Η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του Γαλλομαροκινού σκηνοθέτη Σαΐντ Χαμίς Μπενλαρμπί είναι ένα συγκινητικό δράμα, που περιστρέφεται γύρω από ένα απροσδόκητο ερωτικό τρίγωνο με φόντο τη Μασσαλία του ’90 για να ξεδιπλώσει την ιστορία του που θίγει καίρια κοινωνικά ζητήματα | Φιλόδοξη αλλά αδέξια η νέα ταινία του Φαίδωνα Παπαμιχαήλ «Οταν το φως πέφτει». Η απόπειρα να αναδειχθούν ζητήματα περιθωριοποίησης και ρατσισμού αντιστρέφεται, με αποτέλεσμα η ταινία να μοιάζει τελικά περισσότερο ως μια αφήγηση που «μιλά» για τους κακούς ξένους και τις άτυχες τουρίστριες που βρέθηκαν στον δρόμο τους.
▬▬▬▬▬▬▬▬▬▬
Πέρα από τη θάλασσα
(Across the sea, Γαλλία, Μαρόκο, 2024, 112’)
★★★☆☆
● Σκηνοθεσία: Σαΐντ Χαμίς Μπενλαρμπί
● Ηθοποιοί: Αγιούμπ Γκρετάα, Αννα Μουγλαλίς, Γκρεγκουάρ Κολέν, Ομάρ Μπουλακίρμπα, Ριμ Φόλια
Η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του Γαλλομαροκινού σκηνοθέτη Σαΐντ Χαμίς Μπενλαρμπί («Return to Bollène», 2017, 69’), η οποία προβλήθηκε στην Εβδομάδα Κριτικής του Φεστιβάλ Κανών 2024, είναι ένα συγκινητικό δράμα που ξεδιπλώνει την ιστορία του με υπέροχη λυρικότητα, θίγοντας καίρια ζητήματα όπως ο ξεριζωμός, η μετανάστευση, η αναζήτηση ταυτότητας και η έννοια της αγάπης.
Χωρισμένη σε τρία κεφάλαια, καθένα από τα οποία επικεντρώνεται σε έναν από τους τρεις βασικούς χαρακτήρες, η ταινία αφηγείται την ιστορία του Νουρ, ενός νεαρού Μαροκινού που φτάνει στη Μασσαλία τη δεκαετία του 1990 ως παράνομος μετανάστης. Η ζωή του διασταυρώνεται με εκείνη του Σερζ, ενός κρυφά bisexual αστυνομικού, ο οποίος -γοητευμένος από τον Νουρ- αντί να τον απελάσει, τον βοηθά να χτίσει μια σταθερή ζωή. Τα πράγματα περιπλέκονται όταν η σύζυγος του Σερζ, η Νοεμί, κουρασμένη να παρακολουθεί σιωπηρά τον σύντροφό της να την απατά με άντρες, ξεκινά μια σχέση με τον Νουρ, δημιουργώντας έτσι ένα ερωτικό τρίγωνο γεμάτο εντάσεις και συναισθηματικές συγκρούσεις.
Κινηματογραφώντας υπέροχα τους δρόμους της Μασσαλίας, τα νυχτερινά της κέντρα, τα σοκάκια αλλά και τα τοπία του Μαρόκου, και έχοντας στο επίκεντρο τρεις δυνατές ερμηνείες, με κορυφαία εκείνη του Αγιούμπ Γκρετάα στον ρόλο του Νουρ, η ταινία ξεκινά ως ένα δράμα ερωτικού τριγώνου, αλλά υπερβαίνει τα όρια αυτής της συνθήκης. Μέσα από λεπτομερές ψυχογράφημα, αναδεικνύει τρεις ανθρώπους που, ενώ μοιάζουν να ανήκουν σε διαφορετικούς κόσμους, τελικά αναζητούν με τον δικό τους τρόπο και για τους δικούς τους λόγους την προσωπική τους ταυτότητα. Η μετανάστευση του Νουρ, η εξορία από τον τόπο του και η επιστροφή του σ’ αυτόν αποτυπώνονται άψογα μέσα από τις διαπροσωπικές του σχέσεις με τον Σερζ και τη Νοεμί. Η εσωτερική του πάλη εκφράζεται μέσα από τις επαφές του με αυτούς τους δύο ανθρώπους, οι οποίοι με τη σειρά τους, μέσα από τη σχέση τους με τον Νουρ, έρχονται αντιμέτωποι με τις δικές τους εσωτερικές συγκρούσεις και τις «ψεύτικες» ζωές που έχουν χτίσει. Τρεις μοναχικοί ήρωες που, μέσα από την αμοιβαία τους επαφή, πλησιάζουν, για πρώτη φορά ίσως, την αλήθεια τού ποιοι πραγματικά είναι.
Η ματιά του Μπενλαρμπί είναι ανθρώπινη και πολυδιάστατη. Αν και υπάρχουν στιγμές όπου η ταινία εστιάζει έντονα στο δράμα και το ερωτικό τρίγωνο ή εξωραΐζει ορισμένες καταστάσεις, αυτές οι επιλογές δεν ξενίζουν, εντάσσονται αντίθετα αρμονικά στη γενικότερη ατμόσφαιρα του φιλμ. Ο σκηνοθέτης διατηρεί έναν σταθερό αφηγηματικό ρυθμό και ξετυλίγει την ιστορία του με μαεστρία, γεφυρώνοντας δύο κόσμους - τη Γαλλία και το Μαρόκο. Οπως έχει δηλώσει και ο ίδιος, η ταινία είναι εν μέρει εμπνευσμένη από τη δική του ζωή, αναδεικνύοντας τον ξεριζωμό, τη μοναξιά που τον συνοδεύει και, τελικά, τη συνεχή αναζήτηση του «ανήκειν». Οι χαρακτήρες του είναι ανθρώπινοι, ποτέ μονοδιάστατοι. Μοιάζουν με εμάς: περιπλανώνται, ερωτεύονται, λυγίζουν, χαίρονται, χορεύουν (η μουσική υπόκρουση της ταινίας πραγματικά σε ταξιδεύει). Το «Πέρα από τη θάλασσα» αποτυπώνει με ειλικρίνεια τις ανθρώπινες ψυχές και, την ίδια στιγμή, «κρύβει» μέσα του ένα λεπτό κοινωνικό και πολιτικό σχόλιο για τον ξεριζωμό και τη μετανάστευση. Δεν το διατυμπανίζει, το ενσωματώνει διακριτικά, μέσα σε μια ερωτική ιστορία που συγκινεί και αγγίζει.
▬▬▬▬▬▬▬▬▬▬
Οταν το φως πέφτει
(Light falls, Γεωργία, Ελλάδα, 2023, 95’)
★½☆☆☆
● Σκηνοθεσία: Φαίδων Παπαμιχαήλ
● Ηθοποιοί: Νίνι Νεμπιεριτζέ, Ελένσιο, Σίλβιο Γκόσκοβα, Γιούξιν Πλοβίστι, Γιούργκεν Μάρκου, Μάκης Παπαδημητρίου
Ο Φαίδων Παπαμιχαήλ είναι ένας από τους πιο αναγνωρισμένους διευθυντές φωτογραφίας παγκοσμίως. Εχει συνεργαστεί με σκηνοθέτες όπως ο Αλεξάντερ Πέιν και ο Βιμ Βέντερς και έχει υπάρξει δύο φορές υποψήφιος για Οσκαρ («Nebraska», 2013, 115’ και «Η δίκη των 7 του Σικάγου», 2020, 129’). Το «Οταν το φως πέφτει» αποτελεί την πέμπτη του σκηνοθετική απόπειρα, με την οποία επιχειρεί να αντλήσει έμπνευση από το υποείδος «Rape and Revenge», ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα κινηματογραφικά υποείδη, στο οποίο ανήκουν φιλμ όπως «Το τελευταίο σπίτι αριστερά» (1972, 84’) του Γουές Κρέιβεν και το «I spit on your grave» (1978, 102’) του Μέιρ Ζάρτσι. Παράλληλα, προσπαθεί να ενσωματώσει το κοινωνικό σχόλιο, σε μια φιλόδοξη αλλά αδέξια πρόσμιξη, που τελικά γυρίζει μπούμερανγκ, υπονομεύοντας τόσο το θέμα όσο και την πρόθεσή του.
Η Κλάρα, ένα μοντέλο από τη Γεωργία, βρίσκει δουλειά στην Ελλάδα και παίρνει μαζί της τη φίλη της, την Ελα, για διακοπές σε ένα ελληνικό νησί. Ο Αλτιν, ο Βετόν και ο Εντι -νεαροί Αλβανοί που ζουν στη χώρα χωρίς επίσημα έγγραφα- διαμένουν παράνομα σε ένα εγκαταλελειμμένο παραθαλάσσιο ξενοδοχείο. Οταν οι δύο γυναίκες αποφασίζουν να εξερευνήσουν τον χώρο, ένα απροσδόκητο ατύχημα θα φέρει τους δύο κόσμους σε αναγκαστική επαφή. Το γλωσσικό χάσμα, η καχυποψία και ο φόβος γεννούν μια σειρά παρεξηγήσεων, που εξελίσσονται ραγδαία σε μια σπειροειδή πορεία βίας και εκδίκησης.
Η ταινία ξεκινά με υποσχέσεις, «χτίζοντας» μια κλειστοφοβική ατμόσφαιρα και παρουσιάζοντας αρχικά ενδιαφέροντες χαρακτήρες. Από τις πρώτες σκηνές διαφαίνεται μια πρόθεση να καταγραφεί η πραγματικότητα μέσα από ένα αίσθημα απειλής, προσδίδοντας στην αφήγηση τα στοιχεία ενός ψυχολογικού θρίλερ. Ο Παπαμιχαήλ, αξιοποιώντας την εξαιρετική του ματιά στη διεύθυνση φωτογραφίας και με τη συμβολή του Ακη Κωνσταντακόπουλου, δημιουργεί ένα έντονα ατμοσφαιρικό πορτρέτο του νησιού. Επιλέγει να χρησιμοποιήσει την κάμερα όχι για να αναδείξει τη βία άμεσα, αλλά για να την υπαινιχθεί. Μια σπάνια επιλογή για ταινία που ανήκει στο υποείδος «Rape and Revenge», το οποίο παραδοσιακά στοχεύει στο σοκ και την πρόκληση.
Ωστόσο, όλα τα θετικά στοιχεία της ταινίας εξανεμίζονται μέσα από μια απλοϊκή και σχηματική προσέγγιση. Πολύ σύντομα, η ταινία παίρνει τη μορφή ενός τυπικού θρίλερ γεμάτου κλισέ, με την όποια κοινωνική κριτική να χάνεται ανάμεσα σε σκηνές όπου οι χαρακτήρες λειτουργούν περισσότερο ως κινούμενα στερεότυπα και το σενάριο να θυμίζει περισσότερο συρραφή μοτίβων δανεισμένων από αμερικανικά θρίλερ. Παρά τις πιθανόν ειλικρινείς προθέσεις του Παπαμιχαήλ να καταγράψει τη σύγκρουση δύο διαφορετικών κόσμων, των προνομιούχων τουριστριών και των περιθωριοποιημένων εργατών, ο τρόπος με τον οποίο υλοποιείται η ιδέα καταλήγει αφελής και ξεπερασμένος. Η απόπειρα να αναδειχθούν ζητήματα περιθωριοποίησης και ρατσισμού αντιστρέφεται, με αποτέλεσμα η ταινία να μοιάζει τελικά περισσότερο ως μια αφήγηση που «μιλά» για τους κακούς ξένους και τις άτυχες τουρίστριες που βρέθηκαν στον δρόμο τους.