Ενας αφανής πρωταγωνιστής του ποιητικού μεσοπολέμου

Μπορεί εδώ και αρκετά χρόνια η ποιητική γενιά της δεκαετίας του 1920 να απασχολεί όλο και συχνότερα την επιστήμη της φιλολογίας και την κριτική, βρίσκοντας μια δικαιότερη θέση μεταξύ των παραδεδεγμένων κεφαλαίων του νεοελληνικού λογοτεχνικού κανόνα, για το ευρύτερο κοινό όμως οι εκπρόσωποί της είτε παραμένουν παντελώς άγνωστοι, είτε ταξιδεύουν στο παρόν ως κινηματογραφικοί, μουσικοί, ερωτικοί και πιθανόν κοινωνικοί μύθοι. Εξ αυτού και η σημασία της δουλειάς του Μιχάλη Μπακογιάννη, που ανέλαβε την εκδοτική, κριτική και γραμματολογική αποκατάσταση του Μήτσου Παπανικολάου (1900-1943) με δύο ξεχωριστούς τόμους για τα ποιήματα και τα πεζά του. Τόμοι που δίνουν την ευκαιρία όχι μόνο για μια πρώτη επαφή μαζί του, αλλά και για τη συστηματικότερη γνωριμία τόσο με το έργο του όσο και με το λογοτεχνικό και ιστορικό κλίμα εντός του οποίου το ίδιο γεννήθηκε και ανατράφηκε.

Γεννημένος στην Υδρα και θρέμμα του Πειραιά και της Αθήνας, γαλλοτραφής και ακάματος συνεργάτης εφημερίδων και λογοτεχνικών περιοδικών, με ποιήματα, πεζά, μεταφράσεις και κριτικές, ο Παπανικολάου πάλεψε σκληρά για τη λογοτεχνική και για την οικονομική του επιβίωση, πλην έχασε πρόωρα τη μάχη: η εμπλοκή του με τα ναρκωτικά χάλασε γρήγορα την υγεία του, η ικανότητα για εργασία μοιραία περιορίστηκε κι ο ίδιος αναγκάστηκε προς το τέλος να ζητιανεύει στους αθηναϊκούς δρόμους, συχνά έξω από βιβλιοπωλεία, όπως λένε. Το κακό συμπληρώθηκε με τη γενικότερη εξασθένησή του, με τη νοσηλεία του στο ψυχιατρείο και εν κατακλείδι με τον θάνατό του, που ήλθε σε ηλικία 43 ετών.

Στον τόμο με τα ποιήματα του Παπανικολάου ο Μπακογιάννης έχει συμπεριλάβει κομμάτια που δεν έχουν καταχωριστεί στις προγενέστερες εκδόσεις του Τάσου Κόρφη και του Μ. Χ. Ρέμπα, κομμάτια τα οποία αποτελούν ευρήματα επισταμένης έρευνας και μεγαλώνουν την ποιητική εικόνα, αναδεικνύοντας και θεματικούς ορίζοντες, μοτίβα ή τεχνικές οι οποίες δεν είχαν ξεχωρίσει με σαφήνεια μέχρι σήμερα.

Πώς αρθρώνεται, παρ' όλα αυτά, μια τέτοια εικόνα είτε σε σχέση με είτε ανεξαρτήτως από τα καινούργια της ευρήματα; Η ποιητική ατμόσφαιρα μέσα στην οποία αναπνέει η ποίηση του Παπανικολάου μπορεί να χαρακτηριστεί νεορομαντική και νεοσυμβολιστική (Κώστας Στεργιόπουλος) ή μετασυμβολιστική (Ελλη Φιλοκύπρου), χωρίς να χρειάζεται να δεσμευτούμε ούτως ή άλλως σε έναν ορισμό (όπως προσφυώς παρατήρησε στη βιβλιοκρισία του για την ανά χείρας έκδοση ο Κώστας Καραβίδας στην εφημερίδα «Η εποχή»), με εμφανείς επιρροές από τον Πολ Βαλερί και την καθαρή ποίηση ή από τον Σαρλ Μποντλέρ και το spleen, όπως επισημαίνει ο Μπακογιάννης. Οι ποιητικές μεταφράσεις του Παπανικολάου, που ξεπερνούν σε αριθμό σελίδων το σύνολο της πρωτότυπης ποιητικής του παραγωγής, δεν σχηματίζουν μόνο μια πρόσθετη ομπρέλα επιρροών, ορίζουν και ένα μέτωπο ποιητικής και θεματικής ομοθυμίας: Πόε, Μποντλέρ, Ερεντιά, Μoρεάς, Βεραρέν, Βαλερί, Μιρζέ, Μαρσελίν Ντεμπόρντ-Βαλμόρ (σημαντική ρομαντική εκπρόσωπος για τον Μποντλέρ), Λαρμπό, Μιλόζ, Απολινέρ, Μακ Λις και Λόρκα.

Το ταξίδι, ο αναχωρητισμός και ο θάνατος

Μήτσος Παπανικολάου

Κάτω από τα φτερά παρόμοιων επιδράσεων και συναναστροφών και με τις δικές του δυνάμεις, ο Παπανικολάου θα αναπτύξει το θεματικό του τόξο και θα διαμορφώσει τη στάση του απέναντι στα σημεία-αιχμές των ζητημάτων του, που δεν είναι άλλα από τον αναχωρητισμό και το ταξίδι, την αύξουσα δυσφορία μπροστά στην καθημερινή πραγματικότητα -τον καρυωτακικό πόνο των ανθρώπων και των πραγμάτων-, παρά την προθυμία (ή και εξαιτίας της) για καταγγελία μιας σκληροτράχηλης, σχεδόν αλύγιστης κοινωνίας, τα σκοτάδια του νου και της ψυχής, τον ομοερωτισμό, τον γενέθλιο τόπο, τον έρωτα και τον θάνατο. Ως προς τον ομοερωτισμό, ας μη φανταστούμε ένα ξέχειλο υλικό. Το αίσθημα του καιρού και η αστική αγωγή του ποιητή δεν του επιτρέπουν κάτι παραπάνω από σκόρπια ίχνη και νύξεις. Ο έρωτας πάλι, στη γενική του ιδέα, συνδέεται περισσότερο με την ποιητική διάθεση του Παπανικολάου όταν στέκει μόνος εντός του πραγματικού του περίγυρου, νιώθοντας προδομένος από τον έρωτα, που έχει μετατραπεί κατ’ αυτόν τον τρόπο σε άθροισμα πρόσκαιρων συναπαντημάτων, και εγκαταλελειμμένος από τον κόσμο, που σε απόλυτη αντιστοιχία με τα προηγούμενα έχει καταπέσει σε κέλυφος εκκενωμένο από το οποιοδήποτε περιεχόμενο. Ο θάνατος θα εμφανιστεί, σε μια ανάλογη γραμμή, έτοιμος να δέσει με όλα –σε ένα αφόρητο σύμπλεγμα με τον άδειο έρωτα και με τον άδειο κόσμο, όπου ο τελευταίος δεν θα προκαλέσει άγχος με τον πιθανό ερχομό του, μα απαντοχή και λύτρωση. Ο ποιητής δεν είναι ακριβώς θανατολάγνος ή μάλλον είναι θανατολάγνος επειδή όσα τον περιβάλλουν είναι πιο νεκρά από την καρδιά και από το φρόνημά του.

Ο Μπακογιάννης επιμένει ευνόητα στο στοιχείο της αυτοσυνειδησίας του Παπανικολάου (η συνείδηση για τον φυσικό, τον ανθρώπινο εαυτό σε συνδυασμό με τη συνείδηση του ποιητικού εαυτού), κάνοντας λόγο για περίπλοκη «πορεία αυτογνωσίας» κατά τη διάρκεια της οποίας το συγγραφικό «εγώ» θα διασπαστεί και θα επιμεριστεί, αποβάλλοντας κατά κάποιο τρόπο την αρχική ενότητά του. Σοβαρή ένδειξη για το συγγραφικό εργαστήριο όπου δουλεύει εντατικά πάντοτε ο ποιητής, ακόμα και όταν κάποιες προϋποθέσεις συνοχής έχουν αρχίσει να κάμπτονται ή και να υποχωρούν.

Γενιά αποψίλωσης και θανάτου

Οπως κι αν σκεφτούμε την αυτοσυνειδησία του, ο Παπανικολάου εντάσσεται πανηγυρικά στη γενιά του, τη μεσοπολεμική γενιά των ποιητών της δεκαετίας του 1920, μιας γενιάς αποψίλωσης και θανάτου τόσο στο κυριολεκτικό όσο και στο μεταφορικό επίπεδο. Ο Καρυωτάκης, η Πολυδούρη, ο Τέλλος Αγρας, ο Ρώμος Φιλύρας, ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, ακόμα και ο Κώστας Ουράνης, έφυγαν το αργότερο μέχρι τις αρχές του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα, με την εξαίρεση του Φώτου Γιοφύλλη, του μοναδικού που πέθανε πλήρης ημερών. Κι ήταν όλοι τους θανατολόγοι και θανατολάγνοι, πεπεισμένοι αναχωρητές, επίμονοι μελαγχολικοί και πρωτίστως αφημένοι στη μέση του πουθενά. Εχθροί της κομπορρημοσύνης και των ποιητικών συμβάσεων των προκατόχων τους, αδιαφόρησαν για το έθνος και για την πατρίδα, είδαν την κοινωνία τους να υψώνει σημαίες φθοράς, παρακμής και σήψης, έμειναν μακριά από τις υψηλές ιδέες και τις υψηλές αξίες της ποίησης του Παλαμά και του Σικελιανού, και μακριά από την οποιαδήποτε υψηλή ιδέα και υψηλή αξία γενικώς, στράφηκαν στο άτομο και τον εαυτό τους -τις μοναδικές περιοχές όπου καταδέχτηκε ή κατάφερε να ανθήσει ο λόγος τους-, λάτρεψαν το όνειρο και τη φυγή και έκλιναν το γόνυ στον γαλλικό συμβολισμό. Ταυτοχρόνως, όμως, προσπάθησαν να αλλάξουν την ποιητική σκηνή, να τροποποιήσουν τους όρους παραγωγής και πρόσληψης της ποίησης και να εισηγηθούν νέες μεθόδους και τεχνικές. Και πάλι εντούτοις τη μετωπική παρέμβαση κατόρθωσε να την κάνει μόνο η επόμενη γενιά, η γενιά του 1930, η οποία εισήγαγε στην ελληνική ποίηση τον υπερρεαλισμό και τον μοντερνισμό. Μολοντούτο ας μην υποτιμήσουμε ούτε τη γενιά του 1920 ούτε τον Παπανικολάου για τους ποιητικούς τους αγώνες και για τις ποιητικές τους δάφνες.

Παραβιάζοντας τους κανόνες του μέτρου και της ομοιοκαταληξίας, ο Παπανικολάου έχει προλάβει να συλλάβει ως κριτικός το μήνυμα του υπερρεαλισμού (θα τον ανακαλύψουμε ως κριτικό στον τρίτο τόμο τον οποίο ετοιμάζει ο Μπακογιάννης), προχωρώντας και στις δικές του ποιητικές μεταρρυθμίσεις. Ο αιφνιδιασμός της ακολουθίας των εικόνων (το σπάσιμο της διαδοχής τους), οι απρόσμενοι λεκτικοί και φραστικοί συνδυασμοί, η αίσθηση του ασταθούς, του παράλογου και του παράδοξου, όπως σκιάζουν απροειδοποίητα τον στίχο του, τα αναπάντεχα δειλιάσματα και τα ανύποπτα τολμήματα ως προς το σε ποιο ακριβώς σημείο θα πέσει ο τόνος της συγκινησιακής φόρτισης, τα ακανόνιστα ακούσματα και οι σημαίνουσες σιωπές είναι μερικά μόνο από τα μέσα στα οποία προσφεύγει ο Παπανικολάου προκειμένου αν όχι να υπονομεύσει, πάντως σίγουρα να ταράξει και να αναδιατάξει τα δεδομένα. Και μαζί με αυτά, τα διδάγματα της καθαρής ποίησης και του συμβολισμού: οι ποιητής αποσυντονίζει τη συγκρότηση και την εκφορά των στίχων του, δεν εννοεί ωστόσο να παραγνωρίσει τη μουσική λειτουργία τους –εκείνο με άλλα λόγια που αναδεικνύει την ηχητική σημασία της ποίησης, εκείνο που καθιστά την ποίηση ένα είδος μουσικής τέχνης και το οποίο αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματα της τεχνικής του.

Ας μην παραγνωρίσουμε λοιπόν, θα το επαναλάβω, τη συμβολή του Παπανικολάου και της γενιάς του στο θέμα της νεωτερικότητας. Ας μην ξεχάσουμε πως η εποχή και οι συνθήκες ήταν φειδωλές ως προς το έδαφος το οποίο παρεχόταν. Κι ας υπολογίσουμε, όχι για να δικαιωθούν τα αδικαίωτα μα για να έχουμε μια ακριβέστερη ιστορική αίσθηση των ποιητικών γεγονότων και των ποιητικών εξελίξεων, τι μπορούσε να κατορθωθεί και τι και πώς κατορθώθηκε. Κι ας επιστρέψουμε για μια τελευταία φορά στον Παπανικολάου με την ευχή και την ελπίδα η έκδοση του έργου του να βρει ανταπόκριση στον καιρό μας, που ίσως δεν είναι τόσο παγερός όσο μας αρέσει συνήθως να φανταζόμαστε.

* Κριτικός λογοτεχνίας στην εφημερίδα «Το Βήμα της Κυριακής»


Πηγή

Σχόλια

To ergasianews.gr θεωρεί δικαίωμα του κάθε αναγνώστη να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του. Ωστόσο, τονίζουμε ρητά ότι δεν υιοθετούμε τις απόψεις αυτές καθώς εκφράζουν τον εκάστοτε χρήστη και μόνο αυτόν. Παρακαλούμε πολύ να είστε ευπρεπείς στις εκφράσεις σας. Τα σχόλια με ύβρεις θα διαγράφονται, ενώ οι χρήστες που προκαλούν ή υβρίζουν θα αποκλείονται.

Δείτε επίσης

Ανδρουλάκης: Περιοδεία στο Ηράκλειο Κρήτης

Ο κ. Ανδρουλάκης κατά τη διάρκεια των επαφών, έδειξε ειδικό ενδιαφέρον σε ζητήματα του αγροτικού …