P.F. Caliari - G. Allegretti | Piranesi Prix de Rome et d’Athènes - Progetti per l’Acropoli di Atene | Σελ. 507, εικονογραφημένο | Accademia Adrianea Edizioni, 2024
Το ζήτημα δεν είναι τόσο θέμα τεχνικών δεξιοτήτων ή φαντασιακής ικανότητας, καθώς οι παλιοί με τις άλλοτε δυνατότητες και το μεγάλο ταλέντο μπορούσαν να αποδώσουν την αίγλη των μνημείων με πειστική τελειότητα αναπαράστασης, κάποτε τολμηρά καινοτόμου σε επιστημονικό επίπεδο. Ηταν ερευνητές και καλλιτέχνες συνάμα, κάτι που δεν μπορεί σήμερα να ισχύσει καθώς στη μελέτη των μνημείων ασχολούνται διάφορες επιμέρους επιστημονικές ειδικότητες, οπότε δεν έχει μείνει τίποτε να βρουν οι σύγχρονοι αρχιτέκτονες
Δεν βλέπουμε συχνά τόσο φροντισμένες εκδόσεις στην περιοχή των τέλεια επεξεργασμένων λευκωμάτων όπως αυτή εδώ. Κι όταν ποτέ πέσει κάποια στα χέρια μας, παρασυρόμαστε από τη γοητεία της και την απολαμβάνουμε. Και αν επιπλέον, το θέμα τους είναι ικανό να διεγείρει τη φαντασία, όπως συμβαίνει με αυτόν τον τόμο, τότε καταργούνται οι όποιες αντιστάσεις μας για τα όρια της επινόησης και τις τυχόν αυθαιρεσίες απέναντι στην πραγματικότητα.
Το εγχείρημα, δηλαδή η ιδέα προκήρυξης διεθνούς διαγωνισμού ανάμεσα σε εκπαιδευτικά ιδρύματα και επαγγελματικά γραφεία, με τίτλο Piranesi Prix de Rome, ξεκίνησε το 2003 με ιδρυτικό μέλος τον καθηγητή Caliari του Politecnico di Torino (DAD), καταλήγοντας μάλιστα ώς τώρα σε 22 εκδόσεις. Ο ίδιος μετέχει ως πρόεδρος στην Academia Adrianea di Architettura e Archeologia Onlus, υπεύθυνο φορέα της έκδοσης, με εκπαιδευτικές δραστηριότητες συνδεμένες με την UNESCO, για προγράμματα σχετικά με την αρχαιολογική κληρονομιά. Ας προσθέσουμε, ως ενδεικτικό του εύρους των ενδιαφερόντων του, πως ο τόσο δραστήριος καθηγητής Caliari έχει επιπλέον εκδώσει και τρία μυθιστορήματα. Ανάλογα είναι και τα προσόντα της νεότερης ερευνήτριας, και συν-επιμελήτριας του τόμου, G. Allegretti που εργάζεται στο Politecnico de Milano.
Για να αποκτήσει ο αναγνώστης στοιχειώδη γνώση των περιεχομένων του βιβλίου, ας σημειωθεί ότι η δομή του βασίζεται σε ένα συγκριτικά μικρό εισαγωγικό τμήμα με 12 άρθρα ειδικών πάνω στο θέμα της Ακρόπολης (96 σελ.) το οποίο συνοδεύεται από το εκτενέστερο (400 σελ.) κύριο θέμα, των προτάσεων που υποβλήθηκαν από 24 ομάδες. Ανάμεσά τους συγκαταλέγονται οι διακρίσεις (τρία ίσα πρώτα βραβεία, τρεις ίσες ειδικές μνείες και δύο ίσες πρόσθετες αναφορές). Βέβαια, το πρώτο ίσο βραβείο απονεμήθηκε στο Πανεπιστήμιο Στουτγάρδης σε συνεργασία με το γραφείο (Γερμανίας) David Chipperfield Architects, γνωστό στο ελληνικό κοινό από τη βραβευμένη πρόταση επέκτασης του Αρχαιολογικού Μουσείου Αθηνών. Αλλά αξίζει να αναφερθούν και τα άλλα δύο: του Politecnico di Milano μαζί με ένα ισπανικό γραφείο (T.G. Saderra) και του Politecnico di Torino.
Δηλωμένος στόχος του διαγωνισμού, σύμφωνα με την προκήρυξη, ήταν η επανασύνδεση των διάσπαρτων στοιχείων της Ακρόπολης, ακολουθώντας το πνεύμα του Πικιώνη και των έργων Ενοποίησης των Αρχαιολογικών Χώρων. Οπότε δουλεύοντας με διαφορετικά στρώματα Ιστορίας, σε επιλεγμένες ζώνες ποικίλης έκτασης, οι προτάσεις αντιμετώπιζαν το τοπίο, τη χτισμένη πόλη και τα μνημεία ως σύνολο.
Στο δικό του εκτενές άρθρο ο Caliari παραθέτει άφθονο εικονογραφικό υλικό από τα περίφημα σχέδια αρχαιολογικής έρευνας και αποκατάστασης μνημείων της Ακρόπολης του 19ου αιώνα, που υπέβαλαν οι βραβευμένοι τότε σε διαγωνισμό σπουδαστές της γαλλικής σχολής Beaux Arts, κερδίζοντας έτσι περιζήτητες υποτροφίες. Προφανώς, θέλοντας ο Caliari να δείξει τη συνέχεια των σύγχρονων προτάσεων με τις παλιότερες, πετυχαίνει κάτι ίσως απρόσμενο: μια αντιπαράθεση μεταξύ τους σε απόσταση δύο αιώνων, που ίσως καταλήγει σε αμφισβήτηση της αξίας των σημερινών, τόσο προηγμένων μεθόδων αναπαράστασης που διαθέτουν τώρα οι αρχιτέκτονες.
Το ζήτημα δεν είναι τόσο θέμα τεχνικών δεξιοτήτων ή φαντασιακής ικανότητας, καθώς οι παλιοί με τις άλλοτε δυνατότητες και το μεγάλο ταλέντο μπορούσαν να αποδώσουν την αίγλη των μνημείων με πειστική τελειότητα αναπαράστασης, κάποτε τολμηρά καινοτόμου σε επιστημονικό επίπεδο. Ηταν ερευνητές και καλλιτέχνες συνάμα, κάτι που δεν μπορεί σήμερα να ισχύσει καθώς στη μελέτη των μνημείων ασχολούνται διάφορες επιμέρους επιστημονικές ειδικότητες, οπότε δεν έχει μείνει τίποτε να βρουν οι σύγχρονοι αρχιτέκτονες.
Καθώς λοιπόν έχουν τόσο ριζικά αλλάξει οι συνθήκες, μοιραίο είναι συγκριτικά οι σύγχρονοι διαγωνιζόμενοι να ασκούνται συχνά περισσότερο σε δοκιμές επιδεικτικού εντυπωσιασμού παρά σε ουσιαστική αναζήτηση της (χαμένης) ενότητας της Ακρόπολης – το υποτιθέμενο ζητούμενο. Με αυτή τη λογική, επιχειρούν επεμβάσεις που έχουν ελάχιστη σχέση με τον συγκεκριμένο τόπο, τα φυσικά του χαρακτηριστικά και τα ίχνη της καταγραμμένης πάνω του Ιστορίας. Αυτό μπορεί να φαίνεται εξοργιστικό, ακόμα και ιερόσυλο, σε όσους έχουν αφοσιωθεί στην έρευνα των ανυπέρβλητων αυτών μνημείων, όμως δεν παύουν να είναι «ασκήσεις ύφους», κάτι απαραίτητο στη σύγχρονη παιδεία του αρχιτέκτονα. Ιδίως εκείνου που σήμερα εξειδικεύεται σε κατευθύνσεις συντήρησης και αποκατάστασης μνημείων, έχοντας πλήρη συναίσθηση πως αυτά αποτελούν κύρια συστατικά του πολιτισμικού μας περιβάλλοντος.