Παρόλο που η Τεχνητή Νοημοσύνη είναι δημιούργημα των τελευταίων δεκαετιών, η λογοτεχνία είχε φανταστεί τη χρήση της τουλάχιστον από τον 19ο αιώνα (με εμβρυακές ιδέες ήδη από την αρχαιότητα) και είχε επιχειρήσει να διερευνήσει τις δυνατότητές της. Ετσι, πολλά κείμενα ιχνηλατούν μορφές μηχανικής συνείδησης, άλλοτε ως μια ουτοπική προοπτική κι άλλοτε σαν έναν δυστοπικό εφιάλτη.
Στην ουσία δύο βασικές γραμμές σκέψης εντοπίζονται στο λογοτεχνικό corpus των τριών τελευταίων αιώνων: αφενός, η δημιουργία ανθρωποειδών που χαρακτηρίζονται από εξελιγμένη μηχανική νόηση και τίθενται στην υπηρεσία του ανθρώπου ή αυτονομούνται και κυριαρχούν. Αφετέρου, ειδικά τα τελευταία χρόνια, η χρήση της Τεχνητής Νοημοσύνης (ΤΝ) στην παραγωγή κειμένων και στη διαμόρφωση μιας νέας επικράτειας της γραφής, άρα και ο προβληματισμός, ο αυτοαναφορικός προβληματισμός, για τη μηχανική τέχνη και τις ανατροπές που (θα) επιφέρει στην ανθρώπινη δημιουργικότητα.
Η πρώτη γραμμή είναι πολύ παλιά. Ο μυθικός γίγαντας Τάλως θεωρήθηκε μια προδρομική μορφή ανθρωποειδούς που κινείται μόνος του, ενώ τα πρώτα δείγματα στη σύγχρονη λογοτεχνία ανιχνεύονται στο έργο «Erewhon» (1872) του Αγγλου συγγραφέα Σάμιουελ Μπάτλερ, ο οποίος οραματίζεται την εξέλιξη των μηχανών βάσει της θεωρίας του Δαρβίνου περί φυσικής επιλογής. Σαράντα περίπου χρόνια πριν από τον Karel Čapek, που επινόησε τη λέξη «ρομπότ» (1920), ο Ambrose Bierce δημοσιεύει το διήγημα «Moxon’s Master» (1899), όπου ένα αυτόματον, ένα μηχάνημα σκακιού δηλαδή, αποκτά συνείδηση και σκοτώνει τον ανταγωνιστή άνθρωπο.
Η επιστημονική φαντασία έρχεται γρήγορα να αξιοποιήσει την ιδέα της μηχανικής ζωής, με κορυφαίο εκπρόσωπο τον Ισαάκ Ασίμοφ, ο οποίος στη συλλογή διηγημάτων «Εγώ, το ρομπότ» (1950) θεσπίζει τους περίφημους πια νόμους του: 1. Δεν επιτρέπεται στο ρομπότ να βλάψει τον άνθρωπο ή με την αδράνειά του να αφήσει αυτός να πάθει κακό, 2. Το ρομπότ οφείλει να υπακούει στις διαταγές που του δίνονται, εκτός εάν αυτές έρχονται σε αντίθεση με τον πρώτο νόμο, και 3. Το ρομπότ πρέπει να προστατεύει την ύπαρξή του, εφόσον κάτι τέτοιο δεν συγκρούεται με τους δύο πρώτους νόμους.
Σε αντίθεση με την ηθική ΤΝ του Ασίμοφ, ο Stanisław Lem, σε πολλά του έργα από το 1954 έως το 1979, διερευνά μια άλλη νοημοσύνη που θέτει γνωστικά, φιλοσοφικά και υπαρξιακά ζητήματα για τη σκέψη, η οποία ξεπερνά τα όρια της ανθρώπινης λογικής.
Τις τελευταίες δεκαετίες τα λογοτεχνικά έργα αυξάνονται ραγδαία, για να μη συμπεριλάβω εδώ τις θεατρικές παραστάσεις και τις άπειρες κινηματογραφικές ταινίες που αισθητοποιούν τη χρήση των ρομπότ. Ας μείνω στη λογοτεχνία με το «Ηλεκτρικό πρόβατο» (1968) του Φίλιπ Ντικ, στο οποίο ο πρωταγωνιστής έχει αναλάβει να εντοπίζει και να εξοντώνει ανδροειδή, γνωστά ως «replicants», που έχουν απελευθερωθεί και υποκρίνονται τους ανθρώπους. Εδώ πλέον η ανθρωπότητα δεν μπορεί να ελέγξει απόλυτα τα δημιουργήματά της, ενώ η προσομοίωση αρχίζει να κλονίζει τα όρια μεταξύ φυσικού και τεχνητού (βλ. και το έργο του ίδιου «The Simulacra», 1964).
Επόμενο έργο-σταθμός είναι ο «Νευρομάντης» (1984) του Ουίλιαμ Γκίμπσον, στο οποίο εισάγεται η έννοια του κυβερνοχώρου μέσα στο πλαίσιο της cyberpunk κουλτούρας, και αναλύεται δυστοπικά μια κοινωνία όπου οι άνθρωποι έχουν χάσει την υπόστασή τους και ζουν με ψυχοσωματικές αλλοιώσεις. Τα πάντα ελέγχονται από εταιρείες που προσπαθούν να κυριαρχήσουν με όπλο την ΤΝ, η οποία επεκτείνεται σε ένα είδος υπερνοημοσύνης που (επιχειρεί να) υποκαταστήσει όλα τα άλλα είδη.
Κλείνω τη συνοπτική ιστορία αυτού του είδους της λογοτεχνίας με μερικά βιβλία, που πολιορκούν το θέμα από διαφορετικές σκοπιές: Ο Arthur C. Clarke εκδίδει το 1968 το περίφημο «2001: Οδύσσεια του Διαστήματος» (παράλληλα με την ομώνυμη ταινία του Στάνλεϊ Κιούμπρικ), όπου ο HAL 9000, ο εγκέφαλος του διαστημοπλοίου Discovery 1, μπορεί να προβαίνει σε συνομιλία με το πλήρωμα, αλλά βραχυκυκλώνει εξαιτίας αντίθετων εντολών. Ο Ted Chiang στο «The Lifecycle of Software Objects» (2010) προβάλλει την τεχνητή νοημοσύνη σαν παιδί που ανατρέφεται. Ανάλογα βιβλία είναι το «Robopocalypse» (2011) του Ντάνιελ Χ. Γουίλσον, το «Speak» (2015) της Louise Hall, το «Μηχανές σαν κι εμένα» (2019) του Ιαν ΜακΓιούαν και το «Η Κλάρα και ο ήλιος» (2021) του Καζούο Ισιγκούρο.
| en.wikipedia.org/wiki/ - Frankie Fouganthin/ commons.wikimedia.org/
Οι δύο τελευταίοι συγγραφείς, με το ανθρωποειδές Ανταμ στον Σκοτσέζο και την Κλάρα στον Αγγλοϊάπωνα λογοτέχνη, όπως και ο Ken Liu στο «The Algorithms for Love» (2016), εξετάζουν την ύπαρξη συναισθημάτων στα ρομπότ, γεγονός που ξεπερνά κάθε όριο ανάμεσα σ’ αυτά και στους ανθρώπους.
Περνάμε σταδιακά στο πεδίο της τεχνητής νοημοσύνης, όπως την εννοούμε τελευταία, ως δηλαδή επεξεργαστή τεράστιων δεδομένων ο οποίος μπορεί να συνθέσει νέα κείμενα, να συνομιλήσει, να απαντήσει και να δράσει αυτόνομα. Μπορούν εντέλει τα ρομπότ να παραγάγουν λογοτεχνία; Ο Richard Powers στο «Galatea 2.2» (1995) διερωτάται αν η ΤΝ μπορεί να αναλύσει και να κατανοήσει τη λογοτεχνία, ενώ ανάλογα το υπερκείμενο του Mark Amerika «Grammatron» (1997) διερευνά τη γλώσσα ως μηχανισμό παραγωγής νοήματος μέσα στο διαδικτυακό περιβάλλον. Το λογισμικό «Αντα» στο ομώνυμο βιβλίο (2016) του Antoine Bello αφομοιώνει αγγλόφωνα συναισθηματικά μυθιστορήματα και τα μελετά βάσει στατιστικών όσο και βάσει των κριτικών και των προτιμήσεων του κοινού, ώστε να γράψει ένα δικό του λογοτεχνικό έργο!
Μια πολύ κατατοπιστική ανθολογία της (μεταφρασμένης αγγλόφωνης) διηγηματογραφίας για την ΤΝ, από τα αρχικά στάδια φαντασίας (1899) μέχρι και τις πρόσφατες μορφές πραγμάτωσής της (2016), επιμελείται ο Χριστόδουλος Λιθαρής στο βιβλίο «Φαντάσματα τεχνητής νοημοσύνης» (Αλεξάνδρεια, 2024).
Εκεί, ανάμεσα σε άλλα, συναντάμε το διήγημα του Murray Leinster «Μια λογική ονόματι Τζο» (1945), όπου οι χρήστες της εφαρμογής θέτουν ερωτήσεις και παίρνουν απαντήσεις, σε έναν πολύ προφητικό οραματισμό του σημερινού ChatGPT! Κάτι ανάλογο οραματίζεται στα ελληνικά γράμματα ο Αλέξανδρος Σχινάς στο «Ενώπιον πολυβολητού» (1966), καθώς ο συγγραφέας δοκιμάζει να καθοδηγήσει μια συσκευή να πλάσει μια αφήγηση.
Τα έργα αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο, μολονότι στην Ελλάδα τα δείγματα ακόμα είναι πενιχρά. Κινούνται φυσικά στον χώρο της επιστημονικής φαντασίας, όπου το διαδίκτυο δημιουργεί νέους κόσμους και παράλληλες πραγματικότητες, ενώ, όσο εξελίσσεται, μπορεί να συνομιλεί με τους ανθρώπους και να ανταποκρίνεται στις ανάγκες τους, με τα θετικά του αποτελέσματα και τις αρνητικές του συνέπειες. Μερικά μέτρια έργα έχουν προκύψει από τη θεώρηση της ΤΝ ως μόδας που μπορεί να ανανεώσει το μυθοπλαστικό ρεπερτόριο, ενώ άλλα ποιοτικότερα κερδίζουν την προσοχή μας, καθώς χρησιμοποιούν την ψηφιακή δυστοπία ως αντικατοπτρισμό του σήμερα.
Πριν από την αμιγή ΤΝ, άνθρωποι-υβρίδια, που κινούνται στο πλαίσιο του μετανθρωπισμού, εμφανίζονται στο «Ισος Ιησούς» (Γαβριηλίδης, 2017) του Γιώργου Παναγιωτίδη όπου ένα δωδεκαετές αυτιστικό αγόρι, το οποίο δεν επικοινωνεί απόλυτα με το περιβάλλον, αποφασίζεται να συνδεθεί με έναν νανοϋπολογιστή, που συνδέεται με έναν μεγαϋπολογιστή, ώστε να καταγράφονται οι σκέψεις του.
Λίγο μετά ο Φαίδων Ταμβακάκης γράφει ένα πειραματικό πεζογράφημα διπλής όψης, την «Εβδομη ιστορία. Το μυστικό της Σεσάτ» (Εστία, 2019), όπου η συγγραφή συναντά με παρωδιακή διάθεση τον ανταγωνισμό του έμψυχου με τον μηχανικό συγγραφέα.
Ακολουθούν τρία μυθιστορήματα όπου η τεχνητή νοημοσύνη εγκαθιδρύεται στη σκέψη των συγγραφέων για το μέλλον της ανθρωπότητας. Το 2023 ο Θανάσης Χειμωνάς εκδίδει το «Τρότζαν» (Πατάκης), όπου τα πάντα σε μια μελλοντική δυστοπική κοινωνία ελέγχονται από την ψηφιακή τεχνολογία. Αυτή έχει μεν λύσει πολλά προβλήματα, αλλά έχει περιορίσει τις ανθρώπινες ελευθερίες και την πολυφωνία, προαποφασίζει με αλγόριθμους το ωφελιμιστικά σωστό και εξοβελίζει κάθε αντίθετη ματιά. Εχουμε λοιπόν μια ολοκληρωτική εξουσία που εναποθέτει την ορθότητα στη μηχανή σαν αλάθητη αυθεντία και καθορίζει το παρόν και το μέλλον, ακόμα και το παρελθόν, με τεχνοκρατικές απολυτότητες.
Μέσα στο 2024 κυκλοφόρησαν δύο αξιοσημείωτα έργα, που ενέχουν την τεχνητή νοημοσύνη στον κορμό της αφήγησης. Αφενός, ένα αστυνομικό μυθιστόρημα της Ελενας Χουσνή, το «Salve Death» (Κύφαντα), όπου τίθενται θέματα υπαρξιακής αγωνίας για τη χρήση της τεχνητής νοημοσύνης και του μετανθρωπισμού. Οι απόψεις καταρχάς διίστανται, καθώς από τη μία οι ποικίλες ψηφιακές εφαρμογές θα διευκολύνουν τη ζωή και θα μετατρέψουν τον άνθρωπο σε Μετάνθρωπο, όπλο στη φαρέτρα της ανθρωπότητας κατά του γήρατος και των ασθενειών, ενώ από την άλλη υπάρχει πάντα ο ορατός κίνδυνος οι μεγάλες εταιρίες που χειρίζονται τα δεδομένα να είναι σε θέση να ελέγχουν ατομικές και συλλογικές επιλογές. Ετσι, το βάρος της πλάστιγγας γέρνει προς το αρνητικό πρόσημο, καθώς η τεχνητή νοημοσύνη θα συνδεθεί με πειράματα σε ανθρώπους και με την εκμετάλλευση των προσωπικών τους δεδομένων.
Τέλος, το κολοσσιαίο μυθιστόρημα «Αόρατες πόλεις» (Καστανιώτης, 2024) του Νίκου Μάντη πλάθει ένα πολυεπίπεδο μέλλον, όπου το πραγματικό και το πεποιημένο, το μη ψηφιακό και το διαδικτυακό θα έχουν φτάσει σε έναν ακραίο βαθμό αλληλεπιχώρησης, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να διακριθούν. Ετσι, εγείρονται προβληματισμοί για τη μετα-αλήθεια, αφού η πραγματικότητα κι η αντιγραφή εναλλάσσονται, πολλαπλές επιστημονικές και τεχνολογικές εξελίξεις πολλαπλασιάζουν την ανθρώπινη ταυτότητα, ενώ ο ψηφιακός κόσμος διαμορφώνει νέες οντότητες, σχέσεις και παράλληλα επίπεδα. Ετσι, ο διανθρωπισμός, η εξέλιξη δηλαδή του ανθρώπου μέσω της τεχνολογίας, θα προσφέρει ένα είδος αθανασίας και θα ξεπεράσει τη φθαρτότητα της ζωής, αλλά από την άλλη η μηχανοποίηση αυτή τίθεται ενάντια στην ψυχή και την πνευματικότητα του ανθρώπου.
Η πορεία της λογοτεχνικής σκέψης δείχνει ότι ακολουθεί τον δρόμο από τις απειλητικές μορφές της μηχανικής σκέψης σε απόψεις που επιχειρούν να συμφιλιώσουν την ανθρώπινη με την τεχνολογική νοημοσύνη. Η μηχανή ως φόβητρο, ως ανεξέλεγκτο ον που αυτονομείται και στρέφεται κατά του ανθρώπου, ως εξωγήινο πλάσμα, σταδιακά αποκτά πιο υπαρξιακά χαρακτηριστικά, αλλάζει όχι μόνο την εξωτερική πραγματικότητα αλλά και τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε τη ζωή, την ύπαρξη και τη σκέψη. Αφετέρου το πέρασμα από την υλική, ανθρωποειδή μορφή σε άυλες εφαρμογές που σκέφτονται, ενώ κάπου εκεί υπεισέρχεται και ο μετανθρωπισμός που θέλει να μετασχηματίσει τη βιολογική φύση του ανθρώπου, ενισχύοντας το σώμα και το μυαλό του με τεχνολογικά ψηφιακά ενθέματα, υποδεικνύουν ότι η τεχνητή νοημοσύνη συνδέεται αμφίδρομα με την ανθρώπινη νόηση.
Ετσι, οι πρώτες μυθοπλασίες για ρομπότ που σκέφτονται και υπηρετούν ή αντιστρατεύονται την ανθρωπότητα έχουν ήδη περάσει στη φάση της ψηφιακής πραγματικότητας, όπου ποικίλες εφαρμογές προσφέρουν υλικό, πληροφόρηση και παραπληροφόρηση, λογοτεχνία αλλά και προπαγάνδα, ένα πολυσύμπαν (multiverse) εικόνων και κόσμων. Αυτή η αλλαγή συλλαμβάνει όχι μια εξωτερική απειλή αλλά μια εσωτερική αμφιταλάντευση για το πώς (θα) σκέφτεται ο άνθρωπος, πώς (θα) νιώθει και πώς (θα) ορίζεται ως ψυχοπνευματικό ον.