Μπορούμε να μαθαίνουμε χωρίς να ξέρουμε;

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Φωτογραφία αρχείου από συλλαλητήριο εκπαιδευτικών για τη σωτηρία των Δημοσίων Σχολείων, τα οποία με πολιτικές όπως αυτές του Κυριάκου Πιερρακάκη δεν έχουν καμία ελπίδα | EUROKINISSI/ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ

Από τη Γενική Μόρφωση στην «εκπαίδευση κατάρτισης»

Η εκπαιδευτική πολιτική της τελευταίας δεκαπενταετίας στην Ελλάδα, προσπαθώντας να εναρμονιστεί με τις επιταγές της Ευρωπαϊκής Ενωσης, μετατρέπει το σχολείο της σφαιρικής γνώσης σε σχολείο της δεξιότητας. ● Οι «μεταρρυθμίσεις» της αποδόμησης άρχισαν στα πρώτα μνημονιακά χρόνια, όταν στην κεφαλή του υπουργείου Παιδείας βρισκόταν η Αννα Διαμαντοπούλου, και κορυφώθηκαν επί των ημερών του Κυριάκου Πιερρακάκη.

Η ελληνική εκπαιδευτική πολιτική των τελευταίων δεκαπέντε ετών χαρακτηρίζεται από μια σταδιακή αλλά επίμονη στροφή: από το σχολείο της σφαιρικής γνώσης προς το σχολείο της δεξιότητας. Η αλλαγή αυτή παρουσιάζεται ως αναγκαία «μεταρρύθμιση» προσαρμοσμένη στις απαιτήσεις του 21ου αιώνα, όμως για πολλούς παιδαγωγούς και ακαδημαϊκούς πρόκειται περισσότερο για μια αποδόμηση της ουσίας της μόρφωσης.

Η δεξιότητα αυτή, που έχει αναχθεί σε θεμέλιο λίθο της σύγχρονης εκπαιδευτικής πολιτικής σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ενωσης, αποσκοπεί –θεωρητικά– στην ενίσχυση της αυτονομίας του μαθητή. Ομως, τι συμβαίνει όταν αυτή η μεθοδολογική προσέγγιση αποσυνδέεται από το περιεχόμενο, την επιστημονική γνώση και τη βαθύτερη κατανόηση;

Η αρχή της στροφής προς τις δεξιότητες τοποθετείται πολιτικά στην υπουργική θητεία της Αννας Διαμαντοπούλου (2010-2012), εν μέσω της δημοσιονομικής κρίσης και υπό την ασφυκτική επιτήρηση των ευρωπαϊκών θεσμών. Σε εκείνη την περίοδο καταγράφεται η πρώτη συστηματική ενσωμάτωση των αρχών του ΟΟΣΑ στις ελληνικές μεταρρυθμίσεις, με στόχο τη δημιουργία «απασχολήσιμου ανθρώπινου δυναμικού». Η εκπαιδευτική πολιτική άρχισε να μετατοπίζεται από την εγκύκλια μόρφωση σε προγράμματα που υπηρετούν ευθέως τις ανάγκες της αγοράς εργασίας. Τα «εργαστήρια δεξιοτήτων» θεσμοθετήθηκαν αρχικά ως πιλοτικά, ενώ σταδιακά απέκτησαν κεντρική θέση στο ωρολόγιο πρόγραμμα, κυρίως στην πρωτοβάθμια και κατώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.

Η συνέχεια δόθηκε από μεταγενέστερους υπουργούς, με αποκορύφωμα τα έργα και τις ημέρες του προηγούμενου υπουργού Κυριάκου Πιερρακάκη, ο οποίος ενσωμάτωσε την τεχνοκρατική ορολογία της Ε.Ε. και του ΟΟΣΑ στην καθημερινή του ρητορική. Στο πλαίσιο του CNN Insights (Απρίλιος 2025), ο υπουργός δήλωνε χαρακτηριστικά: «Εκσυγχρονίζουμε διαρκώς τα προγράμματα απόκτησης και ανάπτυξης δεξιοτήτων. Επαναπροσανατολίζουμε τη σχολική εκπαίδευση με στόχο τα παιδιά μας “να μάθουν να μαθαίνουν”».

Ελιξίριο ή κενό αφήγημα;

Η ικανότητα του «learning to learn» προβλήθηκε ως αντίδοτο στην «παπαγαλία» και την «αποστήθιση», που πράγματι χαρακτηρίζουν διαχρονικά την ελληνική εκπαιδευτική κουλτούρα. Ωστόσο, η μετάβαση στην κυριαρχία της δεξιότητας έναντι της γνώσης εγκυμονεί κινδύνους. Η μεθοδολογική ευελιξία και η αυτορρυθμιζόμενη μάθηση δεν μπορούν να υπάρξουν στο κενό. Χωρίς σαφές γνωστικό περιεχόμενο, η δεξιότητα κινδυνεύει να καταστεί μία διαδικασία χωρίς αντικείμενο – δηλαδή ένα πλαίσιο όπου ο μαθητής διδάσκεται πώς να μαθαίνει, αλλά δεν γνωρίζει τελικά τι να μάθει και γιατί. Μιλάμε για μια χαρακτηριστική αντίφαση: στο όνομα της «μάθησης με νόημα», αφαιρείται η ιστορική και εννοιολογική συνέχεια που δίνει νόημα στη γνώση.

Ο ρόλος του ΟΟΣΑ

Ο ΟΟΣΑ, μέσω εκθέσεων όπως το «Education at a Glance» και το «Future of Education and Skills 2030», έχει προωθήσει ενεργά την εισαγωγή δεξιοτήτων τύπου «soft skills» (επικοινωνία, ομαδικότητα, προσαρμοστικότητα), καθώς και την ανάπτυξη «μαθησιακών οικοσυστημάτων» που ευνοούν τη συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα. Η ρητορική αυτή αλλάζει τη φύση του σχολείου: από χώρο καλλιέργειας της σκέψης και της δημοκρατίας μετατρέπεται σταδιακά σε προθάλαμο παραγωγικής αξιοποίησης των νέων ανθρώπων, με βάση τις ανάγκες μιας ευέλικτης, επισφαλούς αγοράς εργασίας.

Η νέα πολιτική για τις δεξιότητες προβάλλεται ως στοιχείο ανανέωσης, ωστόσο στην ουσία λειτουργεί σε βάρος της παιδαγωγικής ουσίας. Αντί για μόρφωση με εμβάθυνση, παράγει μια εκπαίδευση με πλατύτερη αλλά ρηχή διάσταση. Οπως σχολιάζει χαρακτηριστικά εκπαιδευτικός: «Το σχολείο μάς λέει να μαθαίνουμε πώς να μαθαίνουμε, αλλά ποτέ δεν μας λέει τι έχει νόημα να γνωρίζουμε και πώς να σκεφτόμαστε για αυτό». Το επόμενο ζητούμενο είναι: Μπορεί το σχολείο να διδάξει δεξιότητες χωρίς να αποδυναμώσει τη γνώση; Και πώς διαμορφώνουμε ένα μορφωτικό πρόγραμμα που να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της εποχής, χωρίς να θυσιάζει τον στοχασμό στον βωμό της ταχύτητας και της προσαρμογής;

Ο εκπαιδευτικός ως «facilitator»

Οι δεξιότητες στην πράξη: Τι συμβαίνει όταν το υπουργείο ζητά λιγότερη ύλη και περισσότερα projects; Τι σημαίνει για τον εκπαιδευτικό να διδάσκει χωρίς σταθερό περιεχόμενο; Οι μαρτυρίες από την τάξη αποκαλύπτουν τη ρήξη ανάμεσα στην εκπαιδευτική πολιτική και την καθημερινή πράξη. «Στα λόγια ακούγεται ωραίο. Στην πράξη, κουραστικό και αποδιοργανωτικό» σημειώνει η Α.Κ., φιλόλογος σε ΓΕΛ Θεσσαλονίκης. «Μου ζητούν να εντάξω δεξιότητες όπως “επικοινωνία”, “δημιουργικότητα”, “προσαρμοστικότητα” στην ώρα της λογοτεχνίας. Τα παιδιά κάνουν παρουσιάσεις, αλλά δυσκολεύονται να κατανοήσουν ένα ποίημα του Ελύτη. Το “μαθαίνω πώς να μαθαίνω” έχει νόημα μόνο αν προηγουμένως έχω κάτι να μάθω. Αλλιώς είναι απλώς ασκήσεις εντυπώσεων».

Η φιλόλογος αναφέρεται σε φαινόμενα που επαναλαμβάνονται: η μείωση της έμφασης στη γλωσσική ακρίβεια, η παράκαμψη της κριτικής ανάλυσης, η έλλειψη χρόνου για βαθιά μελέτη κειμένων. Οι μαθητές, συχνά, δεν διαμορφώνουν εργαλεία για να κατανοούν τον κόσμο, αλλά για να τον παρουσιάζουν. Στο νέο μοντέλο, ο ρόλος του εκπαιδευτικού τείνει να μετατραπεί από φορέας γνώσης σε «διευκολυντής της μάθησης» (facilitator). Πρόκειται για αλλαγή φιλοσοφίας, όχι απλώς όρων. Η αλλαγή αυτή, όπως σημειώνουν εκπαιδευτικοί, υπονομεύει τον επαγγελματικό τους ρόλο και δημιουργεί αβεβαιότητα: «Δεν είμαι μόνο “συντονίστρια project”. Εχω ευθύνη για το περιεχόμενο, για την ποιότητα της σκέψης των παιδιών. Αν εγώ δεν διδάξω Ιστορία, ποιος θα το κάνει; Ενα YouTube βίντεο;» επισημαίνει φιλόλογος σε ΓΕΛ του Πειραιά.

Οι εκπαιδευτικοί στις μαρτυρίες τους τονίζουν κάτι κοινό: η γνώση έχει ανάγκη από δομή, βάθος και συνέχεια. Χωρίς αυτά, η διδασκαλία γίνεται ένα χαοτικό σύνολο ασύνδετων εμπειριών. Το ζητούμενο δεν είναι να απορρίψουμε τις δεξιότητες, αλλά να τις εντάξουμε στο πλαίσιο της γενικής παιδείας και όχι να τη διαλύσουμε στο όνομά τους.


Πηγή

Σχόλια

To ergasianews.gr θεωρεί δικαίωμα του κάθε αναγνώστη να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του. Ωστόσο, τονίζουμε ρητά ότι δεν υιοθετούμε τις απόψεις αυτές καθώς εκφράζουν τον εκάστοτε χρήστη και μόνο αυτόν. Παρακαλούμε πολύ να είστε ευπρεπείς στις εκφράσεις σας. Τα σχόλια με ύβρεις θα διαγράφονται, ενώ οι χρήστες που προκαλούν ή υβρίζουν θα αποκλείονται.

Δείτε επίσης

Ευρωπαϊκά χρηματιστήρια: Άνοδο καταγράφουν οι μετοχές στο ξεκίνημα των συναλλαγών

Ο πανευρωπαϊκός δείκτης STOXX 600 σημείωσε άνοδο 0,2% στις 10:12 ώρα Ελλάδας αλλά οδεύει προς …