Στις εκθέσεις των οίκων αξιολόγησης και των επενδυτικών τραπεζών, αλλά και στις ανακοινώσεις του υπουργείου Οικονομικών, της ΤτΕ και των τραπεζικών στελεχών, ο ενθουσιασμός για τα «επιτεύγματα» των ελληνικών τραπεζών ξεχειλίζει. Υπερκέρδη και μεγάλη μείωση του ποσοστού «κόκκινων» δανείων υποστηρίζουν τον γενικό ενθουσιασμό, αλλά κανείς δεν εστιάζει σε «ενοχλητικές λεπτομέρειες» όπως πού βασίζονται τα υπερκέρδη και πώς επιτεύχθηκε η μείωση των «κόκκινων» δανείων.
Η χθεσινή ανακοίνωση, στην Αθήνα και στη Φρανκφούρτη, των στοιχείων για τα επιτόκια καταθέσεων και δανεισμού στην Ελλάδα και στην ευρωζώνη αποκάλυψε τον «μηχανισμό» παραγωγής υπερκερδών για τις ελληνικές τράπεζες.
Για να γίνει αυτός απολύτως κατανοητός και στους λιγότερο μυημένους στα οικονομικά, υπενθυμίζουμε ότι το ενεργητικό των τραπεζών απαρτίζεται στο συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του από δάνεια. Αυτά παρέχονται από κεφάλαια (ή και με βάση την εγγύηση κεφαλαίων) που προέρχονται από δύο πηγές: πρώτον, από τις καταθέσεις νοικοκυριών και επιχειρήσεων στις τράπεζες και δεύτερον, από την άντληση ρευστότητας από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (δάνεια από την ΕΚΤ) με βάση το τρέχον επιτόκιο κύριας αναχρηματοδότησης του ευρώ. Τα κέρδη των τραπεζών από το χαρτοφυλάκιο των δανείων τους (επιτοκιακά κέρδη) είναι το αποτέλεσμα α) του κόστους του χρήματος που πληρώνουν στην ΕΚΤ και για τις καταθέσεις επιχειρήσεων και νοικοκυριών και β) των εσόδων από τα δάνεια που χορηγούν.
Οσο μεγαλύτερη είναι η απόσταση ανάμεσα στο κόστος χρήματος που συγκεντρώνουν και στα έσοδα από τα δάνεια, τόσο υψηλότερα τα κέρδη.
Οι ελληνικές τράπεζες λοιπόν κρατάνε σταθερά τα σκήπτρα της ευρωπαϊκής πρωτοπορίας τόσο στο χαμηλό επιτόκιο καταθέσεων όσο και στο υψηλό μέσο επιτόκιο δανεισμού των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών. [Κρατάνε επίσης τα σκήπτρα στις καταχρηστικά υψηλές προμήθειες για τις τραπεζικές τους υπηρεσίες, αλλά αυτό δεν είναι το θέμα μας σε αυτό το άρθρο.]
Απόδειξη, τα στοιχεία που ανακοινώθηκαν χθες (βλέπε σχετικούς πίνακες):
● Η ΕΚΤ μείωσε 7 φορές το επιτόκιο άντλησης ρευστότητας από τις τράπεζες από τον Ιούνιο του 2024 ώς τον Μάρτιο του 2025, συνολικά κατά 1,75%. Στο ίδιο διάστημα, οι ελληνικές τράπεζες μείωσαν το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο δανεισμού επιχειρήσεων και νοικοκυριών από 5,77% σε 4,75%, δηλαδή κατά 1,02%. Στον Ελληνα δανειολήπτη η μείωση των επιτοκίων του ευρώ πέρασε πολύ λιγότερο, αφού οι ελληνικές τράπεζες καρπώθηκαν ένα σημαντικό μέρος της μείωσης για τις ίδιες.
● Το επιτόκιο καταθέσεων μίας ημέρας, που αντιστοιχεί στο μακράν μεγαλύτερο ποσοστό των καταθέσεων, το επιτόκιο καταθέσεων για τα νοικοκυριά, έχει μείνει σταθερό στο… θρυλικό 0,03%! Με σωρευτικό πληθωρισμό κοντά στο 15% την τελευταία τριετία, το 0,03% ισοδυναμεί με «κούρεμα» της πραγματικής αξίας των καταθέσεων όσο και η σωρευτική αύξηση του πληθωρισμού.
● Στο σκέλος των δανείων, οι διαφορές με την ευρωζώνη, ιδιαίτερα στα στεγαστικά και τα καταναλωτικά δάνεια, είναι πολύ μεγάλες: 3,15 μονάδες στα καταναλωτικά (!) και 0,34 μονάδα στα στεγαστικά.
Η «δωρεά σώματος» της κοινωνίας (κυρίως των νοικοκυριών και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων) προς τις τράπεζες συνεχίζεται ακάθεκτη. Με «Ηρακλή», με αναβαλλόμενο φόρο, με καταχρηστικές προμήθειες, με μηδενικά επιτόκια καταθέσεων και υψηλά επιτόκια δανεισμού. Για πρώτη φορά στην ελληνική οικονομική ιστορία, κυβέρνηση, κεντρική τράπεζα, νοικοκυριά και επιχειρήσεις έχουν αναλάβει στο διηνεκές, δίκην «εθνικής υποχρέωσης», το έργο να αναβαθμίσουν τα τραπεζικά κέρδη…