνικές διαστάσεις της δίκης του Γαλιλαίου.
┈┈┈┈┈┈┈┈┈┈
Ο Γαλιλαίος (Galileo Galilei) γεννήθηκε στην Πίζα της Ιταλίας στις 15 Φεβρουαρίου 1564. Εκανε τις βασικές σπουδές του στη Λογοτεχνία και τη Λογική στο μοναστήρι Βολομπρόζα, κοντά στη Φλωρεντία. Στη συνέχεια γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή της Πίζας, αλλά δεν ολοκλήρωσε ποτέ τις σπουδές του, επιλέγοντας να αφοσιωθεί στη μελέτη των φυσικομαθηματικών σπουδών, υπό την καθοδήγηση του Οστίλιο Ρίτσι.
Σε ηλικία 18 ετών, ενώ βρισκόταν στη Μητρόπολη της Πίζας, παρατήρησε τυχαία τις αιωρήσεις ενός πολυελαίου, έτσι διαπίστωσε ότι «οι μικρές αιωρήσεις είναι ισόχρονες». Οι αξιοσημείωτες εφευρέσεις του, όπως ο υδροστατικός ζυγός για τον καθορισμό του ακριβούς βάρους των σωμάτων, του εξασφάλισαν τον διορισμό του ως καθηγητή μαθηματικών στο Πανεπιστήμιο της Πίζας, όπου δίδαξε τρία χρόνια. Το 1592 μεταπήδησε στο Πανεπιστήμιο της Πάδουας, όπου δίδαξε επί 18 χρόνια. Εγκατέλειψε αυτή την έδρα, όταν κλήθηκε στη Φλωρεντία για να καλύψει τη θέση του «Πρώτου» μαθηματικού και φιλόσοφου στην Αυλή των Μεδίκων.
Καταδικασμένος για αίρεση από την Καθολική Εκκλησία, το 1633, εξορίστηκε στην ιδιωτική βίλα του στο Arcetri, όπου έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του και πέθανε, στις 8-1-1642, σε ηλικία 77 ετών.