«Βαδίζοντας» του Τόμας Μπέρνχαρντ
Σκηνοθέτρια και ιδρυτικό μέλος της καλλιτεχνικής ομάδας Transatlantic Group, η Αλεξάνδρα Καζάζου μάς μιλά για την πειραματική προσέγγισή τους στο εμβληματικό έργο του κορυφαίου Αυστριακού στην παράσταση που θα φιλοξενείται έως τις 20 Μαΐου στο Δίπυλο.
Οταν παρακολουθείς για πρώτη φορά παράσταση της καλλιτεχνικής ομάδας Transatlantic Group αισθάνεσαι να μπαίνεις σε έναν παράδοξο και απροσδόκητο κόσμο. Η ομάδα δημιουργήθηκε το 2020 στην Αθήνα από την Αλεξάνδρα Καζάζου και τον Κάρολ Γιάρεκ –ιδρυτικά μέλη επίσης της θεατρικής ομάδας Teatr Andra που, με βάση την Κωνσταντινούπολη, αποτελείται από Τούρκους, Ελληνες και Πολωνούς καλλιτέχνες. Και αποτελεί μια πειραματική παραστατική πρόταση που εντάσσει ισότιμα στις δημιουργίες της τη μουσική και την παραμόρφωση οι οποίες συνομιλούν με τον διάλογο και την πλοκή μετατρέποντας τη θεατρική αφήγηση σε μια ανοιχτή περφόρμανς από μεταβαλλόμενους ρυθμούς και κινήσεις. Επιτυγχάνεται, έτσι, ένα μουσικό ταξίδι, με τους ηθοποιούς να εκτελούν μια χορική παρτιτούρα με έντονη σωματικότητα που ωστόσο καταφέρνει να επιτείνει τη δύναμη του λόγου.
Η νέα παράσταση που παρουσιάζουν στο Δίπυλον βασίζεται στο έργο του Τόμας Μπέρνχαρντ «Βαδίζοντας». Στη σχεδόν γυμνή σκηνή, εκτός από τους ηθοποιούς, υπάρχουν περιμετρικά κάποια γλυπτά, σαν περίεργα κουτιά-λουλούδια με έναν μεταλλικό μίσχο που τα συγκρατεί και στην πορεία της παράστασης συντονίζονται με τις κινήσεις των ηθοποιών παράγοντας έναν κρουστό ήχο. Αλλά και οι ηθοποιοί, μεταξύ κίνησης και ακινησίας, ή ισορροπώντας σαν παλινδρομικά εκκρεμή συντονίζονται μεταξύ τους καθώς και με την κίνηση των γλυπτών που με ένα δοξάρι και μαγνήτες ο Ράφαλ Χάμπελ καταφέρνει να μετατρέπει σε πηγές ήχου, μεταφέροντας το κοινό στον διφορούμενο και μεταιχμιακό κόσμο του Μπέρνχαρντ, τον γεμάτο παραλογισμό και μαύρο χιούμορ.
Στο επίκεντρο της παράστασης είναι ένα επεισόδιο σε ένα μαγαζί με τα παντελόνια (του Ρουστενσάχερ), το οποίο αναπαρίσταται σχεδόν τόσο εμμονικά όσο το περιγράφει ο συγγραφέας, με σπασμωδικές κινήσεις που επαναλαμβάνονται, σαν να παρακολουθείς μια φουτουριστική περφόρμανς μέχρι να σου αποκαλυφτούν όλα όσα δεν γίνεται να κρυφτούν και είναι αβάσταχτα. Σιγά σιγά, καθώς οι ηθοποιοί περπατούν, οι ακανόνιστες τροχιές τους υφαίνουν μια απειλητική ατμόσφαιρα που οδηγεί τον πρωταγωνιστή σε σημείο χωρίς επιστροφή με μια καταιγιστική διήγηση που επιχειρεί μέσα από τον παραλογισμό και την ασφυξία της υφιστάμενης κατάστασης να βάλει τα πράγματα στη θέση τους.
● Μήπως είναι η τρέλα μια μορφή εξέγερσης ενάντια στην πραγματικότητα; ρωτήσαμε την Αλεξάνδρα Καζάζου, ελληνικής καταγωγής, γεννημένη στην Πολωνία, σκηνοθέτρια, καλώντας την να μας αποκρυπτογραφήσει την προσέγγισή της στο έργο.
Τρελαίνομαι με τους τίτλους και τα έργα που μετατοπίζουν, μετακινούν τον άνθρωπο και τη σκέψη. Σε αυτό συναντήθηκα με το αδιανόητο χιούμορ και τον αυτοσαρκασμό του, την ωριμότητά του αλλά και την καταιγιστική σχεδόν εφηβική κριτική του Μπέρνχαρντ που έχει κατηγορηθεί για μισανθρωπισμό επειδή πιστεύει πως μέσα από το σκοτάδι μπορεί να δεις το φως. Κι όμως, σε αυτό το έργο κρύβει απίστευτη ανθρωπιά. Σε ένα μικρό βιβλίο που δεν ξεπερνά τις 40 σελίδες υπάρχει ένα περιστατικό που εκτείνεται σε 10-12 σελίδες και στο οποίο εστιάζουμε: δύο φίλοι, ο Κάλερ και ο Οέλερ, που βαδίζουν παρέα κάθε Τετάρτη, πηγαίνουν κάθε φορά σε ένα μαγαζί, του Ρουστενσάχερ που εμπορεύεται ενδύματα, και ο Κάλερ λέει ακριβώς τα ίδια πράγματα, σαν μια μορφή ψυχοθεραπείας. Ομως εκείνη την ημέρα μπαίνει μέσα και είναι σε ακραία κατάσταση γιατί πριν από λίγο έχει αυτοκτονήσει ο παιδικός του φίλος, ένας χημικός. Παρακολουθούμε μια αδιανόητη πορεία προς την τρέλα μέσα από την ενσυναίσθηση: πώς μπορεί δηλαδή η προσωπική τραγωδία του διπλανού μας να μας φέρει σε μια τέτοια κατάσταση που να τρελαθούμε οι ίδιοι. Εκεί μαγεύτηκα. Οπως λέει και ο Λειβαδίτης «αν δεν πεθαίνουμε ο ένας για τον άλλο, είμαστε ήδη νεκροί».
● Ο χημικός αυτοκτονεί επειδή δεν του έδωσε το Ινστιτούτο τα κονδύλια για να συνεχίσει την έρευνά του...
Ακριβώς κι έτσι οδηγείται ο Κάλερ στην τρέλα. Εκεί εστιάσαμε στο κείμενο που μετέφρασε ο Αντώνης Γαλέος από τα αυστριακά και διατηρεί τη σύνταξη και μαζί τον παλμό του.
● Σκοτεινά επίκαιρο το έργο: σε μια εποχή που ο πλανητάρχης κόβει από τα ανώτατα εκπαιδευτικά ινστιτούτα τη χρηματοδότηση, ενώ ο συγκυβερνήτης φίλος του, Ελον Μασκ, αποκαλεί την ενσυναίσθηση «θεμελιώδη αδυναμία του δυτικού πολιτισμού»...
Για μένα είναι μεγάλο το ερώτημα πώς μπορώ να μπω στα παπούτσια του άλλου και πόσο βαθιά μπορώ να φτάσω, να βοηθήσω, να γίνω καλύτερος άνθρωπος... Δεν ξέρω. Βρισκόμαστε μπροστά σε τραγικά γεγονότα. Αυτό που γίνεται στην Παλαιστίνη; Αντε κάνουμε και μια πορεία και μετά; Αναρωτιέμαι σε ποια στιγμή βρισκόμαστε και ποιο είναι το επόμενο βήμα. Είμαστε σε ένα εκκρεμές – δεν είναι άλλωστε τυχαία τα μουσικά όργανα στην παράσταση και ο τρόπος που δουλεύουμε με τα σώματα και τους άξονες που δεν είναι σταθεροί... Ιδιαίτερα για μένα όλη η παράσταση είναι η «εισβολή» του Σταύρου (Ζαφείρη) στην παράσταση, που είναι παραπληγικός, με το αναπηρικό του αμαξίδιο. Και η φωνή του αφηγητή που εξηγεί τι έχει συμβεί και το βίντεο που δείχνει την πορεία του Σταύρου από την Ομόνοια μέχρι το θέατρο και το τι βλέπει. Μια πορεία σχεδόν αδύνατη κι επικίνδυνη με το αμαξίδιο, επειδή αυτή η χώρα δεν είναι ασφαλής γι’ αυτούς τους ανθρώπους. Κι όλα αυτά μέχρι τη στιγμή που ο ίδιος μπαίνει με την κάμερα και συναντιέται με το βλέμμα των θεατών είναι πολύ κομβικά...
● «Αν συγκρίνουμε την ομορφιά αυτής της χώρας με την κακία αυτού του κράτους, θα καταλήξουμε στην αυτοκτονία», λέει στο έργο ο Μπέρνχαρντ...
Το σημαντικό δεν είναι ότι τρελάθηκε ο Κάλερ, αλλά ο λόγος που τρελάθηκε. Είναι σαν να κάνει μια επίκληση: «Μη μου μιλάς με καταναλωτικούς όρους, με μάσκες, πες την αλήθεια»... Και ίσως είναι αυτός ο λόγος που τα έργα του Μπέρνχαρντ δεν μπορούσαν να εκδοθούν στη χώρα του.
● Δεν είναι μόνο του Μπέρνχαρντ αλλά μιας σειράς Αυστριακών διανοούμενων, ανεξαρτήτως γενιάς, του περασμένου αιώνα που κουβαλούν το άχθος και το άλγος του ναζιστικού παρελθόντος της χώρας τους...
Δεν είναι εύκολη η συμφιλίωση με την πληγή. Αρκεί να κοιτάξουμε εδώ στην πληγή του εμφυλίου. Την έζησαν η γιαγιά και ο παππούς μου που ήταν αντάρτες. Εζησαν πολλά, βασανιστήρια και άλλα, και κατέφυγαν στην Πολωνία. Αυτή είναι και η χώρα που γεννήθηκα... Γι’ αυτό και οι έρευνές μας αφορούν τη μετάβαση, το σώμα και τον λόγο σαν μια παρτιτούρα με τον ήχο ισότιμο μέλος, προς την κατεύθυνση μιας αλληλοσυμπληρωματικής τέχνης... Με την ομάδα είμαστε μαζί τέσσερα χρόνια, είναι η τρίτη μας δουλειά και η έρευνά μας ωριμάζει προς μια κατεύθυνση...
● Πληροφορίες: Θέατρο Δίπυλον (Καλογήρου Σαμουήλ 2 & Διπύλου, Κεραμεικός). Κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21.00 μέχρι 20 Μαΐου. Εισιτήρια 12-15 ευρώ. Προπώληση ticketservices.gr