Οι περισσότεροι άνθρωποι περνούν το ένα τρίτο της ζωής τους κοιμώμενοι, ενώ περίπου το ένα τέταρτο του ύπνου συνοδεύεται από όνειρα. Αφού κοιμόμαστε, κατά μέσον όρο τις 122 από τις 360 ημέρες ενός έτους, είναι προφανές ότι τόσο ο ύπνος όσο και τα όνειρα που κατά κανόνα τον συνοδεύουν, δεν αποτελούν απλώς μια επουσιώδη και παθητική παύση των δραστηριοτήτων μας. Αντίθετα, όπως προκύπτει και από όλες τις σχετικές έρευνες, πρέπει να θεωρείται επιστημονικά επιβεβαιωμένο ότι «Είμαστε πλασμένοι από την ύλη των ονείρων και ύπνος κυκλώνει τη σύντομη ύπαρξή μας», όπως πολύ εύστοχα διέβλεψε ο Σέξπιρ στο όψιμο θεατρικό του έργο «Η τρικυμία» (IV.1).
Παρ’ όλα αυτά, στις σύγχρονες κοινωνίες της αδιάλειπτης «παραγωγικότητας» και της επιδίωξης του κέρδους πάση θυσία, τόσο ο ύπνος όσο και τα όνειρα θεωρούνται κάτι σαν ένα βιολογικά «αναγκαίο κακό», μια «μη αποδοτική πολυτέλεια» και τελικά «χάσιμο χρόνου», που επιτρέπεται να το παραχωρούμε στον εαυτό μας μόνο στο τέλος μιας εξαντλητικής ημέρας. Εντούτοις, τις πολύ καταστροφικές συνέπειες από τη στέρηση της αναζωογονητικής λειτουργίας του ύπνου (και των ονείρων) για την καλή ψυχοσωματική μας υγεία τη συνειδητοποιήσουμε όλοι λίγο έως πολύ επώδυνα μόλις εμφανιστούν οι πρώτες απορρυθμίσεις της μηχανής του ύπνου (αϋπνίες).
35% του ημερήσιου χρόνου οι ενήλικες τον αφιερώνουν στον ύπνο ενώ το 70% καταλαμβάνει ο ύπνος στα νεογέννητα
Χάρη στις πρωτοποριακές έρευνες της νευροεπιστήμης του ύπνου και των ονείρων γνωρίζουμε, ήδη από τα μέσα του εικοστού αιώνα, ότι ο καθημερινός κύκλος ύπνου-εγρήγορσης δεν αποτελείται μόνο από δύο σαφώς διαχωρισμένες εγκεφαλικές καταστάσεις (κάποιος μπορεί να είναι είτε ξύπνιος είτε κοιμισμένος), αλλά από τουλάχιστον τρεις: ξύπνιος, βαθιά κοιμισμένος και ονειρευόμενος. Κάτι που επιβεβαιώνεται από τις ηλεκτροεγκεφαλογραφικές και, πιο πρόσφατα, από τις νευροαπεικονιστικές έρευνες, που διαπίστωσαν ότι ο καθημερινός κύκλος εγρήγορσης και ύπνου ρυθμίζεται από ένα εσωτερικό εγκεφαλικό ρολόι. Πρόκειται για ένα κιρκάδιο «εκκρεμές», δηλαδή για έναν βιοχημικό ταλαντωτή που βρίσκεται κρυμμένος στα βάθη του εγκεφάλου μας και συγκεκριμένα στον υποθάλαμο.
Πράγματι, αυτό το βιολογικό ρολόι, που σαν εκκρεμές καθορίζει τις ημερήσιες εναλλαγές της εγρήγορσης και ύπνου, εντοπίσθηκε και χαρτογραφήθηκε λεπτομερώς στον «υπερχιασματικό πυρήνα» του υποθαλάμου, μια δομή του μέσου εγκεφάλου που βρίσκεται πάνω από το οπτικό χίασμα (βλ. σχετική φωτ.). Και οι ρυθμοί ταλάντωσής του αποδείχτηκε ότι διαρκούν περίπου 24 ώρες, είναι δηλαδή ένας κιρκάδιος ταλαντωτής: «κιρκάδιος», από τις λατινικές λέξεις circa+diem, που σημαίνει ένας επαναλαμβανόμενος κύκλος διεργασιών διαρκεί «περίπου μία ημέρα».
Χάρη στη θέση και τις διασυνδέσεις του με τον «υπερχιασματικό πυρήνα», αυτό το εγκεφαλικό «ρολόι» μπορεί να συγχρονίζεται με τις εξωγενείς ακτίνες του φωτός, και ανάλογα με την έντασή τους να υποδεικνύει -μέσω ειδικών χημικών σημάτων- στον οργανισμό πότε πρέπει να κοιμηθεί και πότε να ξυπνήσει. Μπορεί όλα αυτά να ακούγονται υπερβολικά μηχανικά ή και απλοϊκά, στην πραγματικότητα όμως πρόκειται για έναν εξαιρετικά περίπλοκο εγκεφαλικό μηχανισμό που, εκτός από το φως, επηρεάζεται σημαντικά και από άλλους παράγοντες: ψυχολογική διάθεση, άγχος, κούραση, κατανάλωση διεγερτικών ουσιών (όπως π.χ. καφές ή άλλα διεγερτικά), κοινωνικές ή οικογενειακές πιέσεις κ.ά.
Ανακαλύπτοντας τις φάσεις του ύπνου
Πριν από μόλις έναν αιώνα, ο ύπνος καθώς και τα όνειρα που τον συνοδεύουν θεωρούνταν θέματα ήσσονος επιστημονικού ενδιαφέροντος. Μολονότι ήταν ολοφάνερο πως έπαιζαν σημαντικό ρόλο στη φυσιολογική ζωή των ανθρώπων, δεν είχαν καμία ιδιαίτερη σημασία ή αξία για την επιστήμη της εποχής. Η κυρίαρχη, τότε, επιστημονική άποψη θεωρούσε τον ύπνο ως μια προσωρινή, ομοιόμορφη «παύση» ή «επιβράδυνση» των λειτουργιών του οργανισμού που κοιμάται, ενώ τα όνειρα ήταν ένα ασαφές επιφαινόμενο της λειτουργίας της ανθρώπινης... ψυχής.
Αυτή η παραπλανητική εικόνα άρχισε να αμφισβητείται και να ανατρέπεται πειραματικά, μετά την είσοδο και τη συστηματική χρήση των ηλεκτροεγκεφαλογραφημάτων στην έρευνα της φυσιολογίας και της νευροβιολογίας του ύπνου. Ηταν μια ακόμη επιβεβαίωση του γεγονότος ότι η υιοθέτηση νέων πειραματικών προσεγγίσεων και των κατάλληλων τεχνολογικών μέσων συμβάλλει αποφασιστικά στην αλλαγή της επιστημονικής γνώσης.
Πάντως, από τα μέσα του εικοστού αιώνα έγινε σαφές ότι ο ύπνος όχι μόνο δεν είναι μια παθητική σωματική κατάσταση ή μια προσωρινή παύση των λειτουργιών του κοιμώμενου εγκεφάλου αλλά, αντιθέτως, αποτελεί μια δυναμική σωματική κατάσταση, όπου ο εγκέφαλος όσων κοιμούνται περνά από διάφορα στάδια ή «φάσεις» ύπνου, με χαρακτηριστικές σε κάθε φάση αυξομειώσεις της ενέργειας και της δραστηριότητας της εγκεφαλικής μηχανής.
Ας δούμε, πολύ συνοπτικά, πώς περιγράφει η σύγχρονη νευροεπιστήμη, με τη βοήθεια της κλασικής εγκεφαλογραφίας και της νέας λειτουργικής μαγνητικής τομογραφίας τα όσα συμβαίνουν στον εγκέφαλο και στο σώμα μας όταν ξαπλώνουμε να κοιμηθούμε. Οταν το σώμα μας αρχίζει να χαλαρώνει, ο εγκέφαλός μας εισέρχεται σταδιακά στο πρώτο στάδιο του ορθόδοξου ύπνου ή, όπως αποκαλείται στη φάση του ύπνου μη REM (non REM). Πρόκειται για μια μεταβατική κατάσταση κατά την οποία τα εγκεφαλικά μας κύματα αποκτούν μεγαλύτερο εύρος και γίνονται πιο αργοκίνητα (φάση 1).
Ακολουθεί ένα δεύτερο στάδιο, που διαρκεί περισσότερο. Σε αυτό, παράλληλα με τη μυϊκή χαλάρωση, την πτώση της θερμοκρασίας και τη μείωση του καρδιακού ρυθμού, η συχνότητα των εγκεφαλικών κυμάτων μειώνεται ενώ σε αυτά παρεμβάλλονται σύντομα και παράξενα εγκεφαλικά κύματα υψηλότερης συχνότητας (φάση 2). Τότε κάνουν την εμφάνισή τους ακόμη πιο αργοκίνητα κύματα μεγαλύτερου εύρους: ο βαθύς ύπνος έχει μόλις αρχίσει (φάση 3). Η φάση 4 που ακολουθεί αποτελεί συνέχεια της φάσης 3. Καταγράφονται μόνο πολύ αργά εγκεφαλικά κύματα, όλες οι αναζωογονητικές και αναπλαστικές διεργασίες του ύπνου βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη (φάση 4).
Και τα όνειρα πότε τα βλέπουμε; Τα όνειρα κάνουν την εμφάνισή τους αποκλειστικά στη φάση του «παράδοξου ύπνου» ή φάση REM. Ο ύπνος σε αυτή τη φάση ονομάζεται παράδοξος επειδή ο εγκέφαλός μας βρίσκεται σε σχεδόν πλήρη εγρήγορση, ενώ το σώμα μας παραμένει σε βαθιά χαλάρωση (φάση 5). Εκτός από τα όνειρα και την έντονη εγκεφαλική δραστηριότητα, ένα άλλο τυπικό χαρακτηριστικό της φάσης REM είναι οι γρήγορες κινήσεις των ματιών, εξ ου και το ακρωνύμιο REM (Rapid Eye Movements).
Πώς αντιδρά ο εγκέφαλός μας και, μέσω αυτού, ο οργανισμός μας συνολικά όταν για μεγάλο χρονικό διάστημα στερείται τις άκρως ευεργετικές και αναπλαστικές λειτουργίες του ύπνου; Και γιατί όποτε ο εγκέφαλός μας αντιμετωπίζει ιδιαίτερα αγχογόνες ή απειλητικές καταστάσεις, αντιδρά κατά κανόνα με την απορρύθμιση των φάσεων του φυσιολογικού κύκλου ύπνου-εγρήγορσης; Και μέσω ποιων εγκεφαλικών μηχανισμών αυτή η απορρύθμιση ανατροφοδοτεί τις λιγότερο ή περισσότερο σοβαρές διαταραχές του ύπνου;
Θεωρείται πλέον βέβαιο ότι τόσο η πρόσκαιρη όσο και η διαρκής στέρηση του ύπνου δεν μας προκαλεί απλώς «νύστα», αλλά μπορεί κάλλιστα να οδηγήσει σε πολύ πιο σοβαρές ψυχοσωματικές παθήσεις. Το καθημερινό «κούρεμα» των ωρών ύπνου και χαλάρωσης όχι μόνο δεν αναπληρώνεται, αλλά, επιπρόσθετα, μπορεί να οδηγήσει σε δραματική «υποτίμηση» όλων σχεδόν των φυσιολογικών λειτουργιών μας. Με τη σειρά της αυτή η όχι πάντα συνειδητή υποτίμηση της ποσότητας και της ποιότητας του ύπνου, οδηγεί σε υποβάθμιση της ποιότητας ζωής και, στις πιο ακραίες περιπτώσεις, μπορεί να αποβεί μοιραία για τα «υπνολογικά υποτιμημένα» άτομα.
Οταν απορρυθμίζεται το εγκεφαλικό ρολόι
Η «ποσότητα» ύπνου που χρειάζονται καθημερινά οι άνθρωποι διαφέρει από άτομο σε άτομο και εξαρτάται από έναν μεγάλο αριθμό ενδογενών και εξωγενών παραγόντων. Ωστόσο, θεωρείται πλέον επαρκώς επιβεβαιωμένο ότι τόσο η ποσότητα όσο και η ποιότητα του ύπνου του καθενός από εμάς επηρεάζεται αποφασιστικά από την ηλικία, τη γενετική προδιάθεσή μας, τη φυσιολογική σωματική μας κατάσταση, αλλά και από τις καθημερινές συνθήκες ζωής και τις θετικές ή αρνητικές εμπειρίες μας. Πάντως, η κοινότοπη συνταγή ότι χρειαζόμαστε τουλάχιστον οκτώ ώρες συνεχούς ύπνου τη νύχτα για να μπορούμε να λειτουργούμε καλά την υπόλοιπη ημέρα, δεν ισχύει για όλους. Ενας εμπειρικός κανόνας είναι ότι αν όταν ξυπνάτε αισθάνεστε ανανεωμένοι και δεν νιώθετε κούραση ή νύστα κατά τη διάρκεια της ημέρας, τότε μπορείτε να είσαστε βέβαιοι ότι έχετε κοιμηθεί επαρκώς.
Από καιρό είναι γνωστές οι δραματικές επιπτώσεις της αϋπνίας και άλλων μόνιμων διαταραχών του ύπνου στην ψυχοσωματική υγεία μας: τα άτομα που υποφέρουν από χρόνια αϋπνία έχουν αρκετά υψηλή πιθανότητα να εκδηλώσουν πρόωρα παθήσεις του καρδιαγγειακού συστήματος, ενώ παρουσιάζουν και αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη, καθώς και αρκετά σοβαρών ανοσολογικών παθήσεων. Τέλος, οι πιο πρόσφατες ιατρικές και νευροαπεικονιστικές μελέτες συσχετίζουν σαφώς τις διαταραχές του ύπνου με εμφανή πτώση των σωματικών και των νοητικών επιδόσεων και συνεπώς με τη χαμηλή παραγωγικότητα και τη μεγαλύτερη προδιάθεση για σοβαρά λάθη και ατυχήματα στην εργασία.
Από τις μέχρι σήμερα έρευνες επιβεβαιώνεται ότι ο ύπνος δεν είναι μία παθητική διαδικασία αλλά μία ενεργητική εγκεφαλική λειτουργία, που παίζει αποφασιστικό ρόλο τόσο στην αναζωογόνηση και την αυτοθεραπεία τόσο του οργανισμού συνολικά όσο και των ανώτερων λειτουργιών του εγκεφάλου. Για παράδειγμα, γνωρίζουμε ότι επηρεάζει αποφασιστικά όλες τις διαδικασίες της μνήμης και της μάθησης.
Πάντως, ο ύπνος δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο μόνο των ανθρώπων ή έστω των πρωτευόντων θηλαστικών. Η παρουσία και οι εναλλαγές των φάσεων του ύπνου έχουν παρατηρηθεί όχι μόνο στα θηλαστικά και τα πτηνά, αλλά και πολύ πιο απλά είδη ζώων -όπως τα ερπετά και οι μέδουσες- που δεν έχουν εγκέφαλο!
Γεγονός που υποδεικνύει ότι η στοιχειώδης λειτουργία του ύπνου επινοήθηκε εξελικτικά, ίσως πριν από 700 εκατομμύρια χρόνια, από «ανεγκέφαλους» οργανισμούς, δηλαδή από είδη οργανισμών που δεν διέθεταν ένα αρκετά ανεπτυγμένο κεντρικό νευρικό σύστημα, επειδή προφανώς ο ύπνος ήταν απαραίτητος για την επιβίωσή τους. Στο επόμενο άρθρο θα εξετάσουμε αναλυτικά αυτό το παράδοξο της παρουσίας και της ζωτικής λειτουργίας του ύπνου σε όλους τους γνωστούς έμβιους οργανισμούς.